Το πρώτο μέρος της ταινίας είναι ιδιαιτέρως ελκυστικό, καθώς μας συστήνει ήρωα και περιβάλλον, σε πολύ σωστές δόσεις. Τόσο ώστε και σε κλίμα να μας βάζει, και ατμόσφαιρα να φτιάχνει, κι ένα μυστήριο να πλανάται γύρω από τα πρόσωπα, από την παράξενη συμπεριφορά και ψυχολογία του ήρωα κι από την αινιγματική στάση της αδελφής του απέναντι στην κοπέλα που εισέβαλε στη ζωή του, με δική του άδεια.
Η κοπέλα εισέβαλε στη ζωή του και στο ατελιέ του, τον ερωτεύθηκε, προσπάθησε να καταλάβει την συμπεριφορά του αλλά και να του περάσει, με τον τρόπο της, σιγά σιγά το δικό της. Να τον κατακτήσει κι εκείνη αφού είχε ήδη κατακτηθεί από αυτόν ενώ φαινόταν πως ήταν εξαρχής κατακτημένος κι ο ίδιος.
Κατά την εκτύλιξη , όμως, του μύθου παρουσιάζονται κάθε τόσο σεναριακά κενά που η γοητεία του περιβάλλοντος αλλά και του πρωταγωνιστή τα προσπερνούν, δε τα αφήνουν να φανούν, μέχρι που η ίδια η ιστορία δείχνει κάποια αδιέξοδα της.
Ο ΠΟΛ ΤΟΜΑΣ ΑΝΤΕΡΣΟΝ πραγματικά ως ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ κάνει την καλύτερη έως τώρα ΣΚΗΝΟΘΕΤΙΚΗ δουλειά του, μόνο που διάλεξε την πιο «ακατάλληλη» στιγμή να το πράξει: Σε μια ταινία που το σενάριο είχε κάποια προβλήματα. Από μόνα τους τα προβλήματα αυτά , και μάλιστα από τη στιγμή που σκηνοθέτης και σεναριογράφος είναι τα ίδιο πρόσωπο, θα μπορούσαν να μην είναι και προβλήματα, δεδομένου ότι ο Πολ Τόμας Αντερσον δεν είναι ένας «ορθόδοξος» σεναριογράφος, γράφει ιδιαίτερα και σκηνοθετεί ο ίδιος τα ιδιαίτερα δικά του. Η αλήθεια είναι, όσο κι αν οι auter-ιστές πάνε να του δώσουν ξέχωρη θέση, πως υπογραφή και ταυτότητα δεν έχουν ακόμα ξεκαθαριστεί πλήρως. Όμως ως εργοκεντρικός ο υπογράφων δεν θα σταθεί σε αυτό διότι αντικείμενο μου είναι η ταινία και το τι έχει κάνει σε αυτήν ο σκηνοθέτης –σεναριογράφος της κι όχι η προσωπογραφία του και το τι θέλει να πει ο ποιητής. Δεν μπορώ , όμως, να μην αναφερθώ, εν συντομία έστω , στο σύνολο το έργου του, ακριβώς επειδή το γράψιμο του είναι γενικώς ιδιαίτερο με καλύτερη στιγμή τη «Μανόλια» κι αμέσως μετά τις «Ξέφρενες νύχτες». Στο «Εμφυτο ελάττωμα» η σεναριακή αναγνώριση μιάς ιδιαιτερότητας στη γραφή ερχόταν σε πλήρη κόντρα με τη σκηνοθεσία ως προς το αποτέλεσμα, ως προς το γενικό αποτέλεσμα που μιλά για καλή ταινία.
Ενπάση περιπτώσει, ο άνθρωπος- κι αυτό είναι προς τιμήν του- από το «Θα χυθεί αίμα» κι εδώ επιχειρεί να σταθεί κι ως σκηνοθέτης κι όχι μόνο ως καλός σεναρίστας που σκηνοθετεί ο ίδιος τα σενάρια του.
Από σκηνοθετική άποψη λοιπόν, στην «Αόρατη κλωστή» έχει κάνει μεγάλη πρόοδο. Αφηγείται την ιστορία με ρυθμό κι εικόνες που είναι κι αυτές οι οποίες χτίζουν την υπόθεση και την πλοκή, κι ως σεναριογράφος πετυχαίνει σύντομες σκηνές που επιτρέπουν στο σκηνοθέτη εαυτό του να φτιάξει τον κόσμο που θέλει. Και να δώσει μεγαλύτερη βαρύτητα στο ντεκουπάζ που θα του επιτρέψει να κινηθεί περισσότερο ως σκηνοθέτης και λιγότερο στο σενάριο καθαυτό.
Με τον συνεργάτη του ΜΑΡΚ ΜΠΡΙΤΖΕΣ, νικητή του ΟΣΚΑΡ για τα κοστούμια του «THE ARTIST», συνεργάζεται για μιά ακόμα φορά και εισχωρεί με τη σκηνοθεσία του στον κόσμο του ρούχου όπου δεν προβάλει μοντέλα και πασαρέλες, περισσότερο τον ενδιαφέρει να φτιάξει ένα συνολικό στυλ το οποίο θα έχει να κάνει με το περιβάλλον των προσώπων. Το ίδιο και στη μουσική, την οποία υπογράφει ο ΤΖΟΝΥ ΓΚΡΗΝΓΟΥΝΤ της ομάδας των «Radiohead» , όπου ένας μοντέρνας αντίληψης κινηματογραφικός συνθέτης, του κάνει μουσική, διακριτική συνοδεία με ήχο αλα Χόλυγουντ του ’50, χωρίς, όμως, πομπώδεις ενορχηστρώσεις όπως κάνουν άλλοι όταν θέλουν να μας παραπέμψουν σε εκείνη την εποχή, όπου κι αυτό γίνεται μέρος του κλίματος.
Τα κενά φανερώνονται όταν προχωρά η σχέση του ήρωα με την κοπέλα, όταν γίνεται, όταν δεν ξεκαθαρίζεται επακριβώς το φροϋδικό (και πόσο φροϋδικό είναι!) με την πεθαμένη μητέρα, όταν η αινιγματικότητα της αδελφής φτιάχνει ένα σύνθετο ρόλο για να διακριθεί η ηθοποιός που την παίζει αλλά δεν ξεθολώνει ανάλογα και το σενάριο. Στην περίπτωση της ηθοποιού που αναφέρθηκα, την ΛΕΣΛΥ ΜΑΝΒΙΛ, μια ηθοποιό που θα αναγνωρίσετε ως φυσιογνωμία και σας επισημαίνω ότι την ξέρετε από ταινίες του Μάικ Λι ως επι το πλείστον, η οποία τυγχάνει κι αλλοτινή σύζυγος του Γκάρυ Ολντμαν, έχουμε να κάνουμε με εκείνες τις επισημάνσεις της Ακαδημίας που μόνο η Ακαδημία μπορεί και τις κάνει: Ούτε οι «Σφαίρες» (χαχαχα) και οι p.r αυτών, ούτε οι κριτικοί ούτε τα Σωματεία. Η Λέσλυ Μάνβιλ παίζει το ρόλο της με ένα στυλ που υπαγορεύεται από το ίδιο το ρούχο, από το ίδιο της το ντύσιμο που είναι κι αυτό το οποίο την υποχρεώνει, λόγω θέσης μέσα στο σενάριο, σε μια συγκεκριμένη κοινωνική, τυπική συμπεριφορά, όπου μέσα από το στυλ αυτό εξωτερικεύει τις διαθέσεις της μέχρι εκεί που της επιτρέπει το κλειστό ρούχο της. Η ερμηνεία της, που προτάθηκε για Οσκαρ supporting, κι όλη μαζί, μου θύμισε την οσκαρική υποψηφιότητα κι ερμηνεία μιάς παλιάς ηθοποιού, της ΝΙΝΑ ΦΟΣ, στο μαυρόασπρο φιλμ του Ρόμπερτ Γουάιζ «Ο πύργος των φιλόδοξων» (Executive suite), παραγωγής 1954, όπου η Φος ξεχώριζε εν μέσω cast διασημοτήτων, διότι στο ρόλο της γραμματέως είχε πετύχει ερμηνεία που υποδεικνυόταν από το ίδιο το ρούχο: Στενό , κλειστό, αυστηρό, σκούρο, γιακάς εθιμικός, που την έκανε τυπικά άψογη ως γραμματέα και της υπαγόρευε και πνίξιμο στην εκδήλωση ή στην έκφραση των συναισθημάτων. ΑΥΤΟ ΑΚΡΙΒΩΣ κάνει με εξαίρετο και σημερινό τρόπο η Λέσλυ Μανβίλ και φυσικά για αυτό παίρνει credit κι ο Πολ Τόμας Αντερσον, ναι υπάρχει σκηνοθετική κατεύθυνση κι είναι κι αυτή μέρος του προς τα πού έστρεψε την προσοχή του σε αυτό το φιλμ, που για να δείξει ότι είναι σκηνοθέτης, αποδεσμεύτηκε από το σενάριο.
Σκηνοθετικό credit παίρνει και για τον ΝΤΑΝΙΕΛ ΝΤΕΪ ΛΙΟΥΙΣ που τον έχει ήδη χρυσώσει με ένα από τα τρία Οσκαρ ερμηνείας της καριέρας του, με το «ΘΑ ΧΥΘΕΙ ΑΙΜΑ», κι αυτή την φορά τον κατευθυνει σε κάτι διαφορετικό: Σε μια σκηνοθέτηση star performance, τον περιποιείται στα κοντινά πλάνα, του προβάλει διαρκώς την γοητευτική παρουσία, τη γοητεία της προσωπικότητας, το χαμόγελο που είναι εφάμιλλο της… Τζούλια Ρόμπερτς και της Αλίκης της δικιάς μας…. Ο Ντάνιελ Ντέι Λιούις από το ξεκίνημα του κιόλας γοήτευσε τα πλήθη με εκείνο το μοναδικό αφοπλιστικό χαμόγελο και με το χαμόγελο ως δόλωμα προσήλκυσε το κοινό να τον θαυμάσει ως ηθοποιό και στις μεγάλες κινηματογραφικές ερμηνείες του. Σε αυτό το φιλμ, τα προσόντα του προσώπου και προπάντων εκείνα που λατρεύει ο φακός, είναι που δίνουν το ξεχωριστό, είναι που το υγρό μάτι που προβάλλει ο φακός στο close-up παίρνει διαστάσεις ηθοποιίας και δίνει βαθύτερες ερμηνείες κι αποχρώσεις. Μια κι εδώ αναλαμβάνει ένα ασυνήθιστο ρόλο του γενικού, κινηματογραφικού ρεπερτορίου.
Η κοπέλα της υπόθεσης, η ΒΙΚΥ ΚΡΙΠΣ, παίρνει κι αυτή πόντους από τα «γκρο-πλαν» που της κάνει ο Πολ Τόμας Αντερσον , όπως κι από τη συνολική στάση, αλλά στην περίπτωση της η θολούρα του σεναρίου έχει μεγαλύτερο αντίκτυπο από ό, τι έχει στους άλλους. Διότι ο Ντάνιελ Ντέι Λιουις είναι ο σταρ της υπόθεσης κι η Μανβίλ ολοκληρώνει κάτι δικό της ως supporting. Στην Κριπς δεν είναι τόσο εύκολη η κάλυψη των κενών ενός αξεκαθάριστου τοπίου.