Θα ξεκινήσω από τον ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ διότι ο τρόπος με τον οποίο τον έχουν μεταχειριστεί , τον μεταβάλλει σε κινηματογραφικό συνυπεύθυνο. Πως τον έχουν μεταχειριστεί; Εχουν δει, η σκηνοθέτης δηλαδή, η ΕΥΑ ΝΑΘΕΝΑ, την κινηματογραφικότητα που ενυπάρχει στο βιβλίο.
Κι αυτό είναι η «φάρσα». Τη βάζω σε εισαγωγικά τη λέξη επειδή ενίοτε κακοποιείται και παρεξηγείται. Κι όμως είναι ένα ΕΙΔΟΣ κι αυτή, απαιτητικό και θέλει τους μαστόρους . Συν ότι είναι ένα είδος που το αγαπάει πολύ το κοινό. ΟΙ ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΙΟΥ-ΡΕΠΠΑΣ ή ΡΕΠΠΑΣ-ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΙΟΥ βρίσκονται σε καλή ώρα. Με δεδομένο ότι είναι κάτοχοι του είδους.
Ο ΚΑΡΟΛΟΣ ΚΟΥΝ έλεγε πως «δεν γίνεται να υπάρξει ελληνικό θέατρο χωρίς ελληνικό έργο». Γι αυτό το λόγο, παράλληλα με τις πρωτοπόρες εισαγωγές του, έψαχνε κι εύρισκε κι ανέβαζε, Ελληνες συγγραφείς. Ο «ΚΩΛΟΚΑΙΡΟΣ» του ΑΝΤΩΝΗ ΤΣΙΟΤΣΙΟΠΟΥΛΟΥ είναι ένα τέτοιο έργο. Ένα από εκείνα που δηλώνουν το ελληνικό θέατρο μέσα κι από έργα κι όχι μόνο από παραστάσεις.
Το ντοκουμέντο του τίτλου είναι ο ερχομός προσφύγων για να σωθούν αλλά μένουν αποκλεισμένοι στο δάσος ανάμεσα σε Λευκορωσία και Πολωνία. Το «δράμα» είναι ‘όχι μόνο η κατηγορία είδους στην οποία εμπίπτει το φιλμ αλλά κι η μεταφορική έννοα, στην καθημερινότητα, ότι αυτούς τους ξεριζωμένους κι αποκλεισμένους δεν τους θέλει τελικά κανείς.
Το πολυδιαφημισμένο έπος του ΡΙΝΤΛΕΗ ΣΚΩΤ για το ΒΟΝΑΠΑΡΤΗ με τον ΓΙΟΑΚΙΝ ΦΙΝΙΞ στο ρόλο του τίτλου, είναι ένας περίεργος συνδυασμός. Σαν ένας μαθητικός έλεγχος που στα κύρια μαθήματα πέφτει κάτω από τη βάση, άρα απορρίπτεται, στα δευτερεύοντα τα πάει καλά αλλά δεν επαρκούν οι βαθμοί ..Μόνο που στο τέλος , οι πολλοί , που δεν πήγαν για να πάρουν βαθμολογία αλλά για να δουν έργο, μπορεί να φυγουν και ικανοποιημένοι. ΚΙ έτσι, να κερδίσει τη χρονιά….
Αφορά στη συνεύρεση επί Σκηνής της ΛΥΔΙΑΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΥ και της ΚΑΙΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ. Δύο ηθοποιών διαφορετικής ιδιοσυγκρασίας και είδους.
Αδικαιολόγητη η έχθρητα με την οποία αντιμετωπίστηκε από κάποιους η ταινία του ΝΤΕΗΒΙΝΤ ΦΙΝΤΣΕΡ. Μάλλον με το Νετφλιξ έχει να κάνει και με το «τζάμπα» που δεν εκτιμά κανείς κι ας νομίζει τζάμπα τη μηνιαία συνδρομή..
Ενας σκηνοθέτης του κινηματογράφου, που έχει γίνει δεκτός ως καθηγητής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης, φεύγει σιδηροδρομικώς για την ορκωμοσία του. Ο γιός του ο μεγάλος προβάλει αντιρρήσεις στο να τον συνοδεύσει στο ταξίδι, η σύζυγος είναι ηθοποιός και δεν μπορεί να απουσιάσει από την Αθήνα, ο μικρός γιός είναι πολύ μικρός. Και μέσα στο ταξί που τον πηγαίνει στο τραίνο ,και μας δείχνει πολύ ωραία και τη διαδρομή του πως πάμε στο σταθμό Λαρίσσης από το κέντρο της Αθήνας, κι από εκεί αντιλαμβανόμαστε ότι θα φύγει με τραίνο, αντί να πετάξει το δεύτερο εισιτήριο που περίσσεψε, κάνει μια δεύτερη σκέψη. Και σταματά έξω από ένα σπίτι καθοδον προς τον σταθμό.
«ΠΟΙΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ».. Την είπε προσδιοριστικά για το έργο του ΤΑΚΗ ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΥ, του ρομαντικού, μοναχικού , κινηματογραφικού οραματιστή της Θεσσαλονίκης, ο φίλος του και συνεργάτης του ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΠΡΟΥΧΟΣ. Ο οποίος προλόγισε, κατά κάποιο τρόπο ,την ταινία του σκηνοθέτη «ΡΟΜΑΝΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ», μαζί με έναν άλλο συνάδελφο και φίλο και συνεργάτη του σκηνοθέτη, τον ΜΑΡΚΟ ΧΟΛΕΒΑ
Αν κι είδα ένα θαυμάσιο έργο, το απόσταγμα πάνω μου έγραψε τη λέξη «ΗΘΟΠΟΙΟΣ». Δυο ηθοποιοί της νεότερης γενιάς, ο ένας νεότατος, ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΠΟΥΡΑΝΗΣ, ο άλλος λίγο μεγαλύτερος αλλά πολύ νέος κι αυτός, ο ΘΑΝΟΣ ΛΕΚΚΑΣ, συναντιούνται στη Σκηνή και παίζουν με ένα τρόπο ο οποίος δείχνει σαν η πείρα τους να ήταν πολυετής, σαν να είχαν φάει το θέατρο με το κουτάλι, σαν να είχαν ξετινάξει τα ρεπερτόρια. Και να είχαν αποκτήσει από την πολυετή τριβή τόση πείρα ώστε να κάνουν μεταξύ τους αυτό το παιχνίδι, αυτό το ερμηνευτικό παιχνίδι, το οποίο δίνει στο κείμενο τη ζωή που του πρέπει. Εντυπωσιάστηκα