Εδώ βλέπω κι ένα ικανότατο σκηνοθέτη, ο οποίος έχει γράψει και το απίθανο σενάριο , ονομάζεται ΖΕΛΑ ΜΠΑΜΠΛΟΥΑΝΙ, είναι Γεωργιανός, πολιτογραφημένος Γάλλος, που πήγε στη Γαλλία για σπουδές κι έμεινε – κάπως έτσι δεν έγινε κάποτε και με τον δικό μας Κώστα Γαβρά που κι εκείνος συμπτωματικά από το αστυνομικό δεν ξεκίνησε με το «ΔΙΑΜΕΡΙΣΜΑ ΔΟΛΟΦΟΝΩΝ»;-και δείχνει γνώσεις βαθιές και τεράστια ικανότητα. Αν δεν ήμουν ΕΡΓΟΚΕΝΤΡΙΚΟΣ θα άρχιζα τα «εγεννήθη ημιν σκηνοθέτης» κλπ, αλλά αφού είμαι θα μείνω στην ταινία κι όχι στις προφητείες για την παραπέρα πορεία του αφού και το μέλλον άδηλον.
Θα μείνω στην ταινία, που με χαροποίησε ιδιαιτέρως, που με γέμισε απόλυτα, που είναι ιδεώδης για την θερινή περίοδο κι αυτό δεν την υποτιμά, αντίθετα την ανεβάζει. Διότι το καλοκαίρι στον υπαίθριο χώρο, αξιώνει έργα πιό ανάλαφρα αλλά να έχουν και μια ποιότητα. Το αστυνομικό είδος ταιριάζει γάντι στις καλοκαιρινές διαθέσεις κι είναι χαρά να βλέπεις σε υπαίθριο χώρο ένα τέτοιο αστυνομικό, που και το μυαλό κρατεί σε εγρήγορση και δεν σε αφήνει λεπτό να χαλαρώσεις και που όλα αυτά προέρχονται από την έξυπνα στημένη υπόθεση, από την πλοκή, τις ανατροπές και τα εμπόδια όπου μεγάλο μέρος τους μπορούμε να πούμε ότι άπτεται της ψυχολογίας των ηρώων και μέσα από την ψυχολογία βγαίνει κι η δράση.
Στη Χάβρη μας μεταφέρει η υπόθεση, στο λιμάνι της Χάβρης, όπου πρώτα από όλα, ως πρώτη σύσταση μας εντυπωσιάζει η φωτογραφία κι ο τρόπος που είναι φωτισμένο το λιμάνι, είναι ένας φωτισμός που αποτυπώνει την γκριζάδα του συγκεκριμένου λιμανιού και της πόλης την οποία έχω επισκεφτεί και τη βρίσκω άκρως μελαγχολική , όμως η φωτογραφία με τους ψαγμένους και σύνθετους φωτισμούς ενώ αποτυπώνει την αλήθεια, την μεταβάλει σε σινεμά κι οι φωτισμοί είναι για να φωτίσουν δράση κι όχι ντοκουμέντο. Διότι πρέπει να ανταποκριθούν και στην κίνηση της κάμερας ,η οποία δουλεύει για να εξυπηρετήσει το μοντάζ το οποίο έχει κατά νου ο Γεωργιανός με τον τρόπο που γράφει το σενάριο το οποίο στη συνέχεια θα σκηνοθετήσει. Είναι εντελώς διαφορετική η φωτιστική προσέγγιση του λιμανιού από εκείνη φερειπείν της ταινίας του ΑΚΙ ΚΑΟΥΡΙΣΜΑΚΙ περί «Χάβρης» που ήθελε το λιμάνι ως απόλυτα ρεαλιστικό. Χώρια ότι η φωτιστική αντίληψη επεκτείνεται και στους εσωτερικούς χώρους, τους εξαίρετα επιπλωμένους και διακοσμημένους , και γίνεται απολύτως ενιαία.
Εκεί λοιπόν σε αυτή τη Χάβρη, τρία νεαρά άτομα, δύο παλικάρια και μια κοπέλα που είναι αδελφή του ενός και αμόρε του άλλου, αποφασίζουν να κάνουν μια ληστεία για να ξεφύγουν από τη χαμοζωή. Το αποφασίζουν όταν η κοπέλα θα δει μια συναλλαγή μέσα σε ένα μπαρ με μια βαλίτσα γεμάτη χαρτονομίσματα που παραλαμβάνει κάποιος ευκατάστατος ενώ έχει προηγηθεί ο εντοπισμός φορτίου κοκαϊνης σε ένα καράβι, όπου η κοκαίνη ήταν συμφερόντων διακίνησης δύο Ιταλών αδελφών οι οποίοι και συνελήφθησαν. Η κοπέλα ενημερώνει τους δύο νεαρούς για τη λεία κι αποφασίζουν να πάνε στο πλουσιόσπιτο και να κλέψουν τη βαλίτσα. Ομως βρίσκονται ενώπιον ανατριχιαστικού θεάματος: Ο κάτοχος της βαλίτσας έχει μόλις κρεμαστεί!!!! Μια κρίση ανθρωπισμού, διότι είναι κι άβγαλτα παιδιά, τους ωθεί στο να «ξεκρεμάσουν» τον αυτόχειρα όταν διαπιστώνουν ότι ζει, ότι μόλις είχε προβεί στην πράξη. Του σώζουν τη ζωή, παίρνουν τη βαλίτσα με τα εκατομμύρια, κάνουν επί τόπου τη μοιρασιά αλλά έρχεται η απληστία : Ο αδελφός της κοπέλας, στο δωμάτιο που φυλασσόταν η βαλίτσα είχε δει εντοιχισμένο χρηματοκιβώτιο. Κι όπως έλεγε ο ΚΑΛΒΙΝΟΣ «ΣΤΟΝ ΗΧΟ ΤΟΥ ΧΡΗΜΑΤΟΣ ΑΦΥΠΝΙΖΕΤΑΙ Ο ΔΙΑΒΟΛΟΣ». Και ζητεί να γυρίσουν στο πλουσιόσπιτο για να κλέψουν ΚΑΙ το χρηματοκιβώτιο. Αυτός με την αδελφή του. Διότι ο τρίτος , που είναι και Σέρβος μετανάστης κι είχε και κάτι μπλεξίματα με ομοεθνείς του του υποκόσμου , είχε κατέβει από το αυτοκίνητο μετά την κλοπή της βαλίτσας και δεν γνώριζε ότι τον φίλο του και συνεργό του τον καβάλησε ο διάβολος. Πάνε λοιπόν στο σπίτι το αγόρι με την αδελφή του και τότε όλα ανατρέπονται διότι το θύμα που του είχαν σώσει τη ζωή, έχει προλάβει να ανασηκωθεί διότι δεν είναι όποιος κι όποιος αλλά σημαίνον κυβερνητικό στέλεχος , που εκβιάζεται για υπεξαίρεση της λείας από τους μαφιόζους.
Από εδώ και πέρα το τι συμβαίνει, άπτεται μόνο της κινηματογραφικής απόλαυσης. Το παραδοσιακό γαλλικό αστυνομικό, εκείνο των πρωτινών δεκαετιών (’40, ’50 αλλά και ’60 κι ’70) ξαναγεννιέται παντρευόμενο με την αμερικάνικη δράση, η οποία δεν έλειπε ούτε από το τότε γαλλικό, η ψυχολογία των χαρακτήρων γίνεται μοχλός της δράσης, η εξέλιξη κι η κλιμάκωση είναι πρώτης γραμμής και μέσα σε όλα τα άλλα θαυμάζεις και τον τρόπο με τον οποίο εκθέτει τις γνώσεις του ο σεναριογράφος-σκηνοθέτης, τι τρόπο βρίσκει για να κλείσει το σενάριο έτσι όπως το ξεκίνησε που είναι και κανόνας της σεναριογραφίας!!!
Όλα τα πρόσωπα είναι χαρακτήρες εξού και μέσα από τον καθένα καταφέρνει και προβάλει κάποιο περιεχόμενο, κάποιο νόημα, χωρίς να ξεφεύγει ούτε πόντο από το είδος. Όταν συμβαίνουν αυτά, έχουμε ποιότητα.
Οι ηθοποιοί δεν είναι γνωστοί, αποδίδουν θαυμάσια, σημειώνω τον πιο γνωστό από όλους, τον ΜΠΕΝΟΥΑ ΜΑΖΙΜΕΛ, ελαφρώς αδυνατισμένο σε σχέση με την εμφάνιση του στην «ΟΔΥΝΗ», πάντα καλό ηθοποιό, έχει χάσει το πρωταγωνιστικό του αλλά γίνεται εξαίρετος supporting και ρολίστας, κι εδώ , σε σχετικά σύντομο ρόλο, κάνει μια θαυμάσια απόδοση του ρόλου του εκτελεστή.
Τη συνιστώ την ταινία και για κινηματογραφικούς και για καλοκαιρινούς λόγους .