Την ταινία την είδα στις διακοπές μου, σε θερινό κινηματογράφο στην Αίγινα, σε ένα από τους τρεις θερινούς που διαθέτει γενναιόδωρα το νησί. Ηταν προτίμηση της παρέας για κάτι διασκεδαστικό, καλοκαιρινό, απολύτως τερπνό. Γράφουμε κριτική για αυτά ή δεν γράφουμε; Και πως τη γράφουμε; Με βάση την (αναθεματισμένη) θεωρία του… auteur, οπότε αρχίζουμε και το ανασκολοπίζουμε επειδή δεν ανταποκρίνεται στη συνταγή των θεωρητικών, ή με βάση ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ και για ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΟΠΟΙΟΥΣ ΕΓΙΝΕ; Η απάντηση νομίζω έχει δοθεί, πριν ξεκινήσει να διαβάζει κανείς το παρακάτω.
… ο ΚΡΙΣΤΟΦΕΡ ΝΟΛΑΝ μεταβάλλει τον ΗΧΟ όχι απλώς σε ΣΤΑΡ της ταινίας αλλά σε αφορμή, σε κίνητρο για τη δημιουργία πολεμικού φιλμ. Και με τη συνδρομή της κάμερας (βλ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ) και του ΜΟΝΤΑΖ καταφέρνει και κάνει μια θαυμάσια πολεμική ταινία κι ας της λείπουν οι χαρακτήρες ή η πολεμική δραματικότητα. Όμως κατορθώνει να επιβάλει την ταινία στους θεατές κι ενώ δεν υπάρχει φαινομενικά αυτό που λέμε «υπόθεση», ο θεατής καθηλώνεται και δεν ακούγεται στην αίθουσα ούτε «κιχ».
Το τελευταίο, το «καλό παιδί» δηλαδή, θα μπορούσα να το έχω βάλει και σε εισαγωγικά αλλά σε τίτλο θα «χτύπαγε» διαφορετικά. Διότι είναι χαρακτηρισμός που απέδιδε συχνά πυκνά στη Ζωή η ΤΖΕΝΗ ΚΑΡΕΖΗ κι έτσι την αποκαλούσε όταν μιλούσε για αυτήν σε τρίτους. Όπως κι η ΑΛΙΚΗ ΒΟΥΓΙΟΥΚΛΑΚΗ μου έλεγε για αυτήν «Να μου την προσέχετε τη Ζουζού μου εσείς που γράφετε κριτική» .
Φέτος μου δόθηκε κατ’ επανάληψη η ευκαιρία να γράψω για την άνθιση του αστυνομικού είδους στο ισπανικό σινεμά και να πω ότι όχι μόνο ευδοκιμεί εκεί το είδος αλλά ότι το υπηρετούν με πάθος και συνέπεια οι κινηματογραφιστές. Κι ότι το αστυνομικό στη χώρα της Ιβηρικής καρποφορεί με όλες τις παραφυάδες, με όλες τις υποδιαιρέσεις του είδους. Κι ότι χάρη στην παραοικονομία και στο downloading, απολαμβάνουμε και στην Ελλάδα τελευταίως, ισπανικά και ιταλικά φιλμ που δεν θα τα βλέπαμε στο αιώνα τον άπαντα, όπως συνέβαινε μέχρι πριν από λίγο.
Η έλλειψη μέτρου από πλευράς ελληνικής διανομής είναι παροιμιώδης. Εκεί που με τα ιταλικά φιλμ, μας είχαν στη σχεδόν απόλυτη στέρηση, τώρα λόγω downloading (που ευνοεί την παρα-οικονομία) αφενός και περσινής επιτυχίας του «QUO VADO» αφετέρου, έφεραν αναδρομικά όλη την προηγηθείσα φιλμογραφία του Ιταλού κωμικού ΚΕΚΟ ΤΖΑΛΟΝΕ με το τουλούμι. Κι επειδή στην ελληνική τιτλοφορία της περσινής επιτυχίας υπήρχε η λέξη «Θεός», σε κάθε αναδρομική του κωμικού που φέρνουν, χώνουν και τη λέξη «Θεός» στον τίτλο. Μέτρο ρε παιδιά. Μέτρον άριστον.. που να πάρει.
Αν κάτι συμβάλλει ώστε η ταινία αυτή, που βγήκε κάπως πρόωρα στις ελληνικές αίθουσες, πριν ακόμα προλάβει να λανσαριστεί στο εξωτερικό όπως (θα) της έπρεπε, είναι η ΛΕΠΤΟΤΗΤΑ στο χειρισμό του θέματος, στη συνύφανση του σεναρίου.
Κι ο Καταλανός σκηνοθέτης ΟΡΙΟΛ ΠΑΟΥΛΟ, μετά «ΤΟ ΣΩΜΑ» που μας άφησε άφωνους πέρσι, επαναλαμβάνει το άθλημα τώρα με τον «ΑΟΡΑΤΟ ΕΠΙΣΚΕΠΤΗ» (πιο κοινότοπο ελληνικό τίτλο δεν μπόρεσαν να βρουν οι εγχώριοι διανομείς;) και χτυπάει καινούργιο «χρυσό»
Κι έτσι , κανείς δεν ασχολείται ούτε κι απασχολείται με ερωτήσεις του τύπου «είδες την ταινία της ΝΙΚΙ ΚΑΡΟ;» διότι η Νίκι Κάρο, η Νεοζηλανδή σκηνοθέτης, δεν παίζει ως όνομα στα χείλη των auter-ιστών. Το πολύ πολύ εδώ να πάνε απευθείας στον τίτλο και για τους λόγους που προαναφέρω να την προσπεράσουν.
Επειδή, τελικό ζητούμενο για τον αναγνώστη-εν δυνάμει θεατή είναι αυτό! Από κει και πέρα, όμως, η κριτική είναι λόγος και σκέψη, που βάζει θέματα προς συζήτηση, και δεν είναι αστεράκια ούτε αριθμοί. Συνεπώς, θα πω και πράγματα παρακάτω που μπορεί να κάνουν την ταινία να φαίνεται πιο… «macchiata», λίγο πιο….. λεκιασμένη. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι δεν είναι καλή ταινία. Γι αυτό και το ξεκαθαρίζω από την εισαγωγή.
Η ταινία είναι παλιότερη. Την είχα δει στη Ρώμη, στη «Sala Barberini» τον Ιανουάριο του 2011. Τότε είχε βγει στα σινεμά κι ήταν η διετία 2011-2012 που είχα γίνει «μόνιμος κάτοικος» της Αιώνιας Πόλης.