Και ξεκινώ την κριτική του.
Όταν προβλήθηκε η ταινία είχα σχολιάσει σε φίλους πως αυτό που με κάνει περισσότερο σκεπτικό απέναντι στο remake του παλιού φιλμ με τον ΤΣΑΡΛΣ ΜΠΡΟΝΣΟΝ είναι πάνω από όλα η απουσία του ΝΤΙΝΟ ΝΤΕ ΛΑΟΥΡΕΝΤΙΙΣ. Και τούτο επειδή ο «zio Dino», ο αξέχαστος «μπαρμπα Ντίνος», όπως τον προσφωνούσα όταν συναντιόμασταν, ήταν ένας φωτισμένος παραγωγός κι άνθρωπος, ένας παραγωγός του κινηματογράφου γεννημένος για το σινεμά με υψηλή διορατικότητα προς ΟΛΕΣ τις κατευθύνσεις του κινηματογράφου.
Ο «ΕΚΤΕΛΕΣΤΗΣ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ», όπως ήταν γνωστό στην Ελλάδα εκείνο το «Death wish» ήταν δική του πρωτοβουλία, μόλις είχε μεταφέρει την έδρα των επιχειρήσεων του από την Ιταλία στην Αμερική, κι είχε αντιληφθεί το θέμα της «αυτοπροστασίας», της «αυτοδικίας» κι όλων των σχετιζομένων, σε μια εποχή που την Αμερική καθόριζε εκείνο το τραγουδάκι του Γιώργου Κινούση που έλεγε «Νέα Υόρκη ώρα τρεις/κάτι που πας να τρελλαθείς/ολοζώντανη σκηνή/γκάνγκστερς κι αστυνομικοί»… Ηταν η εποχή της μεγάλης εγκληματικότητας στη Νέα Υόρκη τη δεκαετία του 70 κι είχε κυκλοφορήσει τότε ένα μυθιστόρημα που ο μπαρμπα Ντίνος έσπευσε να κλείσει. Με ήρωα ένα φιλήσυχο πολίτη που μια συμμορία δολοφονούν άνευ λόγου τη γυναίκα του και τότε εκείνος αναλαμβάνει να πάρει στα χέρια του το νόμο, μια κι οι εκπρόσωποι του κωλυσιεργούν… Αυτός το ανέλαβε, αυτός το έτρεξε, αυτός επέλεξε τον ΜΑΪΚΛ ΓΟΥΙΝΕΡ να το σκηνοθετήσει και φυσικά είχε κατά νου τον ΤΣΑΡΛΣ ΜΠΡΟΝΣΟΝ στον οποίο πρόσφερε μια τεράστια επιτυχία, η οποία έφερε και συνέχειες ακόμα και χωρίς το όνομα του Ντε Λαουρέντιις…
Η οξυδέρκεια του Ντε Λαουρέντιις ήταν που είχε δώσει τα γερά υποστυλώματα στην ταινία εκείνη. Φυσικά, το έργο μπορεί να έκανε μεγάλη εισπρακτική επιτυχία αλλά ξεσήκωσε και διαμαρτυρίες για το θέμα της αυτοδικίας κι αν το περιεχόμενο καθίσταται «επικίνδυνο».
Ηταν η εποχή που οι θεωρητικοί συμπεριφέρονταν περισσότερο σαν αγκιτάτορες, σαν καθοδηγητές της μάζας, σαν να είχαν καταλάβει τα χειμερινά ανάκτορα κι εξέταζαν το περιεχόμενο των ταινιών, χωρίς να αντιλαμβάνονται εκείνοι που τους «παπαγάλιζαν» ότι πρόκειται για νέου τύπου λογοκρισία.
Κάπως έτσι ειπώθηκαν και τα ανείπωτα για τον «ΤΑΞΙΤΖΗ» του ΜΑΡΤΙΝ ΣΚΟΡΣΕΖΕ, όχι γύρω από το θολά γραμμένο χαρακτήρα του ήρωα και την απουσία background, που θα ήταν και μια καθαρά καλλιτεχνική παρατήρηση κι επισήμανση, αλλά για την «αυτοδικία» κι για το πόσο «επικίνδυνη» ταινία είναι. Η λέξη «επικίνδυνη» είχε μπει πολύ τότε στη ζωή μας κι «επικίνδυνη» («ακριβώς επειδή είναι πολύ καλή»- ακούτε πράγματα) είχε χαρακτηριστεί κι ο «ΕΛΑΦΟΚΥΝΗΓΟΣ» του ΜΑΙΚΕΛ ΤΣΙΜΙΝΟ.
Ο Ντε Λαουρέντιις πάντως είχε βγει τότε κι είχε υπερασπιστεί με παλικαριά κι άλλη τόση αλαζονεία τόσο την ταινία όσο και την απόφαση του.
Επειδή στις μέρες μας δεν υπάρχουν ΝτεΛαουρέντηδες , κι επειδή οι executives-λογιστές που διοικούν τα στούντιο ενδιαφέρονται μόνο για το χρήμα και γι αυτό τα ρίχνουν στα remake και στα sequel, το ξαναγύρισμα του «Death wish», με γέμιζε επιφυλάξεις. Σκέφτηκα ότι το βλέπουν ως προϊόν έτοιμο, που μένει μόνο να το ξαναθυμίσουν, διότι διανύουμε την εποχή Τραμπ, το θέμα της οπλοκατοχής κι οπλοχρησίας ξαναβγαίνει στα πρωτοσέλιδα, μακελειά γίνονται σε σχολεία, σε δρόμους, σε καταστήματα κι όπου αλλού κι η βία έχει πάρει νέα έξαρση ενώ από την άλλη όψη του νομίσματος πυκνώνουν οι φωνές που αντιτίθενται στο παραπάνω και το θέμα παίρνει διάσταση μεγαλύτερη από το 1974 που γυρίστηκε το παλιό.
Ναι, είναι ολοφάνερο, ότι εδώ δεν έχουμε πρωτοβουλία αλα ΝτεΛαουρέντιις αλλά απόφαση εκτέλεσης προϊόντος. Όπως γίνεται πάνω- κάτω με τα remake. Εξού κι από το έργο, που έρχεται ως ξαναζεσταμένο φαγητό κι ως υλικό από δεύτερο χέρι, απουσιάζει η έκπληξη, λείπει το σοκ. Και τούτο αυτομάτως τοποθετεί το νέο έργο στο ράφι με τα «μεταχειρισμένα».
Όμως, εδώ κάτι συμβαίνει, ίσως οι λογιστές του στούντιο που προώθησαν την απόφαση, να είχαν δει και σινεμά, να τους άρεσε και το είδος και το έργο έγινε με πολλή περιποίηση. Και κινηματογραφική και περιεκτική.
Η φωτογραφία είναι θαυμάσια, τα πλάνα είναι εμπνευσμένα, ο ρυθμός εξαιρετικός, δεν ηδονίζεται με τη βία και δεν το παρακάνει με τις εικόνες της. Ο ΜΠΡΟΥΣ ΓΟΥΛΙΣ, στο ρόλο που κρεάρησε ο Μπρόνσον, και που από αρχιτέκτονας έχει μεταβληθεί σε γιατρό χειρούργο, μπορεί να έχει κάτι κουρασμένο πάνω του και μια νωχέλεια πολύ μεγαλύτερη από εκείνη που κάποτε διέθετε και που την πλάσαρε κι ως μπλαζέ ύφος ή κι ως διάθεση για φλερτ, όμως, από την άλλη, κακά τα ψέματα, παίζει και τον καλύτερο ρόλο που έχει παίξει μετά από πολύ καιρό.
Επίσης, στη διανομή των ρόλων, έχουν ακολουθήσει τη γραμμή της παλιάς ταινίας και για σύζυγο του έχουν βάλει κι εδώ μια ηθοποιό από τις καλές, που έχει στο παρελθόν της και μια υποψηφιότητα για Οσκαρ, την ΕΛΙΖΑΜΠΕΘ ΣΟΥ, η οποία όμως δεν έγινε σταρ. Και στην ταινία του Μπρόνσον είχαν βάλει τη ΧΟΟΥΠ ΛΑΝΓΚ, που είχε κι εκείνη μια υποψηφιότητα για Οσκαρ, είχε πάει να κάνει κάτι στα τέλη της δεκαετίας του ’50 και στις αρχές του ’60, και μετά δεν φτούρησε… είναι ρόλος supporting που πρέπει να παιχθεί από πρωταγωνίστρια παρτενέρ. Και του έχουν κάνει καλό πλαισίωμα και με τους άλλους ρόλους είτε μιλάμε για τον ΒΙΝΣΕΝΤ ΝΤ’ΟΝΟΦΡΙΟ είτε για άλλες φάτσες που τους δίνεται η ευκαιρία…
Εχω μάλιστα την αίσθηση ότι στο τωρινό φιλμ το θέμα της αυτοδικίας, όπου ο ήρωας με τη γυναίκα στο μνήμα και την κόρη στο θάλαμο εντατικής που οπλίζεται σαν αστακός κι αποφασίζει ο ίδιος να γίνει τιμωρός και να χτυπήσει το κακό, κυνηγώντας τις νύχτες παράνομους, τίθεται πιο μαλακά από όσο στην παλιά ταινία όπου εκεί η νύχτα φάνταζε πιο σκληρή, ήταν σίγουρα πιο σκοτεινή, κι η φωτογραφία ακολουθούσε τη ρεαλιστική σχολή του «Ο άνθρωπος από τη Γαλλία», ήταν πιο «βρώμικη», πιο «σκονισμένη». Κι αυτό έκανε το έργο ακόμα σκληρότερο. Το τωρινό έχει πιο στιλπνή φωτογραφία, πιο λουστραρισμένη, είναι πιό πολύ «Χόλυγουντ» παρά «Νέα Υόρκη», τη δουλειά του την κάνει, ως αστυνομική περιπέτεια με σασπένς που θέτει κι ένα ζήτημα, ικανοποιεί πλήρως.
Όμως, η σημερινή εποχή με τον Τραμπ και το θέμα των όπλων είναι που σκληραίνει τη στάση απέναντι στην ταινία, κι αυτή τη φορά δεν αναφέρομαι στους «αγκιτάτορες» που εξέλιπαν, έχουν απομείνει μόνο κάτι μίμοι δευτέρας κατηγορίας που δεν μετράνε, αλλά όσο κι αν δεις την ταινία σαν ένα μεμονωμένο περιστατικό, επειδή θέτει ευθέως ζήτημα περί υπεράσπισης της οικογενειακής ζωής από επίδοξους δολοφόνους αλλά και της ατομικής ζωής, σηκώνει και πάλι συζήτηση. Το «εσείς τι θα κάνατε στη θέση του;» είναι αυτό που παίρνει μαζί του ο θεατής . Κι επειδή οι γνώμες θα διίστανται, βλέπω να λένε άλλα από αυτά που θα εννοούν, σαν να ήταν ήρωες του Χάρολντ Πίντερ.
Η αλήθεια , πάντως, είναι πως η τωρινή δεν προκάλεσε την ίδια αίσθηση με την τότε.
Σκηνοθεσία: ΕΛΙ ΡΟΘ
ΥΓ.Στους τίτλους φινάλε της ταινίας, είδα στο τεχνικό προσωπικό και πάλι ένα ελληνικό όνομα. Αυτή τη φορά μου έκανε εντύπωση και το σημειώνω επειδή η κοπέλα λέγεται KATINA KORDONOURIS και δεν έχει απεμπολήσει το πανέμορφο και διασυρμένο «Katina» όπου ίσως εκεί στην ξενιτιά να μην έφτασε ο απόηχος του σνομπαρίσματος, του διασυρμού και τoυ bullying ενός ονόματος .Διότι, όλα κι όλα, είμαστε κατά της αυτοδικίας αλλά ας τολμήσει καμιά Ελληνίδα να κυκλοφορήσει ως Κατίνα….