Το «ΕΝΑ ΑΞΕΧΑΣΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ» είναι μια τέτοια περίπτωση κι αν ο ελληνικός τίτλος δεν περιέπιπτε στην κοινοτοπία (πόσα «αξέχαστα καλοκαίρια» υπάρχουν σε ελληνικούς τίτλους ξένων ταινιών; Αναρωτιέμαι) θα μπορούσε να έχει και μεγαλύτερη αποδοχή.
Θα μπορούσε, πράγματι;
Το έργο είναι εκ προοιμίου συγκινητικό αφού έχει για ηρωίδα ένα κοριτσάκι που έχει χάσει τους γονείς του και πηγαίνει να μείνει με τους θείους του. Οι θείοι του φέρονται θαυμάσια, υπάρχει και μια ξαδελφούλα, ένα μικρό παιδί, μικρότερο από την ηρωίδα που θα μπορούσε να γίνει η καλύτερη παρέα, αλλά του παιδιού του λείπουν οι γονείς του. Κι ενώ θα μπορούσαν όλα να είναι ρόδινα και τέλεια, για το παιδί δεν είναι. Εκδηλώνει παράξενες συμπεριφορές που ίσως να κρατούν από το DNA, που μπορεί να έχει κληρονομήσει από τη μητέρα του η οποία ήταν μάλλον αντισυμβατική φύση..
Η περίπτωση είναι συμπαθητική, το έργο , όμως, δεν θα λέγαμε ότι είναι και κάτι σπουδαίο παρά το γεγονός ότι συγκινεί κι από αυτή την άποψη κάνει σωστά τη δουλειά του. Στο κάτω –κάτω, το ορφανό το διάλεξαν για να συγκινήσουν φαντάζομαι κι όχι για να ….αποστασιοποιήσουν. Οπου πάει να αποστασιοποιηθεί, το έργο «καθίζεται», όταν πάει να συγκινήσει κρύβει λυγμό, όταν στρέφεται στον ψυχισμό και την αντισυμβατική συμπεριφορά της μικρής εκεί γίνεται πιό προσιτό αλλά από κάτω υπενθυμίζεται διαρκώς η ορφάνια και μας ρίχνει. Διότι σε ένα δράμα, χρειάζεται πάντα μια εκτόνωση. Το δράμα κι η μελοδραματική του κορύφωση εκτονώνουν την κατάσταση και καθαρίζουν τον θεατή. Εδώ , φεύγει λυπημένος χωρίς να έχει καθαριστεί πλήρως. Ισως για αυτό «άρεσε» σε Φεστιβάλ που ταξίδεψε εδώ κι εκεί, όπου τα έργα κρίνονται πολλές φορές με αντίθετες προς το κοινό διαθέσεις, που καλούν στη συνέχεια το κοινό να απεμπολήσει τις αληθινές του διαθέσεις και να παραστήσει ότι είναι «φεστιβαλιζόμενο» ενώ στις Ακαδημίες όσο προχωρούσε ..κατέβαινε: Στα «ΓΚΟΓΙΑ» της Ισπανίας τιμήθηκε με το βραβείο supporting ο συμπαθής ηθοποιός που παίζει το θείο της μικρής και πήρε και δύο σε «πρωτοεμφανιζόμενες» κατηγορίες (για τη μικρή και για τη σκηνοθέτη ΚΑΡΛΑ ΣΙΜΟΝ)(τα λεγόμενα «ΒΡΑΒΕΙΑ ΕΠΙΕΙΚΕΙΑΣ, όπου κι όταν υπάρχουν), στην ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΑΚΑΔΗΜΙΑ προτάθηκε μόνο στη κατηγορία πρωτοεμφανιζόμενου, στα ΟΣΚΑΡ στη συνέχεια που το υπέβαλε η Ισπανία διαλέγοντας καταλανικό έργο για τη χρονιά αυτή , για λόγους ισπανικής πολιτικής, δεν είχε καμμία τύχη ανάμεσα σε 93 υποβολές άλλων χωρών, δεν ήταν κάτι παραπάνω από ένα δράμα με ένα ορφανό που του λείπει η μητέρα του. Εχουμε δει, κι αν έχουμε δει, τέτοια .
Παραμένει μια συμπαθής περίπτωση επειδή συναισθηματικά μας άγγιξε το ορφανό αλλά και βάρυνε το συναίσθημα μας παρόλο ότι η ταινία αντιμετώπιζε ενίοτε με χιούμορ τις «τσογλανιές» της μικρής. Βέβαια, υπάρχει το άλλοθι ότι «βλέπει τον κόσμο με τα μάτια της παιδικής ηλικίας» - το θέμα είναι τι βλέπει. Παιδική ηλικία και παιδικό πένθος γίνονται ένα και «βγαίνοντας» από την ταινία θυμήθηκα ένα παιδικό τραγουδάκι που μας μάθαιναν στο Δημοτικό, στο μάθημα της Ωδικής, όπου όσο μεγάλωνα το απέρριπτα ως διεστραμμένο, όχι τόσο το τραγούδι όσο ως ύλη του υπουργείου να διδάσκονται τέτοια σε παιδιά, και θυμάμαι που στη διάρκεια του μαθήματος πολλά παιδιά έκλαιγαν αλλά η συγκεκριμένη δασκάλα επέμενε σαδιστικά.. Ελεγε το τραγούδι «δεν έχει τ’ορφανό δεν έχει/μητέρα για να τ’ αγαπά/για τούτο μες στους δρόμους τρέχει/και μπρος στους άλλους σταματά/δεν έχει ποιος να του χαρίσει/γλυκά κι ολόθερμα φιλιά/δεν έχει ποιος να του σφουγγίσει/τη δακρυσμένη του ματιά/τη νύχτα μόνο του κοιμάται/χωρίς της μάνας το φιλί/και λυπημένο συλλογάται/τη μητερούλα την καλή/αχ το ορφανό μόνο γνωρίζει/να σας το πει αυτό μπορεί/κάθε μητέρα τι αξίζει/κι όποιος την έχει ας τη χαρεί»
Αν είναι δυνατόν!
Ε, αυτό το τραγούδι ξεπήδησε στο νου μετά από κάτι.. αιώνες, βλέποντας αυτή την ταινία