Και βλέπουμε μια πολύ ωραία ευρωπαική ταινία, καθαρώς ευρωπαική, στην οποία έχουν ανακατευτεί πολλές χώρες για τη χρηματοδότηση και την παραγωγή της και σκέφτομαι ότι σε αλλοτινές εποχές μπορεί και να την αναθεμάτιζαν. Ως ότι ο σκηνοθέτης έτσι δεν ελέγχει το υλικό του και διάφορες τέτοιες ανοησίες. Τις επαναλαμβάνουν και σήμερα όταν πρόκειται για σκηνοθέτες που δεν τους «παίζουν» οι «συμμορίες» κι οι αστεράκηδες.
Ετσι, όμως, είναι επισήμως σήμερα ο ευρωπαικός κινηματογράφος, ένας κινηματογράφος συμπαραγωγών, στο σύνολο του. Αυτό που κάποτε οι Ευρωπαίοι θεωρητικοί απέρριπταν μετά βδελυγμίας, έχει τώρα γίνει επίσημη κατάσταση.
Την ταινία, ως παραγωγή, θα την χαρακτηρίζαμε «ελβετική», όχι μόνο ως συγκέντρωση κεφαλαίων αλλά ως τόπο δράσης της ιστορίας , μια και το μεγάλο μέρος του μύθου κινείται μεταξύ Ζυρίχης και Σαιν Μόριτς- στο τέλος βλέπουμε και λίγο Λονδίνο.
Η Ελβετία λειτουργεί υπέροχα ως πλαίσιο για να φιλοξενήσει μια τέτοια ιστορία, η οποία μας μεταφέρει στα παρασκήνια του σημερινού ευρωπαικού σινεμά και θεάτρου, που, όπως κι η καριέρα της πρωταγωνίστριας Ζυλιέτ Μπυνός, είναι κι αυτά πολυεθνικά.
Η ηρωίδα, ηθοποιός θεάτρου και κινηματογράφου, έχει κάνει καριέρα διεθνή, έχει παίξει σε έργα Ευρωπαίων, από διάφορες χώρες, σκηνοθετών και συγγραφέων, έχει κάνει ταινίες και στο Χόλυγουντ κι είναι τώρα σε μια φάση της ζωής της, στη δύση της νιότης της, όπου ενδόμυχα φοβάται τον αδυσώπητο χρόνο , κυρίως φοβάται δικές της απωθημένες ή κρυμμένες αλήθειες που κινδυνεύουν να φανερωθούν με το χρόνο.
Αφορμή για να εκδηλωθούν αυτά είναι η πρόσκληση της να μιλήσει σε μια απονομή βραβείου, προς τιμήν ενός Ελβετού συγγραφέα, στον οποίο οφείλει την καριέρα της. Ενας δικός του ρόλος την ανέδειξε πριν από 20 χρόνια.
Όμως ο συγγραφέας πεθαίνει, λίγο πριν την απονομή, ενώ εκεί βρίσκονται μαζεμένοι διάφοροι άνθρωποι από το παρελθόν της με τους οποίους είχε σχέση είτε επαγγελματική είτε ερωτική ενώ συνοδεύεται μονίμως από μια νεαρή γραμματέα με την οποία κουβεντιάζει τα πάντα. Το πιο σημαντικό, όμως, είναι ότι της προτείνεται να παίξει ένα καινούργιο έργο του τιμώμενου μακαρίτη, που είναι συνέχεια εκείνου του έργου που την είχε αναδείξει στο οποίο εξεταζόταν η σχέση δύο γυναικών. Μιάς 40άρας και μιάς 20χρονης. Και τώρα, φυσικά, της ζητιέται να παίξει τη μεγάλη. Και το ρόλο της μικρής θα αναλάβει μία πιτσιρίκα, που έχει κάνει κάποιες επιτυχίες σε blockbusters, είναι εντελώς διαφορετικής ιδιοσυγκρασίας από εκείνη αλλά είναι βέβαιο ότι ο σκηνοθέτης του φιλμ Ολιβιέ Ασαγιάς δεν θέλει να μετατραπεί το έργο σε μονομαχία δύο γυναικών, της παλιάς με την καινούργια, διαφορετικά το ρόλο της μικρής θα τον είχε δώσει στην Τζένιφερ Λόρενς. Ο χαρακτήρας της νεαρής είναι ακριβώς κάτι τέτοιο.
Όμως, θέλει το έργο επικεντρωμένο στη μεγάλη, κι οι άλλοι ρόλοι γίνονται δορυφορικοί, ωραιότατοι ρόλοι, εξαιρετικά γραμμένοι, που , όμως, έχουν τοποθετηθεί στην υπόθεση για να αναδείξουν το δράμα της κεντρικής ηρωίδας που την παίζει παραπάνω από υπέροχα η Ζυλιέτ Μπυνός. Ενώ υπάρχει κι ένα ενδιαφέρον στοιχείο γύρω από την γραμματέα, όπου κανείς δεν πιστεύει ότι αυτή είναι η Κρίστεν Στιούαρτ, η οποία, ίσαμε τώρα δεν μας είχε δώσει τέτοια δείγματα υποκριτικής γραφής.
Και γίνεται κατανοητό το γιατί και στο φίλμ και σε μερικά ακόμα που είδα τον τελευταίο καιρό, και σε ένα ιταλικό που είδα τις προάλλες, το «LATINLOVER» της Κριστίνα Κομεντσίνι, όπου παίζει τον τελευταίο ρόλο της ζωής της η Βίρνα Λίζι (κι ΑΠΑΙΤΩ να το φέρουν στην Ελλάδα, όπου, ειδικώς το καλοκαίρι μπορεί να κάνει και μεγάλο σουξέ- αν και θα το θάψουν κι αυτό οι «αστεράκηδες») να γίνεται διαρκώς κριτική αναφορά στο Χόλυγουντ και στο ότι ενταφιάζει τους Ευρωπαίους ηθοποιούς. Ο Ασαγιάς, πολύ μάγκας, σκηνοθετεί την υπόθεση του έργου σε τέτοια αρμονία με τα πρόσωπα που έχουν αναλάβει τους ρόλους ώστε να το σκέφτεσαι αυτό σε κάθε καρέ της Ζυλιέτ Μπυνός, κι ας αναγνωρίστηκε στην Αμερική με Οσκαρ, ή στην περίπτωση της Κρίστεν Στιούαρτ. Ναι, το σημερινό Χόλυγουντ δυσκολεύεται να κάνει τέτοια έργα, σαν «Τα σύννεφα του Σιλς Μαρία». ΄Η να αναδείξει τις πρωταγωνίστριες του σε grand -dammes.
Καθοδόν, όμως, η ταινία σκαλώνει λίγο στη φλυαρία. Όταν αρχίζουν να μιλάνε πολύ για τους χαρακτήρες που θα υποδυθούν, για την «αντανάκλαση» στην προσωπική τους ζωή, αρχίζουν και λένε… λένε… λένε.. Εκεί ο Ασαγιάς αποδεικνύει πως όταν είσαι Γάλλος δεν μπορείς να το αποφύγεις. Ωστόσο κι εκεί ακόμα λέγονται ενδιαφέροντα πράγματα, κι ας «κάθεται» λιγάκι ο ρυθμός λόγω πολυλογίας.
Ισως σας πουν πολλοί ότι κινείται κάπου ανάμεσα στο «All about Eve» και στα «Πικρά δάκρυα της Πέτρα Φον Καντ». Κάπου να τελειώνουμε και με αυτές τις ευκολίες. Δεν γίνεται κάθε τι που θα περάσει από ένα συγκεκριμένο σημείο να χαρακτηρίζεται ως «μίμηση» ή «αντιγραφή». Ο Τζότζεφ Μάνκιεβιτς πραγματικά στιγμάτισε με την ταινία του εκείνη το γυναικείο ανταγωνισμό στο θέατρο, ο δε Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ «έγραψε» με τη σχέση ερωτικής εξάρτησης ανάμεσα σε γυναίκες. Οπότε, οποιαδήποτε σεναριακή σχέση περάσει από το θεατρικό ανταγωνισμό ή φτάσει στον ομοφυλόφιλο γυναικείο έρωτα θα στιγματίζεται εσαεί λόγω ευκολιών;
Σε αυτά που απολαμβάνουμε στην ταινία, εκτός από τις λαμπρές ερμηνείες (συμπεριλαμβανομένης και της νεαρής Κλόε Γκρέις Μόριτζ), είναι το περιβάλλον της Ελβετίας όπως ορίζεται μέσα από εσωτερικούς χώρους που έχει επιμεληθεί λεπτομερειακά η σκηνογραφική ομάδα ως χώρους που κινούνται αυτές οι διασημότητες του σημερινού σινεμά και θεάτρου καθώς και το πώς λειτουργεί σήμερα το ευρωπαικό σινεμά που ο Ασαγιάς το έχει περάσει έντεχνα μέσα στο σενάριο.