Για την ακρίβεια, αυτός που δεν υπάρχει στην ταινία είναι ο Εσκομπάρ. Αυτή η μυστήρια φυσιογνωμία της Κολομβίας, ο βαρώνος των ναρκωτικών που λατρεύτηκε από το λαό και πολεμήθηκε από νόμο, κράτος, ξένες δυνάμεις και σκοτεινούς μηχανισμούς, βουτηγμένος κι ο ίδιος στο έγκλημα. Όταν είχα επισκεφθεί την Κολομβία πριν λίγα χρόνια, μου έλεγαν εκεί άνθρωποι της Τέχνης, από το χώρο του θεάτρου, του κινηματογράφου και του χορού πολλά και περίεργα γι αυτόν κι ότι –κατ’ εκείνους- η Ιστορία δεν τον είχε κρίνει ακόμα.
Με απλά λόγια για να μην ξεφύγω από το θέμα που είναι η κριτική του φιλμ, ο Εσκομπάρ είναι περίπτωση χαρακτήρα για να βγάλεις ή ένα «Βίβα Ζαπάτα» ή έναν «Σημαδεμένο». Ανάλογα από ποια μεριά θα το δεις αλλά από όποια κι αν το δεις, χωράει έτσι κι αλλιώς πολλή σύνθεση. Κι αν υπάρχει ένας ηθοποιός αυτή τη στιγμή για να παίξει το ρόλο του Πάμπλο Εσκομπάρ αυτός είναι ο Μπενίτσιο Ντελ Τόρο χωρίς να περνά από το μυαλό μου δεύτερη επιλογή.
Με την ταινία απογοητεύτηκα. Ισως για τον απληροφόρητο θεατή που κυνηγά την έννοια «δίωρο», να μην υπάρξει μεγάλη απογοήτευση. Ναι, το κινηματογραφικό δίωρο κυλά. Όμως και για τον απληροφόρητο, υπάρχει η έκτη κινηματογραφική αίσθηση που είναι εκείνη κατά την οποία το κοινό καταλαβαίνει κι ας μην είναι σε θέση να εξηγήσει. Περνά το δίωρο του απρόσκοπτα αλλά βγαίνοντας συναισθάνεται ότι δεν είδε και κάτι εξαιρετικό ή σπουδαίο.
Αυτό λοιπόν συμβαίνει εδώ.
Θα μπορούσα να ρίξω όλες τις ευθύνες στον σκηνοθέτη Αντρέα Ντι Στέφανο, που είναι και στο ξεκίνημα του κι έψαχνε σενάριο γύρω από αυτό το θέμα ώστε να ντεμπουτάρει κλπ κλπ, σύμφωνα με όσα διάβασα. Επειδή, όμως, δεν είμαι οπαδός της θεωρίας του auteur κι επειδή δεν έχω όλα τα στοιχεία δεν θα τα ρίξω όλα στο Ντι Στέφανο.
Θα τα ρίξω σε όποιον ή σε όποιους «ανακατεύτηκαν» στην ταινία κι είχαν την τελική ιδέα (που μπορεί και να την νόμιζαν φαεινή) να προσεγγίσουν τον Εσκομπάρ μέσω τρίτου προσώπου, πιθανόν για να είναι οι θεατές σε απόσταση από το πρόσωπο, αν ήταν λαικός ήρωας ή εγκληματίας. Δηλαδή, αν είχαμε ένα καλύτερο σενάριο κι ο Ντι Στέφανο το είχε σκηνοθετήσει με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, δεν θα γινόταν ξαφνικά καλός σκηνοθέτης ενώ τώρα είναι «κακός». Να ο λόγος που δεν τα ρίχνω στη σκηνοθεσία. Βέβαια, ο Ντί Στέφανο έχει συνεργαστεί στο σενάριο που προέρχεται κι από βιβλίο, οπότε….
Το πρόσωπο που επέλεξαν, για να πουν την ιστορία,. είναι ένας νεαρός Αμερικανός σέρφερ που πάει στην Κολομβία, γνωρίζεται με μια κοπέλα, τυγχάνει αυτή να είναι ανηψιά του Εσκομπάρ κι έτσι τον προσεγγίζει. Κι αυτό που βλέπουμε είναι περισσότερο η ιστορία του νεαρού με τον Εσκομπάρ σχεδόν supportingcharacter. Κι η ιστορία του νεαρού είναι ελαφρώς ασήμαντη, ελαφρώς ασήμαντος είναι κι ο νεαρός, ασήμαντο είναι και το σεναριακό μέρος στο τι είδους επίδραση και σε τι ποσοστό ήταν αυτή του Εσκομπάρ πάνω στο νεαρό.
Μάλλον δεν τόλμησαν να κάνουν ταινία με κεντρικό ήρωα τον Εσκομπάρ κι από κει , καταλήγω, πως ξεκινούν τα πάντα. Γιατί δεν τόλμησαν, αν δεν τόλμησαν. Για ένα εκατομμύριο πιθανούς λόγους. Από την άλλη υπάρχει κι ένα βιβλίο στο οποίο βασίστηκαν…. αλλά έτσι θα πάμε μακριά.
Το κρίμα είναι πως ο Μπενίτσιο Ντελ Τόρο χάνει άλλη μια ευκαιρία κι από την άλλη βλέπω να τον έχουν περιορίσει σε ρόλους ethnicενώ έχει προσόντα πλατύτερης σκάλας. Κι όταν σου έρθουν οι ένας- δύο χαρακτηριστικοί ήρωες λατινοαμερικανικής καταγωγής ώστε να υπογραμμίσουν το latinπροφίλ σου κι οι ρόλοι αυτοί (όπως ο Εσκομπάρ εδώ κι ο «Che» του Στίβεν Σόντενμπεργκ που παρά το βραβείο ερμηνείας στις Κάνες σχεδόν δεν κατάφερε να βρει διεθνή διανομή) δεν ενσωματώνονται σε καλά σενάρια, τα περιθώρια στενεύουν κι είναι κρίμα.
Ο Μπενίτσιο Ντελ Τόρο κάνει ό, τι μπορεί για να εξυπηρετήσει το ρόλο αλλά εμείς ασχολούμαστε με την ιστορία του νεαρού.
Hφωτογραφία κι η σκηνογραφική διεύθυνση πετυχαίνουν ατμόσφαιρα Κεντρικής Αμερικής.
Το θέμα τους γλίστρησε μέσα από τα χέρια σαν λυθρίνι που σπαρταρούσε κι ήθελε να ξαναγυρίσει στα ασφαλή νερά του.