Κι επειδή την ταινία την είδαμε στις ΝΥΧΤΕΣ ΠΡΕΜΙΕΡΑΣ και μάλιστα σε ειδικό «γκαλά», την έχουμε και στην ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ στην πρώτη λίστα επιλογής των 40 και κάτι ταινιών αλλά κι επειδή σεναριογράφος είναι ο υποψήφιος για Οσκαρ ΕΥΘΥΜΗΣ ΦΙΛΙΠΠΟΥ (με συνυπογραφή στο σενάριο του σκηνοθέτη της ταινίας ΜΠΑΜΠΗ ΜΑΚΡΙΔΗ), μυρίζομαι εξελίξεις θετικού σπρωξίματος, χωρίς να ξέρω μέχρι που μπορεί να φτάσει αυτό.
Αν δεν υπήρχαν όλα τα προαναφερθέντα θα περιοριζόμουν στην πρώτη αυθόρμητη αντίδραση που θα έλεγε το απλό «μα τι βλέπω;»
Να ξεκαθαρίσω πως «αυτό που βλέπω» , εκ πρώτης όψεως, εκ πρώτης επιφάνειας είναι κάτι που σε Φεστιβάλ θα βλέπαμε , δεν είναι κάτι που θα έβγανε απευθείας σε αίθουσα χωρίς να έχει προηγουμένως λανσαριστεί… Κι όμως η ταινία τολμα και βγαίνει. Το ότι πέρασε από τις «Νύχτες Πρεμιέρας» περισσότερο δηλώνει φιλική παρουσία και φιλόξενη διάθεση των ιθυνόντων παρά «φεστιβαλιά» έτσι όπως τις ξέρουμε. Θα μπορούσα να το πω και «μικρού μήκους που το μεγάλωσαν», που το τράβηξαν, που το τραίναραν.
Μόνο που το σινεμά έχει αλλάξει κι έχει αλλάξει κι η σχέση με το κοινό. Στην Ελλάδα υπάρχει το πρόβλημα ότι δεν ξέρουμε ούτε κριτικοί αλλά ούτε και θεατές τι ζητάμε από τον ελληνικό κινηματογράφο. Και το «δεν ξέρω τι θέλωω» ταυτίζεται ως έννοια, πολλές φορές, με το «δεν ξέρω τι μου γίνεται». Υπάρχει καταγεγραμμένο στο DNA από παλιά πως την ελληνική ταινία είτε ψυχαγωγική ήταν είτε λαϊκή ήταν είτε φεστιβαλική ήταν , έπρεπε να την βλέπουμε με σνομπάρισμα κι υποτίμηση. Αυτό δεν πρόκειται να αλλάξει, Ο Ελληνας υποτιμά στα λόγια το σινεμά του επειδή υποτιμά τον εαυτό του.
Από την άλλη επειδή πολλαπλασιάζονται αυτές οι ταινίες και σχεδόν μονοπωλούν εδώ και δεκαετίες την ελληνική κινηματογραφία, θα πάνε κάποιοι που θα τα βρουν όλα θετικά κι αν τους κάτσει η ταινία με τίποτε διεθνές θα αυτοεπαινεθούν ως …πρωτοπόροι στη διάγνωση.
Η ταινία μας δείχνει έναν άνθρωπο ανέκφραστο, που δεν αλλάζει έκφραση σε όλη τη διάρκεια του έργου, τον οποίο διακατέχει ο πόνος και του οποίου η ζωή είναι ένα μαρτύριο από όταν η γυναίκα του εξαιτίας ατυχήματος, έμεινε φυτό. Αυτό συνεχίζεται μέχρι τέλους.
Αυτό, όμως, είναι η επιφάνεια. Διότι δεν μπορούμε να παραγνωρίσουμε ότι υπάρχει εσωτερική εξέλιξη κι ας μη φαίνεται, ότι το σενάριο μας δίνει πλήρη εικόνα του ήρωα, κάτι σπάνιο για την αχαμπάριαστη περί σεναρίου ελληνική κινηματογραφία πλην παλαιού κινηματογράφου που τα σενάρια τα έγραφαν θεατρικοί συγγραφείς οπότε ήξεραν κάποιους βασικούς κανόνες, ότι δεν μας αφήνει κανένα κενό γύρω από τον ήρωα και το πρόβλημα του.
Από την άλλη, πέραν αυτής της «φεστιβαλιάς» που πιθανόν να της αναγνωρίσει το βαθύ πορτραίτο ενός πόνου, σε εμένα που πάω σινεμά τι κίνητρο δίνει; Δίνει κάτι άλλο πέραν της περιέργειας «να δω αυτό το ελληνικό που διακρίθηκε στο εξωτερικό»; Βεβαίως κι αυτή τα στιγμή ακούγομαι σαν προπέτης διότι η ταινία τις διακρίσεις που έχει πάρει τις έχει από κάτι μικρά Φεστιβάλ, πιο μικρά κι από της Θεσσαλονίκης (της Οδησσού και του Μαυροβουνίου) κι ουσιαστικά τώρα ξεκινά το ταξίδι της. Εκφράζω απλώς συναισθήματα πιθανοτήτων λόγω αυτού που είδα. Κι αυτό που είδα σηκώνει να συμβεί κάτι τέτοιο. Ομολογώ ότι πριν από τον Λάνθιμο τέτοιες σκέψεις δεν θα τις έκανα. Θα ήμουν πιο κάθετος.
Στη σχέση της ταινίας με το κοινό, παραμένω σκεπτικός (θέλετε «σκεπτικιστής»;) στο ότι αυτός ο πόνος είναι έντονα καθηλωμένος σε ένα πρόσωπο κι ο εξελίξεις είναι εσωτερικές. Πολλές φορές, βαφτίζουν έτσι οι υπερασπιστές κάτι που δεν μπορεί να βρει υπεράσπιση από οπουδήποτε αλλού. Αμολάς ένα περί «εσωτερικού» και (νομίζεις ότι..) καθαρίζεις… Ακριβώς μια μέρα πριν, είχα δει στην ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΑΚΑΔΗΜΙΑ μια άλλη ταινία πάνω στο πένθος, το «LONGING» από το Ισραήλ κι είχα πάθει πλάκα με το σενάριο, με το ενδιαφέρον της ιστορίας, και με την απεριόριστη ικανότητα να μετατρέπει σε ταινία συναισθημάτων και happy end καθολικότητας, ένα έργο με νεκρούς. Συγκρινόμενο, την επόμενη τούτο το δικό μας, μου φάνηκε «λίγο» και «κουραστικό» και διαρκώς επαναλαμβανόμενο. Όμως – εξού κι οι δεύτερες σκέψεις, εξού κι ο πρόλογος- το δικό μας διαθέτει τη «φεστιβαλιά», που δεν διαθέτει το υπέροχο ισραηλινό το οποίο αφηγείται με περίτεχνο τρόπο μια ιστορία από εντελώς διαφορετική σκοπιά και τούτο εδώ, μπορεί και να ποντάρει σε φεστιβαλικές διαθέσεις.
Ο ηθοποιός που επελέγη για τον κύριο ρόλο, ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΔΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ, είναι κωμικός κι αυτό που έχει να κάνει (και το έχει κάνει!)είναι να έχει βρει μία «ανέκφραστη» έκφραση η οποία σε όλη την ταινία δεν αλλάζει αλλά είναι και ζητούμενο. Η σκηνή που ξεχωρίζω τόσο ως σύλληψη όσος και ως εμφανή υπογράμμιση του ηθοποιού είναι μια σκηνή που παίζουν χαρτιά κι ο ήρωας τους διηγείται την υπόθεση από το «Champ» είτε του Τζεφιρέλι είτε το προ Χριστού, του Κινγκ Βίντορ . Είναι πράγματι πολύ ωραία σκηνή, σωστά γραμμένη κι αποτελεσματικά στημένη και σκηνοθετημένη.
Κάτι περισσότερο δεν έχω να προσθέσω για την ταινία, αναρωτιέμαι για τις εξελίξεις στον ελληνικό κινηματογράφο, στο σύνολο του.