Επισημαίνω τη διαφορά των δύο συνωνύμων διότι η λέξη λιτότητα στις μέρες μας έχει προσλάβει τη διάσταση της στέρησης, της έλλειψης. Το «απέριττο» είναι αυτό που πάνω του δεν έχει τίποτε το περισσό, τίποτε το άχρηστο, τίποτε που να μπορούσε να έλειπε και δεν λείπει. Ενώ όταν μιλάμε για «λιτότητα», είτε λέμε για «λιτό γεύμα» είτε για «λιτό φιλμ» είτε για «λιτότητα στην οικονομία», με τη στέρηση συνδιαλεγόμαστε.
Με τη στήλη αυτή, που θα αποθηκεύεται στο section«κριτικές», καθιερώνω κάτι που ήθελα από καιρό, που δεν μπορούσα να το κάνω από τις εφημερίδες και το οποίο πολύ αγαπώ: Την κριτική ταινιών περασμένης εσοδείας, που δεν φιλοξενήθηκαν όταν πρωτοβγήκαν στις αίθουσες. Αυτό το έκανα σκοπίμως επειδή πάντα νοσταλγώ την β’ προβολή γιατί μας έδινε τη δυνατότητα να δούμε τα έργα που δεν είχαμε προλάβει, είτε μεταφερόμενα σε συνοικιακά σινεμά του χειμώνα (που πιά δεν υπάρχουν) είτε σε θερινά όπου ξαναβλέπαμε ή αφήναμε να δούμε εκεί κάποια φιλμ επίτηδες. ΚΙ ΕΠΕΙΔΗ ΠΙΣΤΕΥΑ ΚΑΙ ΠΙΣΤΕΥΩ ΑΚΡΑΔΑΝΤΑ ΟΤΙ Η ΚΡΙΤΙΚΗ ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΞΑΝΤΛΕΙΤΑΙ ΣΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΕΒΔΟΜΑΔΑ ΑΛΛΑ ΝΑ ΕΠΑΝΕΡΧΕΤΑΙ ΜΑΖΙ ΜΕ ΤΑ ΕΡΓΑ ΑΠΟΔΕΙΚΝΥΟΝΤΑΙ ΤΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΟΥΣ. Ξεκινώ λοιπόν το παιδικό μου παιχνίδι με ΤΟ ΜΟΝΟΠΑΤΙ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ (A walk among the tombstones).
Δεν γνωρίζω τι μπορεί να έφταιξε κι όλα σε αυτή την ταινία να πήγαν λάθος. Ακόμα κι ο ΜΠΕΝΙΤΣΙΟ ΝΤΕΛ ΤΟΡΟ που ήταν ο πιο ενδεδειγμένος για το ρόλο. Όταν όμως ο ρόλος δεν υπάρχει;
Ο Ολιβιέ Ασαγιάς, από ό, τι βλέπω στην εξέλιξη του, τείνει περισσότερο προς το «σκηνοθέτης» παρά προς το «auteur», παρόλο ότι αρχικά πήγαινε στους τελευταίους να ενταχθεί ή πήγαιναν να τον εντάξουν. Τα «σύννεφα του Σιλς Μαρία» είναι ξεκάθαρα πάνω σε αυτό.
Ωραίος ο καινούργιος “Mad Max», ωραίος κι ο ΤΖΟΡΤΖ ΜΙΛΕΡ, ο οποίος βάλθηκε- και το πέτυχε- να ανανεώσει το blockbuster που τον είχε κάνει διάσημο κι είχε επιβάλει στο κινηματογραφικό στερέωμα τον Μελ Γκίμπσον. Τώρα η σκυτάλη πέρασε στον άξιο , ανερχόμενο ΤΟΜ ΧΑΡΝΤΥ αλλά μην υποτιμάμε και την ΣΑΡΛΙΖ ΘΕΡΟΝ.
Ένα ακόμα ωραίο δράμα από την Δανή ΣΟΥΖΑΝΕ ΜΠΙΕΡ, η οποία, στο προηγούμενο φιλμ της, που γύρισε στο Χόλυγουντ, την «Serena», είχε παρουσιάσει σοβαρή κάμψη, ήρθε να μας προτείνει τη δραματική απόλαυση. Εδώ ξαναβρίσκει τη φόρμα της, κυρίως τον «δανέζικο» εαυτό της. Είναι μια θαυμάσια αφηγήτρια δραματικών ιστοριών.