Συνήθως τα blockbusters τα «υποδέχονται» με άναρθρες κραυγές τύπου «wow» ή τα αφορίζουν με μια μονοκοντυλιά.
Όμως πρόκειται για κινηματογραφικό είδος κι απαιτούν κι αυτά την ανάλυση τους και την κριτική τους.
Ο Τζορτζ Μίλερ επέστρεψε ανανεωμένος, τόσο ο ίδιος όσο και το έργο του. Ο Μίλερ αναδείχτηκε με το «Μαντ Μαξ», ωστόσο, έκανε κι άλλα πράγματα στην 30χρονη πορεία του, τα οποία ήταν και διαφορετικά κι έδειξαν πως το ταλέντο του είναι πολύπλευρο. Μας έκανε και κινούμενο σχέδιο, για το οποίο μάλιστα πήρε και Οσκαρ, το «Happy Feet» το 2007, μας έκανε κι οικογενειακό δράμα ιατρικής εμβάθυνσης, τον «Λορέντζο», στο οποίο είχε θυμηθεί τον γιατρό εαυτό του κι είχε προταθεί για Οσκαρ σεναρίου, μας έκανε και τις διασκεδαστικές «Μάγισες του Ηστγουικ». Θέλω να πω ότι ο άνθρωπος , μέσα από τη δουλειά του κι από την ενασχόληση του με τα είδη, απόκτησε πολλαπλές εμπειρίες, εμπλούτισε τον σκηνοθέτη εαυτό του.
Στην επαναφορά του «Mad Max» απέδειξε ότι δεν πήγε μόνο να φάει από τα έτοιμα μιάς παλιάς επιτυχίας μα αντίθετα ανέλαβε το ρίσκο- και δεν ήταν μικρό σε μια τόσο ανταγωνιστική οικονομικά βιομηχανία- να το ανανεώσει, να μην το προδώσει, να μην επιτρέψει να τον χαρακτηρίσουν «ξαναζεσταμένο πιάτο» ή απλά «passe’»
Ναι, ο Μίλερ φαίνεται ότι κινήθηκε εδώ ως καλλιτέχνης, ως ωθούμενος από μια δική του παρόρμηση, μια παρόρμηση που μπορεί να διαφέρει από τις λεγόμενες «εσωτερικές παρορμήσεις» των «δημιουργών» ή των «ποιητών» όταν κάνουν έργα «δικά τους» αλλά ξεχνούν ορισμενοι ή αγνοούν ότι η παρόρμηση υπάρχει σε όλους τους καλλιτέχνες κι η διαφορά αφορά στα είδη κι όχι στους ίδιους.
Παρόρμηση για «Μαντ Μαξ» είναι αυτή που καθορίζει τον σκηνοθέτη κι αυτή εκδηλώνεται μέσα από τον τρόπο πλησιάσματος του είδους. Ολη του η σκέψη, όλη του η επιμέλεια, όλη του η φροντίδα, έχει να κάνει με το πώς θα τον ορίσει ως κάτι σύγχρονο και διαφορετικό από τα προηγούμενα χωρίς όμως να μοιάζει και σαν κάτι ξένο. Ο θεατής που θα πάει να δει «Μαντ Μαξ» πρέπει και να δει «Μαντ Μαξ» .
Ολο του το βάρος πέφτει στην εικόνα, στο ρυθμό και στη δράση ενώ βεβαίως φτιάχνει κι ένα θέμα ως βάση για το «κέικ», που να βγαίνει από το σήμερα κι αυτό είναι η αγωνία για την τύχη του περιβάλλοντος, για την οικολογική καταστροφή, για τους πολέμους που έχουν αφανίσει την ανθρωπότητα κι έχουν χωρίσει τους εναπομείναντες σε ομάδες αντιμαχόμενες για τον έλεγχο του λιγοστού πετρελαίου, της ελάχιστης βενζίνης που εναπόμεινε, του νερού που περισσότερο το υποδηλώνει με το πώς σκηνοθετεί ο ίδιος και με το πώς φωτίζει ο Τζον Σίλ, ο βραβευμένος με Οσκαρ για τον «Αγγλο ασθενή» διευθυντής φωτογραφίας την έρημο της Αυστραλίας, επί της οποίας έχει κάνει άριστη δουλειά κι ο διευθυντής σκηνογραφίας, με τους χώρους της ερήμου που έχει επιλέξει. Βεβαίως και δεν φτάνει ποτέ στο επίτευγμα του «Λόρενς της Αραβίας» όπου σκηνογράφος και σκηνοθέτης είχαν μεταβάλει την έρημο σε κινηματογραφικό σκηνικό πολλαπλών αλλαγών, αλλά οπωσδήποτε για την εμβέλεια της ταινίας και για τις απαιτήσεις του συγκεκριμένου είδους, το επίτευγμα δεν είναι ευκαταφρόνητο .
Κι ερχόμαστε στη δράση. Εδώ εστιάζεται η έμπνευση του Τζορτζ Μίλερ, στις σκηνές της δράσης, που ακριβώς επειδή το θέμα μιλά για επιβίωση ανθρώπων, πρέπει μέσα στα κυνηγητά, τις εκρήξεις, τις συγκρούσεις, τις καταστροφές, να είναι οι άνθρωποι που θα συμμετέχουν. Ισως γι αυτό κι οι σκηνές αυτές να μας δίνουν την εντύπωση μιάς καλοστημένης κι επιμελημένης χορογραφίας κι όχι μόνο της φασαρίας για τη φασαρία. Η εντύπωση που δίνει είναι ότι δεν κατέφυγε στο digital, στην ψηφιακή αναπαραγωγή ανθρώπων μέσα στο εργαστήριο αλλά ότι χρησιμοποίησε αληθινούς ανθρώπους, κασκαντέρ , για τις δύσκολες σκηνές, στις οποίες, βέβαια, θα συνδράμουν και τα εφφέ . Διάλογο πολύ μην περιμένετε να ακούσετε ούτε τίποτε ατάκες που θα «γράψουν». Το σενάριο στη βάση του εικονοποιεί σκηνές περιπέτειας κι εξελικτικής δράσης στην έρημο. Ε, οι σκηνές αυτές, που είναι αρκετές, είναι έως και μαγευτικές.
Στην ανανέωση του «Μαντ Μαξ» και στην υποδήλωση ανθρώπων, πιστώνεται κι η επιλογή των ηθοποιών όπου ο Τομ Χάρντυ δείχνει να έχει πάρει την άγουσα, είναι καλός ηθοποιός, διαθέτει γοητευτική παρουσία, ίσως το εκτόπισμα του να είναι ελαφρώς λιγότερο από του Μελ Γκίμπσον (για Ράσελ Κρόου δεν συζητάμε) ωστόσο το αναπληρώνει με την προσωπικότητα. Το περιορισμένο εκτόπισμα, ως προς το είδος, όχι στο να του κάνεις επί μιάμιση ώρα κοντινά πλάνα όπως στο «Σε λάθος χρόνο», φαίνεται όταν έχουμε σκηνή πλήθους. Ωστόσο αναπληρώνει - το επαναλαμβάνω- χάρη στα άλλα προσόντα του. Ξεχωριστά θα αναφέρω και την Σαρλίζ Θέρον, η οποία σε ένα ρόλο δράσης, που θα μπορούσε να είναι και διακοσμητική, συμπεριφέρεται ως ηθοποιός, δεν αφήνει ανεκμετάλλευτη καμία ευκαιρία που θα μπορούσε να της έδινε ο ρόλος, τον παίζει σαν να επρόκειτο για το καλύτερο που θα μπορούσε να της έχει προκύψει.