Τα φιλμ με συγκλόνισε. Το ρούφηξα από το πρώτο καρέ μέχρι το τελευταίο. Και το ρούφηξα διότι έχει μια πολύ δυνατή ιστορία που βγαίνει μέσα από ένα πολύ δυνατό πρόβλημα , που αφορά στις γυναίκες του Πακισταν και της πακιστανικής κοινότητας στο εξωτερικό, στη Δύση, αλλά κι αποκτά και μεγάλη καθολικότητα διότι αυτά που λέει το έργο και ταιριάζουν τόσο πολύ με τον τίτλο «ΤΙ ΘΑ ΠΕΙ Ο ΚΟΣΜΟΣ» τα συναντάμε και σε άλλες κοινωνίες, και σε άλλες κοινότητες, και στην Ελλάδα φυσικά, μόνο που τα κρύβουν ή τα συγκαλύπτουν ή ντρέπονται ή αποφεύγουν να τα κάνουν ταινίες.
Το «ΤΙ ΘΑ ΠΕΙ Ο ΚΟΣΜΟΣ» , ως φράση είναι μια ΠΛΗΓΗ για όλους τους πολιτισμούς κι όχι μόνο για τα κορίτσια τοου Πακιστάν αλλά και για τα κορίτσια της Δύσης και οικογενειών της Αθήνας που τα παντρεύουν με το ζόρι, που τα αποκληρώνουν, που τα κάνουν να δυστυχούν καθώς και με τα αγόρια που τα υποχρεώνουν σε νόρμες και συμπεριφορές συμβατές με τη ρήση «τι θα πει ο κόσος» είτε στο σεξουαλικό τους προσανατολισμο και προσδιορισμό, είτε ακόμα και στην επιλογή επαγγέλματος διαφορετικού από του πατέρα είτε και στην πολιτική τοποθέτηση που έλαχε να είναι 180 μοίρες διαφορετική από την πολιτική τοποθέτηση των ανιόντων και πήγαινε σαν «σόι το βασίλειο». Αυτά τα δράματα βιώνοναι εσωτερικά, μέσα στα σπίτια, πίσω αό κλειστές πόρτες και σφαλιστά παράθυρα. Πολλά παιδιά, αγόρια και κορίτσια έχουν αποκηρυχθεί, έχουν εκδιωχθεί από τις οικογένεις για θέματα όπως τα παραπάνω.
Βεβαίως, στην κοινωνία του Πακιστάν και στην εν Νορβηγία κοινότητα της το πρόβλημα φαίνεται εντονότερα ή δίνει δυνατότητα, ακριβώς επειδή είναι ακραίο, να αναπτυχθεί ένα δράμα μέσα εκεί. Και στο χέρι του καλλιτέχνη που αναλαμβάνει να φτιάξει μέσα από αυτό μια ταινία, είναι να το επεξεργαστεί, να το δουλέψει, να το «βασανίσει», να φτιάξει ένα πλατύ και βαθύ δράμα που θα το απολαύσει ο θεατής που αγαπά τα δράματα. Να το κάνει ΕΡΓΟ!!
Η ΙΡΑΜ ΧΑΚ, που το έγραψε και το σκηνοθέτησε, δείχνει ΙΚΑΝΟΤΗΤΑ τόσο στη μία ιδιότητα όσο και στην άλλη και προπάντων στο συγκερασμό των δύο. Διότι το δράμα των κοριτσιών του τόπου καταγωγής το έκανε με ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΟΥΣ όρους, δεν φοβήθηκε τα δυνατά σημεία ούτε τις συγκινήσεις και φυσικά δεν φοβήθηκε μην βγει κανένας βλάκας που αγνοεί στοιχειώδεις κανόνες της δραματουργίας ή της φαντασίας ή του σινεμά και την κατηγορήσει, γενικώς κι αορίστως για «υπερβολές κι απιθανότητες». Οι καλές σπουδές κι η κινηματογραφική κατάρτιση που παρέχουν οι χώρες αυτές δεν δίνουν κανένα χώρο στον «βλάκα» που γράφει στον Τύπο, όπως δυστυχώς κάνουν οι Ελληνες κι ενώ μια τέτοια ταινία θα έπρεπε να έχει βγει στον τόπο μας, δεν θα βγει διότι αυτός ή αυτή που θα ήθελε θα φοβόταν τι θα της γράψει ο άγνωστος βλαξ. Και κάνοντας το χατίρι του βλακός, κάνουν ζημιά στον εαυτό τους και στον κινηματογράφο.
Κεντρική ηρωίδα του δράματος είναι η Νίσα, που την παίζει ένα πανέμορφο μελαχρινό κορίτσι με κατάμαυρα, εκφραστικότατα μάτια, η ΜΑΡΙΑ ΜΟΖΝΤΑΧ. Η Νίσα , Πακιστανή κόρη οικογένειας που μετακινήθηκαν στη Νορβηγία, ζει μέσα στο σπίτι σαν να μην έφυγαν από το Πακιστάν ποτέ. Οι αυστηρές αρχές κι οι παραδόσεις πρέπει να τηρούνται ενώ έξω υπάρχει η Νορβηγία και το κορίτσι πάει σε νορβηγικό σχολείο και φλερτάρει νεαρό Νορβηγό όπου το βράδυ τον μπάζει στην κάμαρα της. Κι ένα βράδυ ο αυστηρών αρχών πατέρας τους κάνει τσακωτούς και κάτω από βίαιες συνθήκες και με δράση κι αγωνία που τιμούν τον κινηματογράφο και την κινηματογραφικότητα των δραμάτων, την στέλνει πεσκέσι σε συγγενείς στο Ισλαμαμπάντ. Για να τη συνετίσουν και να την αναθρέψουν σε ισλαμικό περιβάλλον και με ισλαμικές αρχές. Κάνω μια διευκρινιστική παρένθεση και λέω πως το έργο δεν ασχολείται με το Ισλαμ καθαυτό όσο με τις αρχές και τις νοοτροπίες στις χώρες και σε αυτές τις κοινωνίες και φυσικά και στην Ελλάδα αν πατέρας , σε επαρχία ή και σε συνοικία ή ακόμα και σε προάστιο έκανε τσακωτή την κόρη του να έχει φέρει μετά τα μεσάνυχτα κρυφά από το παράθυρο , τον φίλο της στην κάμαρα της, ποιος αποκλείει ότι θα την είχε στείλει πίσω στο χωριό με τη μία;
Κι εκεί αρχίζει η Οδύσσεια μιας ξεριζωμένης , όπου το ένα δράμα διαδέχεται το άλλο, όπου το κορίτσι που με το ζόρι πάνε να το εντάξουν σε μια νοοτροπία, σε μια κοινότητα και που μέσα από δραματικές συμπτώσεις, ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΕΣ ΣΤΗ ΔΡΑΜΑΤΟΥΡΓΙΑ(!!!!) θα αντιμετωπίζει σε κάθε βήμα την καταδίκη που της επιφύλαξαν η οικογένεια της και το εν Πακιστάν σόι της, γίνεται ένα τραγικό πρόσωπο, μαζί , όμως και δυναμικό. Διότι θα συμβούν διαπομπεύσεις και στο Πακιστάν, κι ο αυστηρός πατέρας θα έρθει να αρπάξει και να φέρει πίσω την «πομπεμένη», να την κλείσει μέσα στο σπίτι σαν «Στέλλα Βιολάντη» (που δεν ήταν…πακιστανικό έργο!!!!!!!!!!!!!!!), σε ένα καθεστώς τρόμου και κάθε άλλο παρά οικογενειακής θαλπωρής κι άλλες τέτοιες μπούρδες και τότε…
Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΠΙ ΤΗΣ ΟΘΟΝΗΣ
Είναι συγκλονιστικό το έργο. Αναπτύσσει τους χαρακτήρες, ακόμα κι όταν είναι φορείς ιδεών. Κι εκείνο που του δίνει καθολικότητα, οικουμενικότητα, είναι πως πίσω από αυτές τις νοοτροπίες είτε λέγονται θρησκευτικές είτε κοινωνικές είτε πατριαρχικές είτε ιδεολογικές είτε ό,τι άλλος διάολος θέλει, κρύβεται η ΕΛΛΕΙΨΗ ΑΓΑΠΗΣ. Ότι ΟΛΟΙ προτάσσουν τη νοοτροπία, αυτή είναι που δεν θέλουν να διαταραχτεί, και στο βωμό της θυσιάζονται άτομα. Από τις ίδιες τις οικογένειας. Που είναι ξεκάθαρο ότι κάνουν παιδιά χωρίς να τα αγαπούν. Διότι απλούστατα ΑΝ ΑΓΑΠΑΣ ΔΕΝ ΦΕΡΕΣΑΙ ΕΤΣΙ.
Από την άλλη, όμως, ένα ακόμα στοιχείο που εκτίμησα στο σενάριο είναι πως ενώ παρακολουθεί τα πράγματα από τη μεριά του κοριτσιού και σαφώς παίρνει θέση, δεν αποφεύγει να δείξει και τη μεριά του γονιού σε μια καθοριστική σκηνή στο τελευταίο 20λεπτο όταν τίθεται στο τραπέζι το θέμα για ποιόν ξεριζώθηκε η οικογένεια, ότι ακούγεται κι ο λόγος εκείνων κι όχι μόνο η απάνθρωπη συμπεριφορά τους.
Είναι ο λόγος για τον οποίο εκτιμούσα ανέκαθεν περισσότερο το «ΑΝΑΤΟΛΙΚΑ ΤΗΣ ΕΔΕΜ» από το «ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗΣ ΧΩΡΙΣ ΑΙΤΙΑ» διότι στο σενάριο του πρώτου ακουγόταν κι ο λόγος του «κακού» γονιού ενώ το έργο σαφώς έπαιρνε θέση υπέρ του αδικημένου παιδιού ενώ στον «επαναστάτη» ήταν διαχωρισμένοι «άγγελοι και τέρατα». Για το «ΠΥΡΕΤΟΣ ΣΤΟ ΑΙΜΑ» δεν το συζητώ καν πως ακουγόταν κι ο αντίλογος ώστε να δικαιολογήσει τη συμπεριφορά του χαρακτήρα στην καθοριστική σκηνή της μάνας που έχει κάνει άπειρο κακό στην κόρη αλλά στο φινάλε, βλέποντας που οδήγησαν οι πράξεις της, ψελλίζει «κι η δική μου η μάνα έτσι με μεγάλωσε».
Οι ηθοποιοί είναι εξαιρετικοί παίζουν με βίωμα, σωστά διδαγμένοι, κι εκτός από το κορίτσι, την ΜΑΡΙΑ ΜΟΖΝΤΑΧ που βάζει κι ένα δυναμισμό στο παίξιμο της και δεν παίζει την ηρωίδα σαν γεννημένο θύμα αλλά ως θύμα συνθηκών που η ίδια δεν εννοεί να τις αποδεχτεί, εξαίρετος είναι κι ο ηθοποιός που παίζει τον πατέρα. Κι όποιος δει την τελευταία του έκφραση στο φινάλε, μπορεί αναδρομικά να κατανοήσει πολλά πράγματα γα το πώς ο ηθοποιός έπαιξε το ρόλο εξ αρχής.
Κινηματογραφικά άψογο από σενάριο, γραφή, κατάτμηση σκηνών, εξέλιξη ιστορίας, φωτογραφία ομοιογενή τόσο στη Νορβηγία όσο και στο Πακιστάν, η σκηνογραφική διεύθυνση κάνει τη διαφορά που έχει όμως επιλέξει σωστότατα τα χρώματα και δίνουν ενιαίο τόνο ανεξαρτήτως σημείου , ναι το έργο έχει αίσθηση περιβάλλοντος κι αυτό φροντίζεται κι από το σενάριο. Οποιος αγαπά τα δράματα και θέλει να βγει δυναμωμένος από ταινία κι όχι τεθλιμμένος, ας το σημειώσει στην ατζέντα του.