Είδα, κι όσο πέρναγε η ώρα με χαροποιούσε όλο και περισσότερο, πως «κατανόησε» τα ανωτέρω διαχωριστικά όρια μεταξύ «έργου θέσης» κι «έργου μπροσούρας», κι είδα μπροστά μου το ταλέντο του, για το οποίο ουδέποτε αμφέβαλα, να ξεδιπλώνεται στην οθόνη με θαυμαστό τρόπο.
Η θέση είναι θέση αλλά αυτή τη φορά γίνεται με τους όρους της Τέχνης.
Με θαυμάσιο θέμα στη διάθεση του για «έργο θέσης», την αληθινή περίπτωση .Δεν λέω την «αληθινή ιστορία» διότι αποκλείεται να μην έχουν γίνει παρεμβάσεις στο σενάριο ώστε να φιλμ να λειτουργεί ως κινηματογράφος τόσο εκπληκτικά όπως λειτουργεί παρόλο ότι πάντα καραδοκεί ο γνωστός άγνωστος βλαξ να πεί «ότι αυτά δεν γίνονται στην πραγματικότητα», ότι «έχει υπερβολές κι απιθανότητες». Αν δεν τα είχε δεν θα ήταν σινεμά..
Το θέμα λοιπόν που έχει στα χέρια του και το οποίο δουλεύουν τρεις σεναριογράφοι, κι ένας ο εαυτός του τέσσερις, για να το μετατρέψουν σε σενάριο επειδή βασίζεται στην αυτοβιογραφία του κεντρικού προσώπου, είναι η ιστορία του πρώτου μαύρου αστυνομικού στο τμήμα του Κολοράντο, που δεν φημίζεται ως Πολιτεία, τουλάχιστον στα χρόνια του Νίξον που τοποθετείται η ιστορία, για την φυλετική ανεκτικότητα.
Μας λέει την ιστορία αυτού του πρώτου μαύρου αστυνομικού γύρω από ένα συγκεκριμένο θέμα, κι όχι υπό τύπον βιογραφίας. Το συγκεκριμένο θέμα, που μπορεί να το δάνεισε η ζωή αλλά η ταινία μπορεί και το μετατρέπει σε άριστο σεναριακό εύρημα, είναι πως ο μαύρος αστυνομικός, εν μέσω λευκών συναδέλφων του (και το σενάριο γρήγορα και συνοπτικά μας έχει εξηγήσει το πώς βρέθηκε μαύρος σε αυτή την υπηρεσία) στήνει μια καταπληκτική παγίδα στην Κου Κλουξ Κλαν, τη γνωστή ρατσιστική οργάνωση με τους φλεγόμενους σταυρούς και τις άσπρες κουκούλες, και καταφέρνει να εισχωρήσει στα άδυτα της. Μα πως είναι δυνατόν; Αυτοί με το που βλέπουν μαύρο άνθρωπο, θολώνουν, ξυπνούν μέσα τους αιμοβόρικα ένστικτα. Πως μπορεί να παρείσφρησε; Με τη συνεργασία λευκού συναδέλφου του, μυστικού αστυνομικού επίσης, δημιούργησε ένα λευκό alter ego, όπου ο ίδιος συνεννοείτο τηλεφωνικώς με τους κου-κλουξ-κλανάδες αλλά εμφανιζόταν μπροστά τους ο λευκός.
Αυτό είναι το εύρημα!
Η ανάπτυξη του ευρήματος οδηγεί σε ένα από τα πολύ ωραία σενάρια που έχουμε δει την τελευταία περίοδο και –για αυτό κι έβαλα τίτλο περί ωρίμανσης Σπάικ Λη- όλη η θέση η πολιτική, όλες οι θέσεις που αντικρούονται, όλο το ιστορικό και φυλετικό υπόβαθρο που υπάρχει, εντοπίζονται στην ανάπτυξη της πλοκής. Με ευφυή τρόπο οι σεναριογράφοι κι ο εποπτεύων Σπάικ Λη στρέφουν όλη τους την προσοχή στην πλοκή, στην ανάπτυξη πλοκής κι ο μέγας κερδισμένος είναι ο θεατής. Ο οποίος βρίσκεται ενώπιον μιας συναρπαστικής ιστορίας, προπάντων ενώπιον μιας συναρπαστικής ΤΑΙΝΙΑΣ, που λειτουργεί ως περιπέτεια, που εξιτάρει ως σασπένς, που παίζει με κανόνες αστυνομικού έργου ενώ ποτέ δεν ξεχνά τον προσανατολισμό του.
Το σενάριο καταφέρνει να ισορροπεί μέσα από σύντομες ή και μεγαλύτερες καμιά φορά σκηνές αλλά τόσο σωστά δομημένες και ντεκουπαρισμένες, αυτή την προσήλωση στην πλοκή, στο «μέσω πλοκής μήνυμα», που σε κρατά συνεχώς σε αγωνία, σου δίνει περιεκτικά πράγματα, αναπτύσσει χαρακτήρες και κατεπέκταση ρόλους, το μοντάζ δουλεύει πάνω στο σενάριο διότι ο Σπάικ Λη είπαμε πως στην πλοκή επικεντρώνεται άρα μέσω μοντάζ θα κάνει την ταινάα του συναρπαστική και μας προσφέρει χάρη στους ρόλους και απολαυστικούς ηθοποιούς.
Ο πρωταγωνιστής ΤΖΩΝ ΝΤΕΗΒΙΝΤ ΓΟΥΑΣΙΝΓΚΤΩΝ, γιός του ΝΤΕΝΖΕΛ, καταρχάς διαθέτει ΕΚΤΟΠΙΣΜΑ!. Δηλώνει παρουσία αναμφισβήτητα. Κι ο Σπάικ Λη του προβάλει τα στοιχεία της παρουσίας αυτής. Συγχρόνως έχει ένα ακόμα καλό: Δεν θυμίζει φυσιογνωμικά τον πατέρα του αλλά ούτε και καταβάλει καμία προσπάθεια στο να τον θυμίσει. Αυτό τον τιμά, είναι υπέρ του, ενισχύει τις «υποψίες» περί προσωπικότητας. Το μέχρι που φτάνουν τα υποκριτικά γράδα του, θα το δούμε στη συνέχεια της καριέρας. Τα απαιτούμενα, όμως, υποκριτικά γράδα για αυτή την ταινία, φτάνουν και περισσεύουν.
Εκείνος που είναι εκπληκτικός είναι ο ΑΝΤΑΜ ΝΤΡΑΪΒΕΡ, που τον είδαμε πρόσφατα και στο «Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΣΚΟΤΩΣΕ ΤΟΝ ΔΟΝ ΚΙΧΩΤΗ» κι είναι κι ένα credit για τον ΤΖΙΜ ΤΖΑΡΜΟΥΣ του οποίου δεν υπήρξα ποτέ θαυμαστής αλλά δεν επιτρέπεται να αποκρύπτουμε πράγματα που ανήκουν σε έναν άνθρωπο κι η πρωταγωνιστική αποκάλυψη του Ανταμ Ντράιβερ στο «PATERSON» είναι «έργο» δικό του.
Στην «ΠΑΡΕΙΣΦΡΗΣΗ» κάνει για μια ακόμα φορά εντύπωση ο τρόπος που παίζει, αυτό το αβίαστο που διαθέτει και τον κάνει να παίζει σαν να φαίνεται πως δεν παίζει, οι αντιδράσεις του είναι τόσο ζωντανές, τόσο φυσικές, παίζει σαν μετρημένος κωμικός αλλά σε δραματικό ρόλο.
Γενικότερα, όλη η σκηνοθετική διεύθυνση των ηθοποιών από πλευράς Σπάικ Λη μου έκανε εντύπωση, ο ενιαίος τόνος που έχει δώσει προς όλους, οι οποίοι παίζουν με μια ελαφρά κωμική αυτό-υπονόμευση κι αυτό είναι σκηνοθεσία, σκηνοθετική επιλογή. Είναι αυτό που δίνει στην ταινία το δικό της αέρα, είναι αυτό με το οποίο δείχνει την επικέντρωση στην πλοκή ενός έργου που δεν θέλει ο σκηνοθέτης να γίνει βαρύ, δραματικό κήρυγμα και βρίσκει τον τρόπο να το πετύχει. Δεν διακωμωδεί, τους οδηγεί όμως σε «υπονομευτικό» παίξιμο. Και καταφέρνει να μας κάνει να το απολαύσουμε.
Ολοι οι ηθοποιοί είναι άλλωστε εξαιρετικοί (αν και δεν ξέρω πολλές ταινίες εδώ που τα λέμε, ειδικά στο αμερικάνικο σινεμά που να μην είναι κάθε ηθοποιός στη θέση του), οι casting directors έχουν βρει απίθανους ανθρώπους κι ο Σπάικ Λη τους αξιοποιεί, κυρίως στο χώρο της Κου Κλουξ Κλαν αλλά και του αστυνομικού τμήματος μα και στους λίγους της μαύρης αδελφότητας και βέβαια και στις guest περιπτώσεις όπως του ΑΛΕΚ ΜΠΟΛΝΤΟΥΙΝ στην αρχή και του ΧΑΡΥ ΜΠΕΛΑΦΟΝΤΕ προς το τέλος που έχει δώσει και στους δύο από μια θαυμάσια σκηνή με πολύ ωραίο κείμενο.
Βέβαια, στο τέλος δεν αποφεύγει το κήρυγμα του αλλά είναι από τα πιο διακριτικά κι από τα πιο συμβατά με την υπόθεση, όπου αυτή τη φορά δεν καταλήγει σε κήρυγμα μίσους, όπως έκανε φερειπείν, με παρόμοιο φινάλε στο «Κάνε το σωστό» αλλά σε ιστορική καταγραφή. Κι αυτή τη φορά παίρνει το θεατή με το μέρος του, όπως και να έχει.