Οι ταινίες είναι δουλειά πολλών παραγόντων. Κι οι μεγάλοι σκηνοθέτες έχουν καλές και κακές και μέτριες ώρες διότι τα έργα δεν τα κάνουν μοναχοί τους, το σινεμά είναι υπόθεση πολλών παραγόντων. Με τους «auteur» μπορούν να τα κάνουν αυτά διότι εκείνοι όπως κατασκευασμένοι εκτοξεύονται από εκείνους που τους έγραφαν προσωπικούς ύμνους έτσι και μετά καταπίπτουν επειδή ήρθε η ώρα να τους τελειώνουν εκείνοι που τους έφτιαξαν και μετά τους βαρέθηκαν. Η αξία φαίνεται από το αν μια ταινία μπορεί να κριθεί από μόνη της. Και δυστυχώς για εκείνους πολλές του auter- ισμού, όταν απομακρυνθούν από το προφίλ του κατασκευαστή τους, αδυνατούν να σταθούν από μόνες τους. Ακόμα και για επίκριση.
Το «ΜΙΑ ΑΛΗΘΙΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ» είναι ένα πολύ ενδιαφέρον φιλμ κι είναι ενδιαφέρον καταρχάς επειδή , χωρίς φιοριτούρες κι επιδείξεις καλλιεργεί σε όλη της διάρκεια ένα μυστήριο που σου κινεί την περιέργεια. Αυτό είναι το πρωτογενές, το πρωτοβάθμιο. Μια συγγραφέας, πολύ πετυχημένη, σε κρίση προσωπική κι ύστερα από ένα πετυχημένο βιβλίο αντιμετωπίζει το «μετά» και μαζί με αυτό της έρχονται στο φως και τα προσωπικά της ζητήματα, η σχέση της με αυτόν με τον οποίο έχει δεσμό, η σχέση της με τα παιδιά της, πράγματα που την απασχολούν και την ταράσσουν. Κι έρχονται στο φως διότι κινητήριος μοχλός για αυτή την υπόθεση γίνεται μια φανατική θαυμάστρια κι άλλο τόσο αινιγματική η οποία θα παρεισφρήσει στη ζωή της, θα της γίνει σκιά, θα της επιβάλλει την παρουσία της, θα χωθεί και μέσα στο διαμέρισμα της ενώ παράλληλα η ηρωίδα θα δέχεται μυστηριώδη γράμματα από άγνωστο αποστολέα που την κατηγορούν για οικογενειακά της ζητήματα αλλά και που την φέρνουν ενώπιον των λογοτεχνικών ευθυνών της. Την ίδια στιγμή η μυστηριώδης θαυμάστρια προσπαθεί να γίνει κατά ένα τρόπο μια «ghost writer», κάτι που έχουμε δει σε άλλη ταινία του Πολάνσκι όπου κι εκείνη όπως κι η τωρινή όπως κι οι περισσότερες του βασίζονται σε βιβλία. Από τα βιβλία αντλεί τα θέματα των ταινιών του ο μεγάλος, μέσα από την κινηματογραφική μεταφορά συγκεκριμένων βιβλίων φτιάχνει ως σκηνοθέτης το όνομα του. Μόνο που τα βιβλία εκφράζουν τον ψυχισμό της εκάστοτε περιόδου του …
Το συγκεκριμένο βιβλίο που μετέφερε στην οθόνη αντιμετωπίζει μια επίδοξη ghost writer αλλά δεν πρόκειται για ίδια περίπτωση γένους θηλυκού με το άλλο φιλμ. Το αναφέρω για λόγους ιστορικής κατανόησης.
Με βάση λοιπόν τα παραπάνω που ανέφερα περί ενδιαφέροντος φιλμ, έχουμε μιά υπόθεση που κινεί την περιέργεια μέσα από το μυστήριο με το οποίο περιβάλλει τις ηρωίδες , με το πώς τις θέλει το σενάριο, με το πώς τις αντιμετωπίζει σκηνοθετικά.
Όμως δεν περιορίζεται στην καταγραφή ενός ομιχλώδους μυστηρίου για το ποια είναι αυτή η θαυμάστρια και τι γυρεύει από τη συγγραφέα και ποια είναι αυτά που η συγγραφέας θα ήθελε να κρύψει. Διότι το έργο δείχνει ότι έχει πλεύση. Ότι δεν είναι δηλαδή μια σκέτη ίντριγκα κι ότι οι ηρωίδες κινούνται όχι ως μαριονέτες αλλά ως προέκταση του κόσμου στον οποίο κυκλοφορούν κι αυτός είναι ο κόσμος των βιβλίων. Και τόσο το κτίσιμο όσο προπάντων η κλιμάκωση δηλώνουν συγγραφικό ψυχισμό, δηλώνουν ότι προσπαθούν να μπουν μέσα στην ψυχοσύνθεση της συγγραφέως και της θαυμάστριας ώστε η θριλερική κατάληξη, αυτό που θα κάνει πολλούς να μιλήσουν για «αδυναμία» είναι το ψυχολογικό ζητούμενο του κάθε συγγραφέα, να βρεθεί η αφορμή ή το πρόσωπο που θα τον λυτρώσει από τις αναστολές, που θα του ξεμπλοκάρει τους «γόρδιους δεσμούς» και ίσως καταφέρει και να τους του κόψει…
Συνεπώς, δεν είναι ένα «αστυνομικό» καθαρόαιμο ή ένα «θρίλερ» ανάλογο ώστε να κατηγορηθεί για «αδύναμη» πλοκή και για αδύναμη λύση.
Ισως όμως εδώ να βρίσκεται ένα σημείο αδυναμίας της ταινίας πως μπορεί να κατηγορηθεί για αυτά λόγω πρώτου επιπέδου. Από τον θεατή εκείνο ή από τον «κριτικό» των πρωινών προβολών που του φάνηκε όχι πολύ γεμάτο. Από εκείνον που θα πιάσει το νόημα και το ζητούμενο της ταινίας όχι μόνο δεν θα κατηγορηθεί αλλά θα επαινεθεί.
Κι έχει λόγους να επαινεθεί διότι η ταινία είναι αυστηρή, καλοζυγισμένη, σεναριακή αφήγηση και μοντάζ δουλεύουν σε απόλυτο συντονισμό, όπως κι η σκηνογραφική διεύθυνση που μας μεταφέρει εντελώς μέσα στο Παρίσι των συγγραφέων και των χώρων που κυκλοφορούν , δημόσιων και ιδιωτικών, κι υπάρχει και το στοιχείο της βιβλιολατρείας των Γάλλων, που βγαίνει τόσο αβίαστα μέσα στην ταινία, όχι μόνο από τις περιεκτικές ατάκες για το πώς μιλούν οι θαυμαστές αλλά και με τη σκηνοθετική καθοδήγηση δευτερευόντων ηθοποιών ακόμα και κομπάρσων στο πως τις εκφέρουν .
Από πλευράς ηθοποιίας, το «ΜΙΑ ΑΛΗΘΙΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ» γίνεται ταινία της ΕΥΑ ΓΚΡΗΝ, αυτήν αναδεικνύει, το δικό της ταλέντο αφήνει να αποκαλυφθεί και δεν είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει αυτό σε ηθοποιό του Πολάνσκι, ο οποίος έχει αναδείξει ουκ ολίγους κι έχει χαρίσει και Οσκαρ σε κάποιους . Και στην Εύα Γκρην ο Πολάνσκι προσφέρει το ρόλο της ανάδειξης, ένα ρόλο που η ηθοποιός τον έχει πιάσει στον «πόντο» που λέμε και τον παίζει με ποικιλία αποχρώσεων, κυρίως, όμως με μπόλικες άνω τελείες- τι εννοώ; Ότι σε καμμία της σκηνή δεν καταλήγει πλήρως σε κάτι, κάπου ανάγλυφα, η έκφραση της μένει «ανολοκλήρωτη» ώστε να μην προδίδει στο θεατή τα αληθινά της συναισθήματα κι έτσι να τον κρατάει σε αγωνία γύρω από τις προθέσεις της κι από ποιά πραγματικά είναι.
Ο Πολάνσκι όσο κι αν λατρεύει την ΕΜΑΝΟΥΕΛ ΣΕΝΙΕ κι επιδιώκει τα τελευταία 30 χρόνια να την επιβάλει ως πρωταγωνίστρια, έχει τη διαύγεια του καλλιτέχνη να ξέρει μέχρι που φτάνουν τα όρια της. Και τα όρια της είναι πολύ περιορισμένα, ελάχιστα. Βέβαια, η καλή της ωρίμανση δίπλα του, διότι ως γυναικεία προσωπικότητα έχει αποδειχτεί σοβαρότατη και διακριτικότατη, φαίνεται στο πρόσωπο της, έχει αποτυπωθεί στη μορφή της, έχει βαρύνει, έχει μεγαλώσει, κι ο Πολάνσκι ξέρει μέχρι ποιού σημείου θα προβάλει την ωρίμανση της αλλά γνωρίζει πως χρειάζεται από δίπλα και μια ηθοποιό με ταλέντο ολκής ώστε να βγάλει τη δουλειά τη δύσκολη. Η Εύα Γκρην το πέτυχε και μπράβο της. Φυσικά, αν για το ρόλο της συγγραφέως αντί για την Εμανουέλ Σενιέ είχε την… Τζέσικα Λανγκ φερειπεί, τότε θα είχε κάνει άλλη σκηνοθεσία και θα είχε βάλει άλλη ηθοποιό για το ρόλο της θαυμάστριας, εκεί μάλλον θα μετατόπιζε και το κέντρο βάρους.
Συμπέρασμα: Δεν ανήκει στα μεγάλα φιλμ της συνολικής παραγωγής του Ρομάν Πολάνσκι, ούτε όμως και στα αποτυχημένα του όπως ήταν το «Τι;» ή «Ο Θεός της σφαγής» κι ως ένα βαθμό κι η παρεξηγημένη «Αφροδίτη με βιζόν». Επαναλαμβάνω πως είναι ταινία που βλέπεται με ενδιαφέρον διότι το μυστήριο έχει τους λόγους του.