Ο πρόλογος διατυπώθηκε με αυτό τον τρόπο επειδή, δικαίως ίσως, κάποιοι θεατές, στο ξεκίνημα της ταινίας και ίσως και για αρκετή ώρα, ξαφνιαστούν κι αναρωτηθούν τι το σπουδαίο υπάρχει εκεί μέσα.
Εκεί μέσα λοιπόν υπάρχει ένας ανθρωποκεντρικός νεορεαλισμός με ένα σενάριο που κάποιοι μπορεί να μην καταλάβουν ότι είναι σενάριο μια και λείπει το «story» έτσι όπως έχουμε μάθει να το εννοούμε. Λείπει η υπόθεση ή άλλως «story» διότι στο σενάριο αυτό, στο έργο αυτό, κυριαρχούν οι ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ κι όχι η δράση. Οι καταστάσεις έτσι όπως συντίθενται είναι που καταλήγουν σε υπόθεση και για το τελευταίο 20λεπτο, που είναι κι ο συνήθης χρόνος ώστε να περάσουμε από τη «σύγκρουση» στη «λύση», δηλαδή από το «κυρίως θέμα» στον «επίλογο» (για να θυμηθούμε και τις απαρχές που διδαχτήκαμε στο μάθημα της Εκθεσης από το δημοτικό σχολείο ακόμα) (όπου κι αυτό ακόμα έλκει την καταγωγή του από τον Αριστοτέλη), μας έχει ετοιμάσει την κορύφωση της κλιμάκωσης η οποία παίζει ύπουλα κι αθόρυβα σε όλη τη διάρκεια του έργου κι η κορύφωση στο φινάλε είναι δώστε μου κι άλλα μάτια να έχω να κλαίω. Με εκείνο το απίστευτο κοριτσάκι, την ΜΠΡΟΥΚΛΥΝ ΚΙΜΠΕΡΛΥ ΠΡΙΝΣ, που κρατά το βασικό ρόλο κι είναι απίστευτοι φυσικά κι όλοι οι ηθοποιοί.
Οι καταστάσεις του έργου τοποθετούνται σε ένα μοτέλ, κάπου έξω από το Ορλάντο της Φλόριντα, εκεί που πάνε για την Ντίσνευ. Στο μοτέλ της ιστορίας υπάρχει ως πολιτική ιδιοκτησιακή το να μη μένουν για καιρό οι περαστικοί κι οι ένοικοι. Όμως ο μάνατζερ κάνει τα στραβά ματιά για την ηρωίδα (πόσο αληθινή η ΜΠΡΙΑ ΒΙΝΑΙΤΕ- μου θύμισε λίγο την Κόρτνι Λαβ επί των ημερών του «Υπόθεση Λάρυ Φλυν»), που είναι λίγο χαμένη στον κόσμο της και μπλεγμένη σε ύποπτες δουλειές και με χαρακτήρα απείθαρχο και με ένα κοριτσάκι το οποίο συντονίζεται πλήρως με τη μητέρα και κάνει του κόσμου τις τσογλανιές χωρίς να δείχνει πουθενά δυστυχισμένο, και τις αφήνει να μένουν παραπάνω. Κάποτε όμως κι αυτό θα πάψει.
Οι καταστάσεις συνθέτουν την υπόθεση, όπως είπαμε. Για ώρα μπορεί και να νομίσει κανείς ότι η ιστορία δεν εξελίσσεται δεν μετακινείται. Όμως κι αν πράγματι συμβαίνει αυτό, το ενδιαφέρον το έχει κερδίσει. Μας ενδιαφέρουν οι άνθρωποι, τα πρόσωπα, η μία κατάσταση που φέρνει την άλλη και κάνει εκ πρώτης όψεως ασήμαντη κι όμως εμείς παρακολουθούμε κι αν είμαστε τυχεροί και πέσουμε σε κινηματογράφο που κάνει διάλειμμα, κάλλιστα κάνουμε και σύντομες συζητήσεις περί των προσώπων του έργου, κυρίως της νεαρής μητέρας που έχει το κύριο όγκο πάνω της ενώ το κοριτσάκι μας πηγαίνει κλιμακωτά και το περιμένει για δώρο το ολόδικο του φινάλε.
Ενώ η υπόθεση δεν μοιάζει για υποθεσάρα, εμείς έχουμε κολλήσει. Γιατί; Διότι μας γτραβά κάποιος ρυθμός.Ο εσωτερικός ρυθμός του έργου. Αυτό που δεν ξέρεις σε τι ακριβώς να το αποδώσεις; Στον τρόπο γραφής του σεναρίου; Στο μοντάζ; Η μήπως όλο αυτό είναι σκηνοθεσία; Στο ζωντάνεμα του μοτέλ, στη ζωή εκεί μέσα, στον τρόπο λειτουργίας του; Μάλιστα αν εκ των υστέρων (ή κι εκ των προτέρων ) δεις ότι ο ΣΟΝ ΜΠΕΗΚΕΡ είναι κι ο ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ κι ο ΣΕΝΑΡΙΟΓΡΑΦΟΣ (εδώ έχει πάρει και συνεργάτη, τον ΚΡΙΣ ΜΠΕΡΓΚΟΚ) αλλα κι ο ΜΟΝΤΕΡ της ταινίας, δηλαδή όλα αυτά είναι ένα και το αυτό πρόσωπο, τότε καταλαβαίνει πολλά. Σε επίπεδο επιτευγμάτων περιμένω ειλικρινά με μεγάλη ανυπομονησία ως προς το συγκεκριμένο φιλμ (όχι μόνο ως προς το συγκεκριμένο) το πόρισμα της Ακαδημίας Κινηματογράφου ώστε να δω σε τι από όλα, σε ποιο από όλα ή μήπως και σε όλα (περιλαμβάνω και τη σκηνογραφική διεύθυνση ως προς το μοτέλ), εστιάζουν αυτό το επίτευγμα που είναι ο εσωτερικός ρυθμός με τον οποίο η ταινία σε παίρνει από το χέρι και σε ταξιδεύει χωρίς να πλήττεις ακόμα κι όταν σου δίνει την εντύπωση πως επαναλαμβάνεται.
Στα πλαίσια αυτού του εσωτερικού ρυθμού κινούνται κι οι ερμηνείες και κυρίως ο ΓΟΥΙΛΕΜ ΝΤΑΦΟΕ. Ο οποίος Νταφόε, ένας πραγματικά θαυμάσιος ηθοποιός αλλά με κάπως «ειδική φάτσα» που πολλές φορές έχει πέσει «θύμα» της, τον βάζουν δηλαδή σε ρόλους «φάτσας», εδώ παίζει ένα κανονικό άνθρωπο. Τον μάνατζερ. Και σε αυτά τα ρεαλιστικά πλαίσια εντάσσει τον κανονικό άνθρωπο του τον οποίο αποδίδει με απίστευτη εσωτερικότητα αλλά και με εσωτερική ζωντάνια ώστε σε καμία περίπτωση δεν θα τολμούσαμε να μιλήσουμε για υποπαίξιμο, και πετυχαίνει το συντονισμό της ερμηνείας με αυτό που είναι η ταινία. Κάτι εξόχως δύσκολο όπου μάλιστα μπορεί και να παρεξηγηθεί από το γεγονός πως ναι μεν παίζει καλά αλλά θα ήθελε και μια κλιμάκωση ο ρόλος ή έστω μια κορύφωση ώστε να του κάνει το Οσκαρ πιό βέβαιο. Κι όμως κι η κλιμάκωση υπάρχει κι η κορύφωση υπάρχει. Συνυφαίνονται όμως κι οι δύο με τον εσωτερικό ρυθμό της ταινίας για τον οποίο κάνω διαρκώς λόγο κι ο θεατής μπορεί να δει, αν το θέλει, με τι τρόπο συμμετέχει ερμηνευτικά ο Νταφόε στην κλιμάκωση και στην κορύφωση. Χωρίς να ξεφεύγει από αυτό που ερμηνευτικά επέλεξε για να υποδυθεί το ρόλο ακόμα κι όταν φτάνει σε σκηνή που οι πράξεις του προυποθέτουν μεγάλη συγκίνηση. Κι αυτές τις σκηνές τις παίζει με την ίδια λιτή εσωτερικότητα που έπαιξε και τις προηγούμενες. Κι ο πανέξυπνος, όπως δείχνουν τα πράγματα, Μπέηκερ το ξέσπασμα που υποβόσκει και που για το θεατή είναι απαραίτητο, το φυλάει για το κοριτσάκι κι όχι για τον Νταφόε, δεν τον παρελκύει ερμηνευτικά.
Δεν ξέρω πόσο σαφής έγινα για τον αναγνώστη που δεν έχει δει την ταινία, σίγουρα είναι φιλμ που η κριτική θα ήταν καλύτερο να διαβαστεί μετά την προβολή.