Η ταινία είναι ενδιαφέρουσα για όποιον θέλει να μελετήσει το κοίταγμα του θέματος. Και το θέμα, το αντικείμενο του φιλμ δηλαδή, εμπίπτει στην αναζήτηση θεμάτων με στόχο τη «διαφορετικότητα» και το δικαίωμα των διαφορετικών ανθρώπων σε αυτή τη Γη.
Ωστόσο, όταν πέρσι υπήρξε το «ΜΙΑ ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΗ ΓΥΝΑΙΚΑ» του ΣΕΜΠΑΣΤΙΑΝ ΛΕΛΙΟ, που χάρισε στη ΧΙΛΗ το πρώτο της ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΟ ΟΣΚΑΡ ή όταν έχουμε δει «ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΑΠΟ ΤΗ ΔΑΝΙΑ» καταλαβαίνουμε τις διαφορές και το ανεβοκατέβασμα του πήχη.
Διότι στο «Μια φανταστική γυναίκα» είχαμε γύρω από το θέμα της διαφορετικότητας την ιστορία μιας τρανσέξουαλ που την έπαιζε αληθινή τρανσέξουαλ με ικανότητες ηθοποιίας και γύρω από το θέμα, από το πρόβλημα, από το ζητούμενο πλεκόταν ένας ολόκληρος μύθος, το πρόβλημα μεταβαλλόταν σε δραματουργία, όπου πρωταγωνιστούσε ένα εκπληκτικό σενάριο κι έτσι αποκτούσε ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΚΗ αξία. Κάτι ανάλογο συνέβαινε και με το «ΚΟΡΙΤΣΙ ΑΠΟ ΤΗ ΔΑΝΙΑ» όπου τα καλλιτεχνικά προσόντα ήταν εκείνα που προηγούντο.
Στο «ΚΟΡΙΤΣΙ» έχουμε το εξής κι από αυτή την άποψη καθίσταται ενδιαφέρον:
Εχουμε την περίπτωση ενός κοριτσιού που θέλει να είναι κορίτσι αλλά αισθάνεται ως παγιδευμένο αγόρι, και για τέτοιο πρόκειται, που επιθυμεί να γίνει μπαλαρίνα. Εχει έφεση στο χορό, επιθυμεί διακαώς αυτό, συγχρόνως βρίσκεται σε εξελικτική θεραπεία προκειμένου να γίνει κορίτσι πλήρες.
Εμείς βλέπουμε στην οθόνη ένα πανέμορφο κορίτσι, μόνο που όταν δούμε ότι προτάθηκε για ΑΝΔΡΙΚΗ ερμηνεία ο ηθοποιός που το υποδύεται, ο ΒΙΚΤΟΡ ΠΟΛΣΤΕΡ , τότε κατανοούμε πολλά και κάπου συνταρασσόμαστε με το συγκεκριμένο αποτέλεσμα.
Αυτό που βλέπουμε έχει μια τάση προς το ντοκυμαντέρ, προς το ντοκουμέντο, χωρίς όμως και να είναι ντοκυμαντέρ. Παρακολουθούμε την εξελικτική διαδικασία.
Αυτό, όμως, που παρακολουθούμε δεν έχει καμία δραματικότητα πέραν της όποιας δραματικότητας συνιστά η ίδια η περίπτωση.
Δεν βλέπουμε συγκρούσεις, δεν βλέπουμε προκαταλήψεις, εκτός από ένα περαστικό περιστατικό στο σχολείο, αντίθετα βλέπουμε ένα πατέρα, που είναι από δίπλα στο παιδί και ούτε μία στιγμή δεν περνά φάση αναρώτησης, το ίδιο και το μικρό αδελφάκι, όπως κι η ηρωίδα, σε όλη αυτή τη διαδικασία της. Μόνο στο τέλος, μας περιμένει μια σκηνή αγανάκτησης δικής της με μια σκηνή σοκαριστική κι αποκρουστική, που, όμως, ο σκηνοθέτης τη δείχνει όσο πιο διακριτικά μπορεί αν και δραματουργικά ο επίλογος που ακολουθεί, μας αφήνει μετέωρους.
Από το έργο λείπει η δραματουργία!
Βεβαίως, κι είναι ολοφάνερο ότι πρόκειται για πρόθεση κι όχι για αβλεψία, όμως κι από τις επιλογές, όπως το έχω γράψει πολλές φορές, κρινόμαστε. Ωστόσο, η αλα ντοκουμέντο παρακολούθηση (δεν χρησιμοποιώ καν τη λέξη «προσέγγιση») έχει το δικό της ενδιαφέρον.
Η απουσία δραματουργίας φαίνεται και στην ερμηνεία.
Οπου εδώ έχουμε κάτι το συγκλονιστικό. Το ότι αυτό το υπέροχο κορίτσι παίζεται από ένα αγόρι. Κι εδώ έρχεται η υποψηφιότητα για τα βραβείο ερμηνείας ΑΝΔΡΙΚΗΣ από την Ευρωπαϊκή Ακαδημία Κινηματογράφου. Όμως, ακριβώς επειδή το σενάριο είναι μονοσήμαντο, μονοδιάστατο, χωρίς αποχρώσεις, βλέπουμε και ποια είναι η σκηνοθετική καθοδήγηση προς την ερμηνεία του ηθοποιού. Ο οποίος, ο ΒΙΚΤΟΡ ΠΟΛΣΤΕΡ, που από τις πληροφορίες που μας έδωσαν στην Ακαδημία, στα μέλη, είναι 16χρονος, σχεδόν όσο είναι κι η ηρωίδα του δράματος, χωρίς εμπειρία στην υποκριτική αλλά με σπουδές στο χορό, καθοδηγείται να κάνει το κορίτσι, να γίνει κορίτσι. Σώμα, κινήσεις, ρυθμός και πρόσωπο έχουν μεταβληθεί σε απολύτως κοριτσίστικα κι αυτό είναι κάτι που δεν μπορεί να προσπεραστεί εύκολα, ειδικά όταν μιλάμε και για ηθοποιό άπειρο, χωρίς προηγούμενη τριβή στην υποκριτική. Ο ηθοποιός καλείται να είναι κορίτσι και είναι, γίνεται. Όμως από την άλλη δεν μπορούμε να μιλήσουμε για ερμηνεία αποχρώσεων διότι οι αποχρώσεις δεν υπάρχουν ούτε στο σενάριο άρα ούτε και στο ρόλο. Όλα είναι μονοδιάστατα στην ταινία, κι οι χαρακτήρες με τις συμπεριφορές τους, κι οι ρόλοι και η ίδια η ιστορία, απόλυτα ντοκουμενταρίστικη, γραμμική. Τα πάντα είναι για να εξυπηρετήσουν το νόημα, το δικαίωμα στη διαφορετικότητα. Μόνο που το «Μια φανταστική γυναίκα» αυτό το πετύχαινε στην τελειότητα χάρη στους δραματουργικούς κανόνες και στην εφαρμογή τους.
Υπάρχει και κάτι άλλο ακόμα που τέθηκε ως προβληματισμός από κινηματογραφιστές στην Ευρωπαϊκή Ακαδημία, σχετικά με την ηλικία και τη χρησιμοποίηση ανηλίκου σε κάτι τέτοιο. Προσπεράστηκε, όμως, κι αυτό χάρη στη σαφή καθοδήγηση του σκηνοθέτη προς το νεαρό αγόρι πως καλείται να μιμηθεί το κορίτσι, να παριστάνει το κορίτσι με όσο το δυνατόν πιο πειστικό τρόπο. Διότι οι κινηματογραφστές γνωρίζουν πως γίνεται το σινεμά, πως μπορείς να βάλεις ένα παιδί να κάνει πράγματα που θεωρητικώς εκλαμβάνονται ως «ακατάλληλα δι΄ανηλίκους», ξέρουν ότι υπάρχει μοντάζ, κι από αυτή την άποψη είναι πολύ προσεκτικός ο τρόπος με τον οποίο γίνονται όσα γίνονται και βασικά η σοκαριστική σκηνή προς το τέλος που, με τον τρόπο που γίνεται, δείχνει γνώση και λύση. Χώρια το γεγονός πως ένας 16άρης είναι οριακά ανήλικος , δεν μιλάμε για παιδάκι, διότι σε ανάλογη περίπτωση είχαμε δεί πως κι εκεί το είχαν καταφέρει, κι αναφέρομαι στο «ΑΓΟΡΙ ΜΕ ΤΑ ΡΟΖ» του ΑΛΑΙΝ ΜΠΕΡΛΙΝΕΡ, παραγωγής 1997,, πάλι εκ Βελγίου….. Οπου εκεί είχαμε εφτάχρονο παιδάκι…
Το έργο επί της ουσίας δεν διαθέτει κανένα ερωτισμό ούτε αναφέρεται σε αυτόν όπως επίσης δεν αναφέρεται ούτε στη σεξουαλικότητα. Περισσότερο έχει να κάνει με τις ορμόνες και με τη γενική αλλά κι ειδική τοποθέτηση περί διαφορετικότητας.