Επίσης, σε αναφορά με τον Μίκη του τίτλου, η ταινία δεν ήταν και τόσο b- movie στην εποχή της όσο ήταν η ίδια η εταιρία , μια εταιρία ξέχωρης αξίας, η Hammer Films, η οποία κατέληξε να ονομάζεται Hammer Horror , επειδή, όπως το θέατρο «Γκραν Γκνόλ» του Παρισιού, είχε κι αυτή τη δική της αποκλειστικότητα, να κάνει έργα τρόμου. Βλέπετε, τότε οι εταιρείες είχαν η κάθε μία το δικό της ύφος: Η «Μetro Goldwyn Mayer» τη λάμψη των σταρ, η «Warner» τα γκανγκστερικά φιλμ και τα κοινωνικά δράματα , η «Universal» από τα μεταπολεμικά χρόνια και κυρίως του ’50 παρέλαβε το «γκλάμ» όταν ενεργοποιήθηκε ο παραγωγός ΡΟΣ ΧΑΝΤΕΡ (και χρεώνουν λάθος λόγω θεωρίας του auter το είδος στο σκηνοθέτη ΝΤΑΓΚΛΑΣ ΣΕΡΚ ,ένα είδος που ήταν του παραγωγού κι απλώς ο Χάντερ είχε με τον Σερκ καλή συνεννόηση κλπ) και κάτι ανάλογο ίσχυε και για τις μικρές εταιρείες. Η Hammer Films , προχωρημένη όπως το «Γκραν Γκνιόλ», ιδρύθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 30 με έδρα το ΛΟΝΔΙΝΟ, ήταν καθαρώς βρετανικής σύλληψης αλλά λόγω επιτυχημένων αποτελεσμάτων του είδους συνεργάστηκε ενίοτε στενά με την Warner….. Κι έβγαλε έργα όπως ο «ΦΡΑΝΚΕΣΤΑΪΝ», η «ΜΟΥΜΙΑ» κι άλλα εκλεκτά του είδους
Θέλω να πω πως ο Μικης δεν συνεργάστηκε με κάτι ό,τι – ο,τι όσο κι αν το είδος στις μέρες μας παραπέμπει σε κάτι τέτοιο λόγω ευκολιών ταμπέλας.
Οσο για το Μίκη, που αν δεν το καταλάβατε ένας είναι ο Μίκης, ο ΜΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ πραγματικά κάνει εντύπωση η εμπλοκή του σε αυτή την ταινία, με ποια κριτήρια άραγε τον σκέφτηκαν για να τον προσκαλέσουν αλλά και τα ΘΑΥΜΑΣΤΑ αποτελέσματα του Μεγάλου ,σε ένα είδος που δεν μας έχει συνηθίσει και που οι πολλοί ούτε καν θα υποπτεύονταν πως μπορεί να είχε περάσει από τους πάγκους του.
Κι ομολογώ ότι η μουσική του με κατέπληξε απολύτως ευχάριστα. Και το λέω αυτό, όχι μόνο για το είδος και τη σχέση του Θεοδωράκη μαζί του αλλά και για την γένει παρουσία του στην κινηματογραφική μουσική διότι ο ΜΕΓΑΛΟΣ Μίκης μας είναι ένας ΤΙΤΑΝΑΣ της Μουσικής και του Πολιτισμού, δεν είναι όμως αυτό που θα λέγαμε «κινηματογραφικός συνθέτης» κι ας έχει ντύσει πολλές ταινίες με θέματα του. Και μερικές έχουν γίνει και θρυλικές χάρη στη μουσική του. Μόνο που η μουσική αυτή, όπως στο «ΖΟΡΜΠΑ» ή στο «Ζ» ή το φινάλε στο «ΣΕΡΠΙΚΟ» είναι ή ορχηστρικά τραγουδιών ή έτοιμες μουσικές από προηγούμενες εκτελέσεις. Μόνο η «ΗΛΕΚΤΡΑ» του Κακογιάννη είναι η κατεξοχήν «κινηματογραφική» μουσική του, βγαίνει μέσα από τα σπλάχνα της ταινίας για την οποία γράφεται. Στη «ΦΑΙΔΡΑ» το μουσικό θέμα είναι κι αυτό τραγούδι επί της ουσίας, απλά χωρίς στίχους, οι στίχοι μπήκαν εκτός ταινίας κι εκ των υστέρων. Αν οι στίχοι υπήρχαν στην ταινία και το «Αστέρι μου, Φεγγάρι μου» ακουγόταν ως τραγούδι, θα είχε πάρει και το Οσκαρ, όπως ο Μάνος με «Τα παιδιά του Πειραιά». Δεν το θέλησε όμως ο Ντασέν…..
Εδώ λοιπόν ο Μίκης μας συμπεριφέρεται με απόλυτη κινηματογραφική αντίληψη περί μουσικής, τη σημασία τη μεγάλη της δίνει στην ενορχήστρωση, στη χρήση των οργάνων και όντως συμβάλει στην ατμόσφαιρα του τρόμου με την υπογράμμιση και με τα μέτρα αλλά όχι και με το «καπέλωμα» της μουσικής εις βάρος της εικόνας κι αυτό δείχνει καλή συνεργασία με το σκηνοθέτη. Ο οποίος σκηνοθέτης είναι αποτελεσματικότατος αν και μη φιρμάτος, ο ΤΖΩΝ ΓΚΙΛΙΝΓΚ, από αυτούς που δεν τους αφιέρωσαν γραμμή οι διάφοροι θεωρητικοί της συμφοράς ενώ «ανακάλυψαν» άλλους παρόμοιους του και το πήγαν στην άλλη άκρη λες κι ανακάλυπταν κι εγώ δεν ξέρω ποιόν….
Ο Γκίλινγκ , όμως, ξέρει πολύ καλά τι σκηνοθετεί, ξέρει ότι ζητούμενο είναι το «γκραν γκινιόλ» στην αισθητική της συγκεκριμένης εταιρίας, στην αντιπροσωπευτική σφραγίδα. Και με τον Μίκη συνεργάζονται θαυμάσια. Εχουν κι ένα σενάριο πολύ καλό για το είδος, το οποίο ανήκει σε αυτή τη σχολή, με εμφανείς τις αναφορές στον ΕΝΤΓΚΑΡ ΑΛΑΝ ΠΟΕ, χωρίς να πρόκειται για μεταφορά κανενός βιβλίου του αλλά στο είδος που υπηρέτησε κι επέβαλε ο Πόε.
Σε μια έπαυλη, έτσι κάπως «γοτθική» που λένε, την οποία ενισχύει με μυστήριο η μαυρόασπρη φωτογραφία , υπέροχη, όπου κι αυτή συνεργάζεται εξαιρετικά με τη σκηνογραφία διότι για να κάνεις φωτογραφία πρέπει να σου έχει και «θέμα» ο σκηνογράφος, ακόμα κι αν σου έχει επιλέξει τοπίο ή δειλινό …κι εκεί ακόμα το χρώμα του σκηνογράφου θα ακολουθήσεις, δολοφονείται η αρχόντισσα της έπαυλης, από τον άνδρα της με συνεργούς ένα ζεύγος υπηρετών, οι οποίοι φροντίζουν να εξαφανίσουν το πτώμα. Όμως το φονικό έχει γίνει μπροστά στη γάτα, που ήταν κι η αγαπημένη γάτα της κυράς. Κι αναλαμβάνει η γάτα να τους κάνει τη ζωή κόλαση. Να θέλουν να την εξαφανίσουν και να μην τα καταφέρνουν . Κι η γάτα να τα έχει δει όλα και να συμπεριφέρεται ανάλογα και να υποδεικνύει με τον τρόπο της κρυμμένες ενέργειες στα νέα πρόσωπα που καταφθάνουν κάθε τόσο στην έπαυλη, από αστυνομία μέχρι συγγενείς διότι ερευνάται η εξαφάνιση αλλά ελέγχονται και τα περιουσιακά στοιχεία και τα εξ αυτών κληρονομικά. .. όπως συμβαίνει πάντοτε με τις ύποπτες υποθέσεις.. Κι η ξέχωρη αγάπη που θα δείξει η γάτα στην καλή ανιψιά κλιμακώνει τον τρόμο..
Δεν παίζουν φίρμες στην ταινία , ο ΑΝΤΡΕ ΜΟΡΕΛ κάνει το σύζυγο, η ΜΠΑΡΜΠΑΡΑ ΣΕΛΛΕΥ την ανιψιά κλπ αλλά όλοι είναι μέσα στους ρόλους τους και στην ατμόσφαιρα τους
Οσο για τη μουσική του Μίκη, στα τελευταία μέτρα των τίτλων φινάλε, εκεί διαφοροποιείται από το θαυμαστό τρόμο που είχε ενορχηστρώσει και μεταβαίνει σε κάτι πιο «αλέγκρο» ώστε να κάνει αντίστιξη με τους υπαινιγμούς του φινάλε κι ως ήχος πάει να προλάβει να θυμίσει ελληνικό ήχο αλλά σβήνει γρήγορα….
ΥΓ. Το αληθινό GRAND GUIGNOL, το θέατρο στο Παρίσι, παρέδωσε τα κλειδιά του στην Ιστορία, ένα χρόνο μετά την ταινία. Η «Χάμερ» συνέχισε τις παραγωγές της κι άρχισε να ερωτοτροπεί και με την τηλεόραση, ο σκηνοθέτης μεταφέρθηκε αργότερα κι αυτός στη μαυρόασπρη τηλεόραση κι έκανε και μερικά επεισόδια του Σάιμον Τέμπλαρ, του «Αγιου» που δόξασαν τον Ρότζερ Μουρ.