Πολλοί αναγνώστες ίσως σαστίσουν με αυτό που προτάσσω στον τίτλο κι αναρωτηθούν «τι μας πέρασε;», «δεν είμαστε ειδικοί» και τέτοια. Το προτάσσω, και θα εξηγήσω παρακάτω με απλό τρόπο τι εννοώ, διότι αυτός ο ρυθμός είναι που μεταβάλει την ταινία σε άξια παρακολούθησης. Κι επειδή αυτή είναι η δουλειά της κριτικής αλλά η ουσιαστική δουλειά της είναι αυτό που θέλει να πει ΝΑ ΤΟ ΔΙΝΕΙ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ.
Με ταινίες σαν το «COCO», συνειδητοποιείς κάθε φορά πόσο ψηλά έχει φτάσει το κινούμενο σχέδιο ως είδος και πως η PIXAR ως στούντιο του είδους βρίσκεται αυτή τη στιγμή στην κορυφή και με τους καλλιτέχνες της παραδίδει μαθήματα.
Είχε προηγηθεί το «ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ΑΝΘΡΩΠΟΕΙΔΕΣ» (Anthropoid) και μη βγουν ως «μάνες στο σταυρό του πόνου» να συγκρίνουν το τωρινό φιλμ με εκείνο διότι κι εκείνο, το «ανθρωποειδές» δηλαδή, το είχαν κατασνομπάρει. Το οποίο «Ανθρωποειδές» έδειχνε το Χρονικό της Αντίστασης των Τσεχοσλοβάκων απέναντι στις γερμανικές κατοχικές δυνάμεις και στον διαβόητο Χάιντριχ που είχε επεξεργαστεί το σχέδιο περί «τελικής λύσης» στην εξόντωση των Εβραίων κι έμεινε στην Ιστορία με την επωνυμία «Ο Δήμιος της Πράγας» (υπήρχε και μια τσεχοσλοβάκικη ταινία της δεκαετίας 60 με αυτό το θέμα και τον τίτλο). Το τωρινό φιλμ με ελληνικό τίτλο «Ο στόχος» και με αγγλικό το «the man with the iron heart» πάει στο ίδιο περιστατικό αλλά κάνει focus στον ίδιο τον Χάιντριχ. Κι αυτό το θεώρησα ως εξαιρετικά τολμηρό εκ μέρους τους αλλά κι ως ένα βαθμό, γενναίο.
Λένε- κι είναι απολύτως σωστό!- πως δεν φτάνει η μία ζωή του ανθρώπου ώστε να δει ΟΛΕΣ τις ΤΑΙΝΙΕΣ του πλανήτη, να διαβάσει όλα τα ΒΙΒΛΙΑ που έχουν γραφτεί σε ολόκληρο τον κόσμο, να ακούσει όλα τα ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ και τις ΜΟΥΣΙΚΕΣ, να δει όλους τους πίνακες ΖΩΓΡΑΦΙΚΗΣ και τα ΓΛΥΠΤΑ. Αυτό σημαίνει πολύ απλά ότι στο διάβα της ζωής θα ενημερωθούμε μόνο επί των προβεβλημένων, εκείνων που έρχονται από χώρες δυνατές και που και που θα παίρνουμε είδηση και για μερικά ακόμα. Οσο κι αν σε ενδιαφέρει ο κινηματογράφος- για να μείνουμε στο προκείμενο- λόγω του παραπάνω δεν θα μπορέσεις να δεις όλα όσα έγιναν στο σελυλόιντ( αν κι η λέξη λόγω τεχνολογίας τείνει να γίνει παρελθόν) ή θα χάσεις και χάνεις καθημερινώς έργα καλά που γυρίστηκαν σε χώρες που δεν πιάνει ο ήλιος και που δεν είχαν την τύχη να τα περιλάβουν «ιερατεία» ή «συμμορίες», να τα εντάξουν στη θεωρία του auteur και να τα στείλουν σε κάποιο Φεστιβάλ. Το πιο απελπιστικό είναι πως από προβεβλημένες χώρες βλέπουμε τα περισσότερα τους, ακόμα και τις βλακείες τους ενώ από τα Φεστιβάλ και τη θεωρία του auteurμας έρχονται ως «εκπρόσωποι» των «τρίτων» χωρών ενίοτε εξαμβλώματα που μόνο έργα δεν είναι παρά μας αναλύουν οι κατά τόπους κριτικοί εκπρόσωποι ιερατείων και συμμοριών τι ήθελε να πει ο ποιητής στο αφόρητο κι ανολοκλήρωτο κι ερασιτεχνικό έργο που είδαμε και που το ίδιο το έργο αδυνατούσε από μόνο του να δείξει ή να ολοκληρώσει.
Προτάσσω το «μη fan» και ξεκαθαρίζω προς όσους καταλαβαίνουν ότι εδώ θα έχουμε μια άλλη «κριτική», που μπορεί και να μην είναι και να πρόκειται απλώς για περιγραφή μιάς εντύπωσης.
Πριν προχωρήσω στην ταινία, επιτρέψτε μου να διευκρινίσω κάτι: Όταν πάμε σινεμά, πάμε για να δούμε ένα συγκεκριμένο έργο. Αυτό που εξετάζουμε είναι αν το ΕΡΓΟ μας άρεσε ή δεν μας άρεσε. Δεν πηγαίνουμε για να συγκρίνουμε το έργο με τα άλλα του ίδιου σκηνοθέτη-σεναριογράφου κι έτσι να έχουμε έτοιμο το φιλιππικό αποκαθήλωσης προς το πρόσωπο λόγω της τρισκατάρατης θεωρίας του auteur που στα χέρια ανίδεων ανθρώπων γίνεται κι εγκληματικό όργανο. ΚΙ όταν μάλιστα ο auteur εκτιμάται αλα καρτ, σε σχέση με άλλους ανάλογους προς τους οποίους έχουν έτοιμη τη δικαιολογία για κάθε αποκρουστική ανοησία που φτιάχνουν. Οι της θεωρίας του auteur, που καλύπτονται πίσω από τη θεωρία ώστε να κρύψουν δικές τους θεμελιώδεις αδυναμίες κριτικής κι ανάλυσης μιάς ταινίας, έχουν βάλει εδώ και χρόνια το Γούντυ Αλεν στο στόχαστρο. Για δικούς τους, ίσως και ψυχιατρικούς, πάντως όχι κινηματογραφικούς, λόγους. Κι εδώ και χρόνια, σε κάθε ταινία του, που, αντί να του εξάρουν την έμπνευση και την ακούραστη ετήσια παρουσία, τον ψέγουν διαρκώς, διαβάζουμε σχόλια περί «αποκαθήλωσης του ειδώλου», πως «κάνει κάθε χρόνο την ίδια ταινία» (δεν ξέρω στο «WONDER WHEEL» με ποια άλλη ταινία έψαξαν και βρήκαν ομοιότητες) και διάφορα άλλα που βαριέμαι να παραθέσω. Κλείνω τον πρόλογο με την ΡΗΤΟΡΙΚΗ ερώτηση: Οι αναγνώστες θέλουν να ξέρουν αν είναι καλή η ταινία που θα πάνε να δουν και τι είδους ταινία είναι ή αν είναι η καλύτερη του Γούντυ Αλλεν;
ΚΙ αυτό καταλήγει σε κάτι ενδιαφέρον, αρκεί να αγαπάς το σινεμά , τα είδη του, να παρακολουθείς τους σκηνοθέτες του, αλλά και τους νέους παραγωγούς του και να ξέρεις το πώς γίνεται το σινεμά κι όχι να αρχίζεις και να τελειώνεις με τους auteur. Στη συγκεκριμένη ταινία υπάρχει και κάτι που θα μπορούσε να προκαλέσει συζητήσεις, αν στην Ελλάδα ενδιαφερόμασταν για το ΣΙΝΕΜΑ, το ότι οι παραγωγοί της είναι Ελληνες, ο ΠΑΡΙΣ ΚΑΣΙΔΟΚΩΣΤΑΣ-ΛΑΤΣΗΣ κι ο συνεργάτης του ΤΕΡΡΥ ΝΤΟΥΓΚΑΣ αλλά πως να έκαναν τέτοια ταινία εδώ; Αστυνομική περιπέτεια της μιάς νύχτας; Θα έπεφταν να τους φάνε. Εδώ πήγαν να τους φάνε ΑΠΟ ΠΡΟΚΑΤΑΛΗΨΗ και για τούτο εδώ, ξεκινώντας τη ρίψη βελών στον πρωταγωνιστή ΡΟΜΠΕΡΤ ΠΑΤΙΝΣΟΝ κι ας είναι το άλλο μεγάλο ΕΠΙΤΕΥΓΜΑ της ταινίας, η μεταμόρφωση του σε ηθοποιό αξιώσεων, τουλάχιστον με μέλλον ώστε να δοκιμαστεί σε ρόλους. Εδώ το πετυχαίνει αλλά κάποιοι τον ειρωνεύονται ως «πρώην αγοράκι». Αυτά δεν είναι σοβαρά πράγματα. Κι υπάρχει κι ένα ΤΡΙΤΟ επίτευγμα, το οποίο είναι ίσως και το μεγαλύτερο της ταινίας, κι αναφέρομαι στη ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ (ΣΩΝ ΠΡΑΪΣ ΓΟΥΙΛΙΑΜΣ), στη δουλειά της κάμερας, η οποία πετυχαίνει το ζαλιστικό ρυθμό που απαιτεί το σενάριο και μας μεταφέρει σε καταστάσεις αδρεναλίνης που οδηγούν ως την κρίση πανικού (όπως, πολύ σωστά, κατά τη γνώμη μου, επισήμανε κάποιος), όχι φυσικά του θεατή αλλά στην ένταση που απαιτείται από την ταινία.