Διότι δεν θα κρύψω ότι δεν είχα πειστεί ούτε από το trailer ούτε από τις διάφορες δηλώσεις που είχα διαβάσει κι ακούσει ότι ο θρίαμβος της ομάδας της ΑΕΚ το 1968 στο μπάσκετ έναντι της ΣΛΑΒΙΑ Πράγας μπορούσε να βγάλει ταινία μη οπαδική.
Είχα ακούσει κι άλλα τα οποία προκαταβολικά με είχαν εκνευρίσει. Ότι συνδέει τη νίκη της ομάδας με παγκόσμια πολιτικά γεγονότα, ότι ανακατεύει τη Σμύρνη και το… Αϊβαλί, ότι πήρε τα ντοκυμαντερίστικα πλάνα και τα έντυσε με υπόθεση κι ότι όλο αυτό κάποιους τους πείραξε, ότι… ότι…ότι.
Το θέμα είναι ότι πήγα με βαριά καρδιά να το δω, μόνο από υποχρέωση απέναντι στους αναγνώστες, σαν να έκανα βαριά αγγαρεία.
Μπράβο του, του Μπουλμέτη που όλα αυτά κάμφθηκαν πολύ σύντομα. Κι έτσι μπόρεσα να χαλαρώσω και να δω την ταινία στα σωστά της πλαίσια ως κριτικός αλλά και να την απολαύσω ως θεατής που ήταν κι αυτό εξαιρετικά σημαντικό, ίσως και σημαντικότερο.
Μάλιστα μέχρι να καμφθούν οριστικά οι ενδοιασμοί μου, με τα τόσα που είχα ακούσει αλλά και με επαίνους που δεν με έπειθαν, ο αριστερός με τον δεξιό λοβό βρίσκονταν σε διαρκή καυγά και δεν με άφηναν να παρακολουθήσω την ταινία. Ωσπου έδωσα εντολή στον αριστερό το λογικό να αναλάβει τα ηνία κι έτσι ηρέμησε τον δεξιό και του μετέτρεψε ή μάλλον του ανέτρεψε ολόκληρη τη θυμική διάθεση και κατάσταση.
ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΑ λοιπόν θα πω, με όρους καθαρά κινηματογραφικούς- καλλιτεχνικούς ότι βρέθηκα ενώπιον νέου είδους με την έννοια ότι δεν ήταν ούτε ημι-ντοκυμαντέρ, ούτε δραματοποιημένο ντοκουμέντο και διάφορα άλλα θεωρητικά και ταμπέλες που συνηθίζουν οι κριτικοί σαν τον Προκρούστη όταν θέλουν να εντάξουν κάτι στα έτοιμα κουτάκια τους κι επειδή δεν βρίσκουν το ανάλογο ράφι, αρχίζουν την απόρριψη και την ειρωνεία.
Ο Μπουλμέτης , με άριστους συνεργάτες στο ΜΟΝΤΑΖ (το οποίο είναι οσκαρικού επιπέδου- ΛΑΜΠΗΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗΣ) και στη σκηνογραφική διεύθυνση που παρασύρει και την ενδυματολογία επί το θετικότερο, πιάνει το θέμα της προετοιμασίας του αγώνα και της νίκης της ΑΕΚ, μοντάρει εξαιρετικά τα πλάνα του αγώνα, συνομιλεί στο σήμερα με ανθρώπους που συμμετείχαν τότε ή με άτομα ενεργά της εποχής εκείνης, το ντύνει με ανθρώπινες ιστορίες που εξελίσσονται παραλλήλως και ταυτοχρόνως κι όπου όλες κάτι έχουν να πουν, κάποιες είναι κωμικές, κάποιες άλλες δραματικές, υπάρχουν και νοσταλγικές, υπάρχει και ρετρό, υπάρχει ιστορική αναδρομή σε αναπαράσταση, υπάρχει έντονη η αναφορά στην προσφυγιά που δίνει και τον τόνο, υπάρχουν τα προσωπικά των ανθρώπων που συμμετείχαν στον αγώνα, των ίδιων αλλά και των γυναικών τους, σε όλες τις περιπτώσεις το συναίσθημα περισσεύει κι υπαγορεύει, όλα συμβαίνουν σε σύντομα πλάνα ή σε σύντομες σκηνές που όμως εξελίσσονται και ξαφνικά διαπιστώνεις πως ΤΟ ΟΛΟ ΕΓΧΕΙΡΗΜΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΕΙ!! Όταν σε ένα έργο διαπιστώνουμε πως παρά τις ενστάσεις ή τις επιφυλάξεις ή τα στεγανά ή τις προκαταλήψεις που καλό είναι να μην υπάρχουν κι αυτό το προσόν το διαθέτω ώστε το έργο να μου ανατρέπει την αρνητική διάθεση, τότε έχουμε ΝΙΚΗ. Σαν κι εκείνη της ΑΕΚ.
Και θα εξομολογηθώ πως όταν άρχισε το έργο να με «πιάνει» ως θεατή, υπήρξαν σκηνές που με έκαναν να γελάσω δυνατά μέσα στο σινεμά, υπήρξαν κι άλλες που δάκρυσα, ήταν τόσο ανθρώπινες. Και τόσο σωστά τοποθετημένες, τόσο σοφά μοιρασμένες.
Ναι, θα δεχτώ ότι κάποιοι μπορεί να μιλήσουν και για marketing ή για προϊόν. Θα απαντήσω αμέσως ότι και το marketingείναι απαραίτητο στοιχείο του σινεμά αρκεί να ξέρεις να το κάνεις, κι ότι με τη λέξη ΠΡΟΪΟΝ όχι δεν έχω το παραμικρό πρόβλημα, αντίθετα τη χρησιμοποιούσα τότε που ήταν απαγορευμένη λέξη. Διότι η ταινία ΠΡΟΪΟΝ είναι, καλλιτεχνικό προϊόν, όπως προϊόν είναι και το φάρμακο. Και τα δύο παράγονται με βιομηχανικές συνθήκες.
Στην περίπτωση του «1968» αυτό το Προϊόν είναι original, μπορεί να μείνει και στην κατηγορία των suigenerisή των ειδικών προϊόντων και να μη βρει μιμητές, στην τελική, όμως τα πάντα χρειάζονται ανανέωση, χρειαζόμαστε καινοτομίες κι ας βγει μετά ο κάθε θεωρητικός είτε της δεκάρας είτε των εκατομμυρίων να πει τα δικά του. Το θέμα είναι να λειτουργήσει το έργο.
Οι ηθοποιοί ήταν όλοι στις θέσεις τους, δεν θα αναφέρω ονόματα διότι θα είναι σαν να γράφω κατάλογο κι η «Αλκης Θρύλος» που μου δίδαξε την κριτική δεν θα μου το επέτρεπε, το μόνο που θα πω είναι ότι συμπάθησα κι αγάπησα όλους τους ανθρώπους εκεί μέσα , στις σύντομες ιστορίες τους, επειδή μου ήταν πολύ μα πολύ άνθρωποι.
Βρήκα ευρηματικότατη την κωμική σκηνή του γραφείου κηδειών με τον ΑΝΤΩΝΗ ΑΝΤΩΝΙΟΥ ως τελετάρχη και τους ΓΙΑΝΝΗ ΒΟΥΡΟ και ΧΡΗΣΤΟ ΔΗΜΑ ως επισκέπτες, συγκινήθηκα στο καφενείο στη σκηνή με τον χαφιέ ΕΡΡΙΚΟ ΛΙΤΣΗ αλλά και τη λοιπή παρέα, «ανέβηκα» πολύ στη σκηνή του αστυνομικού τμήματος με τον ΤΑΞΙΑΡΧΗ ΧΑΝΟ και την ωραία από κινηματογραφική άποψη φάτσα του κρατούμενου που δεν μου είναι γνωστός ως ηθοποιός και τα έδωσα όλα με την κοπέλα στο νεκροταφείο και το τρανζιστοράκι δίπλα στο μνήμα για αναμετάδοση του αγώνα σε κάποιο νεκρό- κι όταν μαθαίνουμε ποιος ήταν, η συγκίνηση ξεφεύγει.
Οσο για το δέσιμο με τα διεθνή γεγονότα, έγινε με ένα τρόπο που δεν επιφέρει ξευτίλα ούτε σπουδαιοφάνεια ούτε μεγαλοστομία. Κι ειδικά αυτό το τελευταίο είχε διογκωθεί τρομακτικά τόσο από υποστηρικτές όσο κι από επικριτές.
Η μουσική της ΕΥΑΝΘΙΑΣ ΡΕΜΠΟΥΤΣΙΚΑ ήταν εδώ πιο χαμηλών τόνων, δεν της ξέφυγε προς μεριά έπους.