Η δεύτερη θεωρία που καταρρίπτεται , αυτή μάλιστα για εκατομμυριοστή φορά, είναι η περί «τηλεοπτικού» όπου ακόμα επιμένουν μερικοί όταν θέλουν να θάψουν κάτι κινηματογραφικό να το χαρακτηρίζουν απαξιωτικά «τηλεοπτικό» κι όταν επιθυμούν να εκθειάσουν μια σειρά που είδαν στην τηλεόραση και τους άρεσε να τη χαρακτηρίζουν με «περηφάνια» ως «αληθινό κινηματογράφο»
Ο υπογράφων θίγει το ζήτημα για ένα άλλο λόγο, ακριβώς επειδή αποδέχεται την μη ύπαρξη τέτοιων διαχωρισμών κι επειδή αναγνωρίζει τις καταπληκτικές δουλειές που γίνονται στην τηλεόραση. Το θίγω διότι βλέποντας την ταινία σκεφτόμουν πως τέτοιου τύπου τηλεταινίες βγαίνουν σωρηδόν, ειδικά από την Αγγλία, κι είναι εξαιρετικού επιπέδου και ποιότητος.
Αυτή τη «ΜΑΙΡΗ ΣΕΛΛΕΫ» δηλαδή αν την βλέπαμε ως «τηλεοπτική» θα έπρεπε όλοι να αναφωνούμε με θαυμασμό» μα τι καταπληκτικές δουλειές κάνουν στην τηλεόραση οι Εγγλέζοι» (ώστε να δείξουμε λιγάκι πως είμαστε και με τους… Εγγλέζους κι όχι με τους Αμερικάνους-κι ας αντιγράφουν τους τελευταίους σχεδόν στα πάντα, εσχάτως και στα έθιμα και στη μετάφραση φρασεολογίας) ενώ την ίδια ακριβώς, μα ΑΚΡΙΒΩΣ που θα δούμε στο σινεμά ως κινηματογραφική θα πρέπει να την σνομπάρουμε ως «ακαδημαϊκή»;
Αυτό το ψευτοπρόβλημα θα πάρει στο λαιμό του την ταινία, χωρίς να λάβει υπόψη του αυτός που θα το εκστομίσει το εξαίρετο έως κι υποδειγματικό σενάριο , που είναι κι ένα μάθημα σεναριογραφίας όταν θέλουμε να γράψουμε βιογραφικό δράμα γύρω από μια προσωπικότητα. Η Σαουδαραβίνα ΧΑΙΦΑΑ ΑΛ-ΜΑΝΣΟΥΡ , που έχει σπουδάσει σινεμά στην Αγγλία, το κατέχει κι ακόμα περισσότερο φυσικά το κατέχει η σεναριογράφος ΕΜΜΑ ΤΖΕΝΣΕΝ- Η Αλ-Μανσούρ συνεργάζεται και στο σενάριο. ΚΙ από τα credits καταλαβαίνουμε ότι πρόκειται για original screenplay κι όχι για διασκευή, δεν είδαμε πουθενά αναφορά σε άλλη πηγή.
Μα και να βλέπαμε, δεν θα είχε διαφορά. Το θέμα είναι να γνωρίζεις τους κανόνες σεναριογραφίας και δραματουργίας και τι ζητάς ο ίδιος από το ιστορικό ή λογοτεχνικό ή όποιο άλλο υπαρκτό πρόσωπο που θέλεις να βιογραφήσεις.
Το συγκεκριμένο σενάριο θέλει να μας πει για τη ζωή της Μαίρη Σέλλευ, την οικογενειακή της κατάσταση, το τι συμβαίνει μέχρι να γνωρίσει τον ποιητή Σέλλευ και να μπεί στους λογοτεχνικούς κύκλους, τις εσωτερικές της συγκρούσεις αλλά και τις εξωτερικές με αφορμή αυτή τη σχέση τόσο σε προσωπικό όσο και σε λογοτεχνικό επίπεδο, την χρήση του Λόρδου Μπάυρον, που τον έχουν ως καθοριστικό supporting χαρακτήρα και στο πως θα επηρεάσει την εξέλιξη της δράσης μέσα από την καταλυτική του παρουσία στα πρόσωπα που απαρτίζουν το ζευγάρι, την Μαίρη και τον Πέρσυ Σέλλευ, το πώς θα φτάσει η Μαίρη να γράψει τον «Φρανκεστάϊν»…
Κι όλα αυτά με δραματικούς κανόνες και με γνώσεις αξιοποίησης, κλιμάκωσης και τήρησης της πλεύσης που επέλεξε για την ηρωίδα.
Παρεμπιπτόντως να πω στους παίδες των «θεωριών» πως στις μεγάλες, πανεπιστημιακές, κινηματογραφικές σχολές το σενάριο είναι σενάριο, δεν διδάσκεται άλλο σινεμά για τη μεγάλη κι άλλο για τη μικρή οθόνη, οι κανόνες είναι ενιαίοι… Ούτε διδάσκεται άλλη ενδυματολογία για τηλεταινία κι άλλη για κινηματογραφική… Κλπ, κλπ, κλπ
Αυτό σε σχέση με το διαχωρισμό τηλεοπτικού και κινηματογραφικού.
Συνεπώς, ποιο ακριβώς είναι το πρόβλημα τους με την «ΜΑΙΡΗ ΣΕΛΛΕΥ»; Το σενάριο είναι άψογο, η σκηνοθεσία παρακολουθεί εκ του σύνεγγυς και ζωντανεύει δραματουργικά το σενάριο, η επιλογή των ηθοποιών είναι τέλεια, η σκηνογραφία κι η ενδυματολογία που έχουν επιλεγεί, είναι ακριβώς επειδή η σκηνοθέτης- η Σαουδαραβίνα, ντε…- έχει αναλάβει να μεταφέρει τη ζωή της ηρωίδας που το σενάριο την τοποθετεί επακριβώς σε χρόνο και τόπο, άρα το σκηνογραφικό κι ενδυματολογικό μέρος είναι σκηνοθετικό πλαίσιο, έχει σκηνοθετική βαρύτητα για την ταινία. Κι η φωτογραφία που καλείται να φωτίσει πρόσωπα, σκηνικά και κοστούμια σε καταστάσεις δραματικές κι ερρεβώδεις που περιγράφει το σενάριο είναι αυτή που χρειάζεται για να φωτίσει ανάλογα, να δουλέψει ημίφως και χαμηλούς φωτισμούς ώστε να βγουν εσωτερικότητες.
Δεν κατάλαβα τι λείπει από την ταινία ώστε να δεχτεί επίθεση.
Η ΕΛ ΦΑΝΙΝΓΚ διαθέτει πλούσια προσόντα για εξέλιξη, είναι κι εύθραυστη αλλά και δυναμική εσωτερικά ως Μαίρη, μου άρεσε ο ΤΟΜ ΣΤΟΥΡΙΤΖ ως επιλογή «Λόρδου Μπάυρον», εκείνο το μελετημένο έκφυλο, μου άρεσε πολύ μα πολύ ο πατέρας της Μαίρης, ο γνωστος και καλός ΣΤΗΒΕΝ ΝΤΙΛΕΪΝ (δεν θα τον ξεχάσω ποτέ στις «Ωρες» με τη ΝΙΚΟΛ ΚΙΝΤΜΑΝ, ειδικά στη σκηνή του σταθμού όταν ετοιμάζεται να φύγει η Βιρτζίνια Γουλφ), μου άρεσε κι ο ΝΤΑΓΚΛΑΣ ΜΠΟΥΘ, κυρίως ως επιλογή για Πέρσυ Σέλλευ, να είναι ελαφρά επισκιασμένος δίπλα στη Μαίρη, γενικώς, σε αυτό που ήθελαν να κάνουν ψεγάδι δεν βρήκα.
Τώρα, αν αυτό θα μπορούσαμε να το είχαμε δει και στην τηλεόραση, είναι ένα άλλο θέμα που, όμως, δεν μπορεί να τίθεται ΜΕ ΔΥΟ ΜΕΤΡΑ ΚΑΙ ΔΥΟ ΣΤΑΘΜΑ.