Υποχρεωτικά από την ιστορία, από το story δηλαδή, ξεκινάς, στη δική μου αντίληψη , όταν πας να μιλήσεις για το 4ο remake της ταινίας αυτής κι ύστερα λες για τους καλλιτέχνες που το λάμπρυναν.
Διότι , κάθε τόσο μιλούν εκ μέρους του Χρόνου, με ΑΣΕΒΕΙΑ, για το τι θα μείνει ή θα ξεχαστεί, λες και ξέρουν, λες κι είναι πάντα ο «Χρόνος» που το αποφάσισε κι όχι τα ιερατεία. Υπάρχει μια διαφορά μεταξύ του ΤΙ ΑΝΤΕΧΕΙ ΣΤΟ ΧΡΟΝΟ και του τι ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΤΑΙ ΕΚ ΤΩΝ ΥΣΤΕΡΩΝ. Το τελευταίο δεν είναι υπόθεση Χρόνου αλλά κουμανταδόρων της κάθε εποχής.
Αν λοιπόν μιλούμε για αντοχές στο χρόνο, η ΙΣΤΟΡΙΑ, το ΘΕΜΑ του «ΕΝΑ ΑΣΤΕΡΙ ΓΕΝΝΙΕΤΑΙ», νομίζω πως ξεπερνά κάθε άλλο κινηματογραφικό story.
Με τον ΣΠΑΪΚ ΛΗ με συνέδεαν ανάμεικτα συναισθήματα. Εβλεπα ένα μεγάλο ταλέντο με δύναμη, πάθος, γνώση κι από την άλλη με ενοχλούσαν οι ταινίες του. Και με ενοχλούσαν επειδή παρατηρούσα ότι ενδιαφέρεται να μιλήσει πιο πολύ για τον εαυτό μέσα από αυτές, να βγάλει μπροστά τον εαυτό του και τις θέσεις του κι αυτή η δύναμη, το πάθος αλά κι η οργή που τον διέκριναν κατέληγαν σε ένα ρατσιστικό παραλήρημα. Ακόμα και στις καλές του ταινίες, όπως ήταν το «ΚΑΝΕ ΤΟ ΣΩΣΤΟ» ή ο «ΜΑΛΚΟΛΜ Χ». Εβλεπα πως παραβίαζε ένα βασικό κανόνα, τα διακριτικά όρια ανάμεσα στο «έργο θέσης» και στο «έργο κηρύγματος». Εφαγε, όμως, πολλές αποτυχίες, εξαιτίας αυτού, μεγάλωσε κιόλας, δεν ξέρω αν έπαιξε ρόλο στη διαμόρφωση του κι ότι η Αμερική έβγαλε μαύρο Πρόεδρο ούτε και ξέρω όμως τα αισθήματα του για τον Ομπάμα ώστε με σιγουριά να πω ότι αυτό συνέβαλε, ωστόσο περιορίζομαι σε αυτό που διαπίστωσα: Ότι μετά από χρόνια, απόλαυσα ταινία του ΤΟΣΟ ΠΟΛΥ!
..Βέβαια η ταινία είναι εντελώς πακιστανική κι ελάχιστα νορβηγική κι αυτή είναι μια λεπτομέρεια που αφορά γενικώς στο σημερινό δυτικό κόσμο και στο πως τρέχουν τα πράγματα. Αν το προτάσσω , είναι επειδή , σε αντίθεση με την ταινία εκ Δανίας «ΜΕ ΔΙΑΒΑΤΗΡΙΟ ΤΗ ΓΟΗΤΕΙΑ», η Δανία ήταν διαρκώς παρούσα στην ιρανική ιστορία, ενώ εδώ, έχουμε ένα καθαρά πακιστανικό έργο παρόλο ότι η Νορβηγία λειτουργεί ως αφορμή για τη δεινά. Ωστόσο, βλέπουμε ότι το πρόβλημα ήταν ίδιο και στο Ισλαμαμπάντ, το πρόβλημα που κατέτρεχε την ηρωίδα… Εν πάση περιπτώσει τίθενται δυό ζητήματα. Το ένα είναι αν αυτή η ταινία αντιπροσωπεύει το νορβηγικό σινεμά, το δεύτερο είναι ότι εκείνο που αφορά είναι η ίδια η ταινία κι από αυτή την άποψη, χαίρομαι που η Νορβηγία την επέλεξε ως καλύτερη για να τη στείλει στα Οσκαρ. Κάτι που δεν έκανε η Δανία με τη «γοητεία» κι επέλεξε κάτι κατώτερο, το «The guilty» ως πιο …δανέζικο και λιγότερο καλό ως ταινία.
Το πρόβλημα της καινούργιας ταινίας του ΛΟΡΑΝ ΚΑΝΤΕ, που είχε κάνει το «ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΟΥΣ ΤΟΙΧΟΥΣ» για το οποίο είχε πάρει «ΧΡΥΣΟ ΦΟΙΝΙΚΑ» κι υποψηφιότητα για ΟΣΚΑΡ ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΗΣ, είναι πως δεν ξεκαθαρίζει τους στόχους της, πως δεν ξέρει που θα καταλήξει, που θέλει να φτάσει και πως θα το κάνει, ποιος είναι ο κεντρικός ήρωας της διότι το κλείσιμο της ταινίας τα μπερδεύει κι άλλο. Είναι ένα έργο που πολλά θέλει να πει αλλά δεν τα έχει ξεκαθαρίσει μέσα του. Κι όλα αυτά φυσικά είναι θέμα ΣΕΝΑΡΙΟΥ.
Άλλο ένα καλό δείγμα από το σύγχρονο ιταλικό σινεμά που απολαμβάνει της… περιφρόνησης των εγχωρίων αγκιτατόρων αλλά αν τους προσπεράσουν, μπορούν να πάρουν απόλαυση ουσίας οι θεατές και μαθήματα κινηματογράφου οι ενδιαφερόμενοι. Κι ας αρχίσουν να ασχολούνται πιο επισταμένως με τον ΠΑΟΛΟ ΤΖΕΝΟΒΕΖΕ, ο οποίος από ταινία σε ταινία αποκαλύπτει όλο και μεγαλύτερη αξία.
Στην Ελληνική Κινηματογραφία, εννοώ. Διότι από τον Λάνθιμο με τον «Κυνόδοντα» και μετά, έχω πάθει (και νομίζω πολύς κόσμος) τέτοιο…. «πανικό» που σε κάθε ταινία ελληνικής ,ελληνικότατης (όχι με εθνικά χαρακτηριστικά το «ελληνικότατης» αλλά με της άλλης, εκείνης της ελληνικής φεστιβαλοκατάστασης) τάσης που θα απωθούσε, «τρέμω» μήπως κι έλθει πάλι καμιά αναγνώριση από το εξωτερικό κι αυτός που μας έκανε να πλήξουμε ή να αναρωτηθούμε «μα τι είναι αυτό που βλέπω;» ξαφνικά ακούσουμε να πέφτουν σωρηδόν οι διακρίσεις πάνω του . Και να πρέπει να υπερασπιστούμε την εν λόγω ταινία που θα διακρίνεται στο εξωτερικό μη και θεωρηθούμε κακόπιστοι και κακόζηλοι Ελληνάρες. ΚΙ επειδή υπάρχει αυτό το συστατικό τόσο στον πληθυσμό μας όσο και στην ίδια την κινηματογραφία, είτε την άμεση (των συναδέλφων των καλλιτεχνών δηλαδή) είτε την έμμεση (κριτικών με εισαγωγικά ή άνευ και αμέτρητων…. «γνωμολόγων»- νέα «ειδικότητα» που εκφράζει γνώμη για τα πάντα, με δικαίωμα αναφαίρετο μεν αλλά που εκθέτει κι αυτόν που τη φέρει κι επανεπιβεβαιώνει τη ρήση του Κλιντ Ηστγουντ περί «γνώμης» ) για αυτό και δηλώνω ότι «τρέμω».
Τον ενθουσιασμό που μου προκάλεσε αυτή η ταινία, δεν τον δοκίμασα από καμία άλλη τουλάχιστον σε αυτή την παράμετρο: Του θεατή πού αφέθηκε επειδή τον πήρε η ταινία και το πήγε ταξίδι με τραίνο, χωρίς να προλάβει τον κόπο των δεύτερων και τρίτων σκέψεων, όπως γίνεται με τις καινούργιες. Οι σκέψεις ήρθαν όλες μετά, αφού τέλειωσε η ταινία κι ήταν σκέψεις που είχαν να κάνουν με τη μαγεία του Κινηματογράφου.
Καταρχάς, μην προσκολληθείτε στον συγγραφέα. Γενικώς, μην προσκολλάστε στους συγγραφείς όταν πηγαίνετε να δείτε μια ταινία. Ξέρω, δεν είναι εύκολο από τον θεατή να ξεριζώσεις την εντύπωση που σχημάτιζε διαβάζοντας ένα βιβλίο. Εφτιαξε τις δικές του εικόνες, εγωιστικά έχει την απαίτηση ο σκηνοθέτης που το μετατρέπει σε ταινία να του δείξει αποκλειστικά τις εικόνες που ο κάθε αναγνώστης χωριστά δημιούργησε διαβάζοντας το βιβλίο. Εξού κι επαναλαμβάνεται η φράση «σαν το βιβλίο δεν ήταν». Μόνο που η εν λόγω φράση, που καταντά αφορισμός, είναι κούφια πέρα για πέρα, δεν άπτεται της κινηματογραφικής πραγματικότητας, της κινηματογραφικής δημιουργίας, της κινηματογραφικής Τέχνης (και κινηματογραφική Τέχνη είναι ό,τι έχει να κάνει με την Τέχνη του Σινεμά κι όχι με τα … «έργα Τέχνης» και μόνο) και καταλήγει ανοησία. Χωρίς να παραγνωρίζω τη δυσκολία του πράγματος, επαναλαμβάνω και θα το επαναλαμβάνω όσο έχω φωνή και γραφίδα πως όταν μια Τέχνη μεταφέρεται σε μία άλλη υποχρεούται να ακολουθεί τους κανόνες της δεύτερης και μόνον αυτής.
Θέλω να πιστεύω ότι η ταινία αυτή που έρχεται με διαβατήριο ΔΑΝΙΑΣ κι έχει γυριστεί από ΙΡΑΝΟ, θα έχει καλή τύχη και στις αίθουσες. Διότι σε κρατεί από το πρώτο πλάνο και σε αφήνει μόλις στο τελευταίο. Σου κρατά διαρκώς το ενδιαφέρον και δεν σου έχει αφήσει περιθώρια να ξέρεις που ακριβώς θέλει να το πάει.
Ταινία ψυχαγωγίας αλά με «κάτι», είναι αυτό το φιλμ που , σε μένα τουλάχιστον, ήρθε ως μια στάση ανάπαυλας ύστερα από ταινίες άλλων σκοπών και διαθέσεων.