Η «ΔΙΑΔΟΧΗ» είναι πολύ μελετημένη ως είδος και πάνω στο είδος, η «Διαδοχή» ξεκινά ως δράμα παρόλο ότι η ατμόσφαιρα έχει εξ αρχής δηλωθεί τόσο από πλευράς ντεκόρ όσο και κυρίως από πλευράς φωτογραφίας με φωτισμούς που φτιάχνουν κλίμα φιλοξενίας είδους κι όχι εφετζίδικες καταστάσεις για τρόμο και με κίνηση κάμερας άριστη που θα ανεβάσει την ένταση κατά την κλιμάκωση της ταινίας με βοηθό τον ήχο, τον εξαίρετο ήχο.
Η «Διαδοχή» ξεκινά ως δράμα, ως ένα δράμα πάνω στο πένθος. Θεωρώ ότι αυτό είναι κι από τα βασικά του προσόντα, όπως βασικό προσόν και στο «Τρέξε» ήταν ο ρατσισμός ως βάση της ταινίας πάνω σε ένα κοινωνικό ζήτημα ή στο «Ησυχο μέρος» η οικολογική καταστροφή.. Βεβαίως κι είναι προσόν διότι βάζει στην ταινία στέρεες βάσει ώστε να μπορέσει να αναπτυχθεί. Μία από τις βάσεις αυτές είναι η ύπαρξη χαρακτήρων εξού και σε αυτά τα τελευταία θρίλερ βλέπουμε κι εκπληκτικές ερμηνείες. Στα δύο φετινά, είδαμε τις δύο πρώτες εκπληκτικές γυναικείες ερμηνείες του έτους, της Εμιλυ Μπλαντ στο «ήσυχο μέρος», της ΤΟΝΙ ΚΟΛΕΤ στη «Διαδοχή». Για να μιλήσουμε στην κριτική για ερμηνείες πρέπει να είμαστε σε θέση μιάς κάποιας αξιολόγησης με βάση αυτό που παίζουν κι αυτό που παίζεται πρέπει να διαθέτει υπόστρωμα κι όχι να νομίζουν για ερμηνεία το ότι απλώς στρίγγλισε «πειστικά» η ηθοποιός , ας πούμε. Οσο πειστικά κι αν στριγγλίσει, αν δεν υπάρχει ρόλος η ερμηνεία περιορίζεται σε μια επισήμανση και τίποτε περισσότερο. Η ερμηνεία είναι κάτι διαφορετικό.
Η ΤΟΝΙ ΚΟΛΕΤ δίνει πράγματι μα εξαιρετική ερμηνεία παρόλο ότι στην κλιμάκωση του ρόλου της το υστερικό στοιχείο διαρκώς επαυξάνεται κι η ηθοποιός πρέπει να το κουλαντρήσει χωρίς όμως και να τα μειώσει ή να το «κάψει».
Σε όλα αυτά βοηθεί η υποδομή δράματος που υπάρχει όπου μέχρι τη μέση της ταινίας βλέπουμε ένα δράμα στο οποίο υφέρπει απειλή. Αρα, ικανός ο σκηνοθέτης , ονόματι ΑΡΙ ΑΣΤΕΡ, που έχει γράψει και το σενάριο, να μας βάλει στο κλίμα, στο κλίμα του πένθους. Οπου σε μια οικογένεια, σε ένα σπίτι, πεθαίνει η υπερήλικη γιαγιά η οποία , όπως μαθαίνουμε σιγά σιγά , κατά την εκτύλιξη του πένθους, τους είχε ρημάξει τη ζωή. Δεσποτική, παρεμβατική, ήθελε σε όλα να έχει το γενικό πρόσταγμα και να ρυθμίζει τις ζωές των άλλων. Πεθαίνει η γιαγιά, μένουν οι τέσσερις της πυρηνικής οικογένειας, πατέρας, μάνα, γιός, κόρη , ο καθένας εκδηλώνει με τον τρόπο του τα του θανάτου της γιαγιάς, φορείς του προβλήματος γίνονται η μάνα κι η κάπως σαν παραμορφωμένη και σίγουρα προβληματική 13χρονη κόρη. Κι ενώ η μάνα πηγαίνει σε συγκεντρώσεις ψυχολογικής υποστήριξης και βγάζει σιγά σιγά τα του πένθους της και της ζωής που της κατάστρεψε η μεταστάσα, πεθαίνει κι η προβληματική 13χρονη κόρη. Με αφορμή μια κρίση ασθματικού πνιγμού που καταλήγει σε βίαιο τροχαίο ατύχημα και σκοτώνεται ενώ οδηγούσε ο αδελφός της που την έτρεχε στο νοσοκομείο για να την σώσει. Η κατάσταση πλέον στο σπίτι γίνεται αφόρητη για τους τρεις εναπομείναντες και η μάνα που έχει βυθιστεί στο πένθος και που σαν να παίρνει σιγά σιγά το ρόλο της γριάς, σαν να γίνεται σταδιακά η μάνα της, επιβαρύνει τη θέση και των άλλων. Κι ως εξ ουρανού, μια γυναίκα που πενθεί κι αυτή παρόμοιες απώλειες της μιλά για ένα μέντιουμ, για «σεάνς» επίκλησης ψυχών, που επικοινωνούν με δικούς τους χαμένους ανθρώπους κι ότι η «σεάνς» αυτή κάνει θαύματα…
Εδώ αρχίζει κι επισημοποιείται το πέρασμα της ταινίας στο καθαρόαιμο θρίλερ και για το τέλος πιά, η ταινία είναι πρόθυμη κι αποφασισμένη να το φτάσει στα άκρα.
Από πλευράς συνέπειας, αυτό την τιμά .Παρέμεινε συνεπής με αυτό που ήθελε να κάνει κι αυτό που ήθελε ήταν ξεκάθαρα το θρίλερ κι όχι το ψυχολογικό δράμα. Από γνώσεις δραματουργίας και δομής το έφτιαξε το δράμα ώστε να στηρίξει το θρίλερ. Εδώ, όμως, στην κλιμάκωση προς τα άκρα αρχίζει κι ο διχασμός των θεατών, η διαίρεση σε δύο ομάδες.
Η μία «ομάδα» αποτελείται από αυτούς που το επικροτούν. Κι αυτοί θα χωριστούν σε δύο υποδιαιρεσεις, στους «σπλατεράδες» που θέλουν αίμα ή μπόλικη μεταφυσική και τρόμο και σε εκείνους που έχουν μπει στο κλίμα της ταινίας και καταλαβαίνουν τι κάνει ο σκηνοθέτης ή τι ήθελε να κάνει κι έμεινε συνεπής.
Υπάρχει, όμως, κι η άλλη ομάδα η οποία αποκλείεται να μην αντιδράσει κι είναι η ομάδα εκείνη που ποτέ δεν στάθηκε φιλική στα θρίλερ, σε κανένα είδος, σε καμιά υπογραφή, τουλάχιστον στον ενεστώτα χρόνο όταν συνέβαινε. Με την απαξιωτική λέξη «βλακεία» εξέφραζε τον αποτροπιασμό της προς το είδος και μην κοιτάτε τι γίνεται τώρα που κάποια έργα του είδους έμειναν κλασικά αλλά να σας πω εγώ τι γραφόταν για έργα σαν την «ΕΚΡΗΞΗ ΟΡΓΗΣ» φερειπείν του Ντε Πάλμα και πως κατηγορούσαν για βλακεία το φινάλε με την καταστροφή του σχολείου ή το χέρι που έβγαινε από τον τάφο και γράπωνε την παλάμη της πενθούσας συμμαθήτριας. Η για την «Προφητεία» που τη χαρακτήριζαν «φόλα» ενώ δεν γλύτωναν ούτε ο «Εξορκιστής» ούτε και το σεβάσμιο στη συνέχεια «Μωρό της Ρόζμαρι». Τα έχω ζήσει και τα ξέρω.
Συνεπώς κι εδώ, το τελευταίο μέρος κάλλιστα μπορεί να προκαλέσει την ειρωνεία ή την απαξίωση , ωστόσο στα πλαίσια του είδους η ταινία είναι εξαιρετικά συνεπής. Διότι μας υπενθυμίζει με την κλιμάκωση και την κατάληξη ότι εδώ δεν ήρθαμε για δράμα αλλά για θρίλερ.
Ωστόσο οι ηθοποιοί παίζουν τους ρόλους τους σαν να ήταν χαρακτήρες δράματος. Τους έχει αφήσει ο σκηνοθέτης να κινηθούν προς αυτή την κατεύθυνση . Η Τόνι Κολέτ που έχει μια παρακαταθήκη στο είδος που ήταν κι η μοναδική υποψηφιότητα για Οσκαρ στην ως τώρα καριέρα της, στην «Εκτη αίσθηση» για εκείνη τη σκηνή στο αυτοκίνητο με το γιό της και πως διαχειριζόταν τον τρόμο της αναγνώρισης ότι το παιδί της πράγματι βλέπει φαντάσματα και δεν είναι φαντασιόπληκτο, εδώ στήνει με περίτεχνο τρόπο ερμηνευτικά το δράμα προετοιμάζοντας το ερμηνευτικό πέρασμα της στο θρίλερ και στο πως θα διαχειριστεί τους υστερισμούς. Κι ο νεαρός ΑΛΕΞ ΓΟΥΛΦ, που παίζει το ρόλο του γιού κι είναι ο καλύτερος μετά την Κολέτ, ακριβώς επειδή κρατά ισορροπίες περνώντας από το δράμα στο θρίλερ κι επίσης , η ΜΙΛΛΥ ΣΑΠΙΡΟ , κυρίως ως επιλογή casting που παίζει την 13χρονη κόρη, αν κι η φάτσα ,λόγω στάσης του σεναρίου απέναντι στο ρόλο, δεν αξιοποιείται στο έπακρο αλλά συμμετέχει μόνο ως κλίμα στο κλίμα της ταινίας. Ο ΓΚΑΜΠΡΙΕΛ ΜΠΕΡΝ στο ρόλο του πατέρα έκανε τα λίγα που του όριζε ο ρόλος αλλά ήταν «εκεί» (εννοείται!) κι ανταποκρίθηκε στο ρόλο – νότα του έργου η ΑΝΝΑ ΝΤΑΟΥΝΤ, η πενθούσα που συστήνει στην Κολέτ τις «σεάνς».