Στο σπίτι αυτό ζει ο πατέρας του, όπως μαθαίνουμε, κι ο γιός ζητά από τον πατέρα να τον ακολουθήσει στο ταξίδι, να είναι εκείνος ο συνοδός του στην ορκωμοσία .
Εχει προηγηθεί η εισαγωγική σκηνή που μας έχει ταξιδέψει πολύ πίσω, στο 1973, όταν ένας γιος έχει αντιδράσει με τον τρόπο του στο να συνοδευτεί από τον πατέρα στη φοιτητική μετάβαση.
Το ξεκίνησα κάπως απότομα, ή κι ανορθόδοξα για κάποιους αναγνώστες, μπαίνοντας απευθείας στην υπόθεση, πριν πω οτιδήποτε άλλο είτε σε χαρακτηρισμό είτε σε διευκρίνιση περί τίνος πρόκειται. Όμως αυτός είναι ο ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΧΟΥΡΣΟΓΛΟΥ, σεναριογράφος-σκηνοθέτης, ο οποίος από το ξεκίνημα του, νεαρό παιδί, διακρίθηκε για το σενάριο στην ταινία «ΜΑΝΙΚΕΤΟΚΟΥΜΠΑ», τότε στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης του 1980 κι είχα ζητήσει να τον γνωρίσω κι έτσι γνωριστήκαμε. Νεαρός κι εγώ, στην εκκίνηση κι ο Χούρσογλου, είδα σενάριο κι.. όρμησα.
Ως σεναριογράφος -σκηνοθέτης εμπνέεται και παρακινείται από την υπόθεση η οποία πάντα βγαίνει μέσα από μια έκθεση των χαρακτήρων με ένα ζήτημα να κάνει πάντα την.. σέντρα.
Και φτάνουμε λοιπόν στη Θεσσαλονίκη με τον καθηγητή -σκηνοθέτη και τον πατέρα κι αρχίζει το ξετύλιγμα. Αφενός, το δικό τους, το μεταξύ τους. Εκείνη η αρχική, εισαγωγική σκηνή της εφηβείας του 1973 μας έχει καταγραφεί. Και περιμένουμε να μάθουμε για το τι μεσολάβησε από τότε μέχρι σήμερα , στη σχέση των δύο αυτών προσώπων, ώστε να δούμε αυτό που εξελίσσεται μπροστά μας. Αυτό είναι το «αφενός»
Το «αφετέρου» αφορά από τη μια στο σόι που περιμένει στη Θεσσαλονίκη κι έχουν να ιδωθούν πολλά χρόνια με τους συγγενείς στην Αθήνα κι από την άλλη ,με το ίδιο το Πανεπιστήμιο, με τις εξεγέρσεις των φοιτητών αλλά και με τα μαθήματα. Από όπου παίρνουμε μια ωραία εικόνα, για το τι περίπου αλλά και το πως θέλει να το δείξει η ταινία διότι είναι μυθοπλασία κι όχι δημοσιογραφική αποστολή.. Κι αυτό έχει να κάνει τόσο με τις σχέσεις καθηγητή -φοιτητών, τη σχέση με τον ίδιο τον κινηματογράφο αλλάκαι του πατέρα η παρουσία που δεν θα αποφύγει και τη σύγκρουση..
Όλα αυτά είναι πολύ ωραία δοσμένα και από κινηματογραφική άποψη, άφιξη στη Θεσσαλονίκη με την υπέροχη φωτογραφία του ΓΙΩΡΓΟΥ ΑΡΓΥΡΟΗΛΙΟΠΟΥΛΟΥ όπως δείχνει την πόλη στην καθημερινή της φασαρία αλλά και με θαυμάσια δουλειά στον ΗΧΟ (υπογράφει ο ΝΙΙΚΟΣ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΥ), ο ήχος της πόλης, ο ήχος της καθημερινότητα, ο ήχος στον κλειστό χώρο στο Πανεπιστήμιο που τελεί υπό μιας μορφής κατάληψη αλλά κι ο ήχος κατά το μάθημα, κατά την πρακτική εφαρμογή.
Είμαστε ενώπιον λοιπόν ενός έργου ,που σύμφωνα με τα εξωτερικά χαρακτηριστικά του δείχνει βιωματικό ή αυτοβιογραφικό.. Ωστόσο, δεν θα μείνω σε αυτές τις λεπτομέρειες διότι το κοίταγμα μου είναι πάντοτε Εργοκεντρικό και με ενδιαφέρει περισσότερο ο ήρωας του σεναρίου παρά το αν είναι ή δεν είναι ο Χούρσογλου..
Το έργο επισημοποιεί την αξία του, πέρα από τα κινηματογραφικά που ανέφερα κι έχω να αναφέρω κι άλλα ακόμα, για ηθοποιούς δεν μίλησα ούτε για μοντάζ, σε μια στροφή που γίνεται. Και γίνεται στο σημείο που δείχνει να έχει κολλήσει σε κάτι γύρω από τον πατέρα και τους φοιτητές κλπ κλπ και εκεί θέλεις οπωσδήποτε ή μια στροφή ή μια παράλληλη πλοκή. Εισάγει κάπως μυστηριωδώς τους συγγενείς (η αλήθεια της ΕΛΕΝΗΣ ΓΕΡΑΣΙΜΙΔΟΥ έκτυπη) και τότε γίνεται η τούμπα. Για την οποία δυστυχώς δεν μπορώ να μιλήσω. Ο τρόπος με τον οποίο γίνεται η τούμπα είναι πολύ ωραίος σεναριακά. Και τον υποστηρίζει και κινηματογραφικά ο Περικλής με ένα πολύ ατμοσφαιρικό τρόπο νυχτερινής σιδηροδρομικής επιστροφής στην Αθήνα. Από τον έρημο σταθμό της Θεσσαλονίκης, τη διαδρομή κατά τη νύχτα (μου θύμιζε-άκου τωρα-κάτι νυχτερινα του Φρεντ Ζίνεμαν στην «Τζούλια») και νυχτερινή άφιξη στο σταθμό Λαρίσσης. Φυσικά η επιλογή νυχτερινού ταξιδιού ήταν η δέουσα.
Σε δυο σημεία όμως θα σταθώ, ως κενά. Το ένα είναι η σχέση του ήρωα με το δικό του γιό, το μεγάλο, τωρα που είναι κι ο ήρωας μας πατέρας ύστερα από την επανασυνάντηση με τον δικό του. . Δηλώνεται η σχέση, δεν λέω πως δεν δηλώνεται. Και το φινάλε επίσης δηλώνει συναίσθημα. Λείπει όμως μεγαλύτερη σύγκρουση ώστε να έκανε το τραύμα του κεντρικού ήρωα πιο έντονο, να του έδινε λίγη παραπάνω δραματικότητα. Βέβαια, ο επιλεγμένος χαμηλός τόνος του Χούρσογλου δεν το πολυθέλει αυτό, το έχει δείξει και σε άλλα του έργα, για κάποιους σαν και μένα αυτό είναι μια έλλειψη, για τον ίδιο είναι επιλογή και την ακολουθεί σεβάσμια. Στην κριτική λαμβάνουμε υπόψη ότι βλέπουμε το έργο του σκηνοθέτη και του σεναριογράφου κι όχι το δικό μας.
Στο δεύτερο σημείο όμως έχω ένσταση πιο αυστηρή. Αφορά στο ντεκόρ, στο σπίτι του Καθηγητή στην Αθήνα, όπως μας το δείχνει εξωτερικά. Δεν είναι σπίτι Καθηγητή Πανεπιστημίου αυτό. Είναι σπίτι ενοικιαζομένων για φοιτητες. . Εξωτερικά. Δεν ειρωνεύομαι. Θεωρώ ότι θα έπρεπε να είχε προβλεφθεί από το σενάριο μια εξήγηση του γιατί μένει ο καθηγητής (ο οποίος φυσικά είναι και καλλιτεχνης) σε ένα τέτοιο σπίτι, κάποιο στοιχείο του χαρακτήρα ώστε να μη μοιάζει με αυθαιρεσία.
Στους συντελεστές τους κινηματογραφικούς, το ΜΟΝΤΑΖ που συνυπογράφεται από τον «πρύτανη» ΤΑΚΗ ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟ και τον νεότερο ΔΗΜΗΤΡΗ ΠΟΛΥΔΩΡΟΠΟΥΛΟ είναι Η ΤΑΙΝΙΑ. Είναι εκεί που πατάει ο σκηνοθέτης Χούρσογλου για να εμπιστευθεί το έργο του σεναριογράφου Χουρσογλου.
Ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΛΟΓΟΘΕΤΗΣ είναι ηθοποιός μοναδικής εκφραστικής, λιτής, κινηματογραφικής αξίας, ο ηθοποιός αυτός ποτε δεν «παίζει», πάντοτε «είναι», σε όλους τους ρόλους είναι ο ήρωας του σεναρίου που συμπεριφέρεται. Είναι εκπληκτικός. Είναι το πως αντιλαμβάνεται την ηθοποιία και τη φέρνει πάντα σε άριστο πέρας, εδώ έχει να παίξει κι αντικρουόμενα συναισθήματα… και τα οδηγεί στην κορυφή. Ο ΒΑΣΙΛΗΣ ΚΟΛΟΒΟΣ. Τι άριστος ρολίστας, καρατερίστας πλέον.. Τι συναισθηματική υποκριτική και πόσο λιτή αλλά και τι ωραία γκρο πλάνα έχει επιφυλάξει ο Χούρσογλου και στους δυο πρωταγωνιστές του, τους έχει προβάλλει όλες τις αξίες. Κι ο Αργυριολιοπουλος τους έχει φωτίσει έτσι ώστε να δώσουν την ερμηνεία της έκφρασης στο κοινό
ΥΓ Τη σκηνή του κινηματογραφικού μαθήματος στο Πανεπιστήμιο παρακολουθείστε τη προσεκτικά. Είναι πολύ ωραίο δείγμα αφενός για τη συλλογικότητα του κινηματογράφου, αφετέρου για την αρμοδιότητα του κάθε επιμέρους καλλιτέχνη και τα συμβολής του.