Και πάμε στην ταινία που έχει να κάνει με γυναίκες κληρονόμους. Κι αποτελεί την υποβολή της ΠΑΡΑΓΟΥΑΗΣ για τα ΟΣΚΑΡ 2019, όπως ανέφερα και στον τίτλο.
Και σε αντίθεση με την υποβολή της Κολομβίας , που είδα στις «Νύχτες Πρεμιέρας» κι έγραψα στο PANTIMO.GR, η υποβολή της Παραγουάης δεν με βρίσκει κοντά της.
Το ότι τη βράβευσε η FIPRESCI , η διεθνής των κριτικών εκείνων που νομίζουν ότι το σινεμά το κάνει ο auteur και το έργο πρέπει να έχει ελλείψεις ώστε να το αναγνωρίσουν αυτοί και να συμπληρώσουν τα κενά του, θα έπρεπε να με έχει βάλει σε υποψίες εξ αρχής.
Διότι στην ταινία σχεδόν τα πάντα τα υποθέτουμε , χωρίς να καταλήγουμε και σε βεβαιότητες, αν δεν έχουμε διαβάσει το δελτίο Τύπου με την υπόθεση ή αν δεν έχουμε δει το trailer.
Ακριβώς όπως συμβαίνει στις ελληνικές ταινίες που βλέπουμε στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης ή για την Ελληνική Ακαδημία τα τελευταία χρόνια, όπου το έργο μένει περισσότερο στο μυαλό αυτού που το σκέφτηκε παρά φθάνει εξίσου ολοκληρωμένο στο πανί.
Αν δεν έχω διαβάσει την υπόθεση , απλώς καλούμαι να υποθέσω ότι αυτές οι δύο γυναίκες της ιστορίας είναι μαζί επί 30 χρόνια, υποθέτω ότι είναι ομοφυλόφιλες, δεν καταλαβαίνω περί του κληρονομικού ζητήματος ποιος κληρονομεί ποιόν και γιατί και με ποια αιτία παρεμβάλλεται το κληρονομικό στην ιστορία, δεν καταλαβαίνω τι είναι αυτό στο οποίο οδηγείται η μία εκ των δύο – είναι Ιδρυμα; Είναι Κέντρο Αποκατάστασης; Κι αν ναι, γιατί; Ποιός έπαθε κάτι και τι ακριβώς ώστε να τον πάνε εκεί; Δεν είδα τίποτα τέτοιο. Αντίθετα, στην αρχή με κάτι χάπια που έβλεπα να κανονίζονται οι δόσεις τους νόμιζα ότι η μία πάσχει από καρκίνο. Είναι μήπως ψυχιατρικό κατάστημα; Είναι φυλακή; Αν είναι το πρώτο, τι ακριβώς της συνέβη και την έκλεισαν; Αν είναι το δεύτερο, πάλι δεν βλέπω το λόγο…
Επίσης δεν καταλαβαίνω που διαδραματίζεται η υπόθεση. Το δελτίο Τύπου μου λέει στην Ασενσιόν, την πρωτεύουσα της Παραγουάης, συμπληρώνω εγώ .Στους τίτλους της ταινίας δεν αναγράφεται τίποτε έστω ως ένδειξη.. Δεν υπάρχει ένα σήμα στο δρόμο, κάτι, μια Τράπεζα, που να προσδιορίζει κράτος και πόλη. Οι ηρωίδες δεν έχουν χρόνο και τόπο (άντε πες ότι χρόνο έχουν, τόπο όμως;), ακριβώς όπως στις ανάλογες ελληνικές ταινίες που δεν καταλαβαίνεις που διαδραματίζεται η υπόθεση. Οι χωρίς ταυτότητα ηρωίδες της ταινίας συμπεριφέρονται σαν να ήταν Γαλλίδες Παραγουανές, με μια απροσδιόριστη συμπεριφορά Γι αυτό και λέω ότι το έργο παρέμεινε , σε μεγάλο μέρος του, τουλάχιστον όσον αφορά στhν υπόθεση, στο μυαλό του auteur. Όπως επίσης δεν κατάλαβα ποιο είναι το ακριβές ζητούμενο ως θέμα, ως ταινία, ως φινάλε. Κι εννοείται πως κοινωνική αναφορά δεν υπάρχει. Αν υποθέσουμε ότι οι ηρωίδες είναι ομοφυλόφιλες , δεν βλέπουμε κάτι κοινωνικό περί αποδοχής ή απόρριψης, ή γενικώς δεν βλέπουμε στο έργο την παρουσία της κοινωνίας. Από αυτή την άποψη είναι ολοφάνερο ότι ο auteur δεν έχει καν ιταλική επιρροή…
Κανένας χαρακτήρας δεν μιλα καθαρά για το ποιος είναι και για το τι συμβαίνει. Μπαίνουν και βγαίνουν πρόσωπα, προσπαθώ από εκεί να καταλάβω το ακριβές και κανένα δεν δίνει πληροφορίες που χρειάζομαι. Ξέρετε, η πολλή ελλειπτικότητα, αρκετές φορές καταλήγει σε απλό έλλειμμα.
Και σκέφτηκα και πάλι το μάθημα ελλειπτικότητας που παρέδωσε ο Πάβελ Παβλικόφσκι (και οι συνεργάτες του) στο «Ψυχρός Πόλεμος».
Η FIPRESCI όμως το είδε και τρελάθηκε από ενθουσιασμό. Εμ βέβαια…..Θα κάνουν και καμιά κριτική copy paste, αν δε, ανήκει σε αυτήν και κανένας Αμερικάνος κριτικός, εκεί να δείτε τι είχε να γίνει, τι «ανατυπώσεις» θα δούμε στο Διαδίκτυο. Κι ας είναι το έργο, από καθαρώς ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΗ άποψη τίγκα στα κενά.
Όταν, όμως, λέω «κινηματογραφική», στη συγκεκριμμένη ταινία εννοώ αποκλειστικώς σεναριακή. Εκεί άλλωστε είναι το έλλειμμα αυτών των περιπτώσεων, εκεί είναι που χρειάζονται τον «κριτικό» για να τους πει το δελτίο Τύπου ή αυτά που ο ίδιος φαντάστηκε και να τα παρουσιάσει ως ταινία.
Διότι, σκηνοθετικά το έργο κερδίζει! Βέβαια, τι είναι σκηνοθεσία; Στη συγκεκριμένη περίπτωση, ο ΜΑΡΤΣΕΛΟ ΜΑΡΤΙΝΕΖΙ που έγραψε και σκηνοθέτησε το έργο, έχει ελλείμματα ως σεναριογράφος και προτερήματα ως σκηνοθέτης. Ισως για αυτό δεν έδωσε σημασία στο σενάριο… Η αφήγηση του, το ντεκουπάρισμα του, ο ρυθμός του, το μοντάζ και τα αποτελέσματα της ηθοποιίας είναι τα στοιχεία που σε κάνουν να μη βαριέσαι και να περιμένεις ως το τέλος κάτι να μάθεις. Ειδάλλως θα είχες πάρει δρόμο.
Η ΗΘΟΠΟΙΙΑ είναι το μεγάλο ατού, οι γυναίκες αυτές είναι εκπληκτικές, η μία εξ αυτών, η ΑΝΝΑ ΜΠΡΟΥΝ, αυτή που κάνει την Τσέλα, η κεντρική ηρωίδα ας πούμε, τιμήθηκε στο Φεστιβάλ Βερολίνου. Είναι όλες εκπληκτικές. Και θα τολμούσα να πω ότι με τις ερμηνείες τους, καλύπτουν κενά της υπόθεσης και του προσδιορισμού κάποιων χαρακτήρων. Ακόμα κι εκείνες που ό,τι και να κάνουν ο χαρακτήρας δεν μπορεί να προσδιοριστεί λόγω σεναριακών κενών, καταφέρνουν με το συναίσθημα που δίνουν ή με την οδηγία που έχουν λάβει από τον auteur να δώσουν χρώμα και ζωντάνια κι οφείλω επίσης να πιστώσω του σκηνοθέτη ότι τις ηθοποιούς τις έχει περιποιηθεί με το παραπάνω, αυτές δεν τις έχει περιφρονήσει, το αντίθετο μάλιστα. Για αυτό και είπα ότι σκηνοθετικά μου άρεσε, σεναριακά με εκνεύρισε αλλά ως σύνολο …..χμ, ένα τεράστιο ερωτηματικό πλανάται κι ένα έργο με τέτοιες σεναριακές ελλείψεις αδυνατώ να το υιοθετήσω, ακόμα κι αν πάρει το Οσκαρ (που δεν θα το πάρει!!!!!!)