Τι είναι αυτή η ταινία; (Θα το επαναλάβω αλλά εδώ είμαστε ΕΡΓΟΚΕΝΤΡΙΚΟ «πρακτορείο» ότι αναλύουμε την ταινία κι όχι τον … auteur)
H ταινία δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια σταθερά πάνω στην ιταλική παράδοση, που είναι ο νεορεαλισμός, τον οποίο από την δεκαετία του 50, από τα τέλη της, κάποιοι έχουν βαλθεί να τον χαρακτηρίσουν «παρωχημένο» κι όμως βλέπουμε ότι αυτός είναι εκεί!! Η μάλλον, …..ΕΔΩ!!!
Κι είναι εδώ για ένα απλό αλλά θεμελιώδη λόγο: Την ΠΑΡΑΔΟΣΗ.
Είναι μεγάλη υπόθεση η παράδοση για μια χώρα, όχι μόνο στον τομέα της Τέχνης αλλά ας μείνουμε εδώ για να μην ξεφύγουμε και γίνουμε σαν κι εκείνους που κατηγορούμε, είναι μεγάλη υπόθεση να έχεις φτιάξει σχολή δική σου και μέσα από αυτή τη σχολή να προσεγγίζεις τα πάντα.
Ετος 2018 κι ο ΙΤΑΛΙΚΟΣ ΝΕΟΡΕΑΛΙΣΜΟΣ δείχνει στο «DOGMAN» ότι είναι και πάλι εδώ, είναι και πάλι ζωντανός για όσους ήθελαν να νομίζουν άλλα.
Όταν κάτι πηγάζει από τα έγκατα της ψυχής ενός λαού, μιάς χώρας, μιας κουλτούρας, μιας Τέχνης, με τίποτα δεν πεθαίνει, στο «DOGMAN» αποδεικνύεται περίτρανα.
Βέβαια, δεν πρόκειται για μουσειακή αναπαράσταση μιας σχολής, ενός είδους. Πρόκειται για εκσυγχρονισμό στη διάθεση, στην προσέγγιση. Αυτό είναι το επίτευγμα του σκηνοθέτη ΜΑΤΕΟ ΓΚΑΡΟΝΕ, ο οποίος, αν ρίξετε μια ματιά στα credits της ταινίας θα αιφνιδιαστείτε με το πόσους σεναριογράφους έχει χρησιμοποιήσει. Το σενάριο υπογράφεται επισήμως από τρεις (περιλαμβανομένου και του σκηνοθέτη) και δεν θυμάμαι από πόσους επιπλέον «συνεργασθέντες».
Το «DOGMAN» είναι εκσυγχρονισμένος νεορεαλισμός, εκσυγχρονισμένος διότι το σινεμά εξελίχθηκε θεματολογικά και τεχνολογικά, όμως η κοινωνία δεν άλλαξε ως προς το να μην εκπέμπει σήματα, να μην εμπνέει θέματα, που να βγαίνουν από την καθημερινότητα, από την καθημερινή ζωή και να μεταπλάθονται σε Τέχνη, σε Ψυχαγωγία, σε Σινεμά. Σε αυτό οι Ιταλοί είναι και παραμένουν ασυναγώνιστοι, η σχέση τους με την κοινωνική αναφορά είναι τρομακτική.
Πόσο μάλλον εδώ που μας μεταφέρει σε «παζολινικό» περισσότερο και λιγότερο «ντεσικικό» κι ελάχιστα «ροσελινικό» προάστιο της Ρώμης, όπου εδώ ο κοινωνικός χώρος , το κοινωνικό περιβάλλον, το κοινωνικό ντεκόρ που γίνεται και ντεκόρ φυσικό της ταινίας, είναι η «λουμπεναρία». Όχι όμως σε επίπεδα γκροτέσκο όπως ήταν ας πούμε στο «Βίαιοι, βρώμικοι και κακοί» του Ετόρε Σκόλα. Σε αυτό το σκληρό λούμπεν χώρο διαδραματίζεται η ιστορία που παρακολουθούμε, ωστόσο το «ντεσικικό» δεν μένει απέξω αφού κι εδώ θα στραφεί ο προβολέας στον Ανθρωπο και το φιλμ θα σκύψει σε αυτόν. Ο άνθρωπος εδώ, ο κεντρικός ήρωας δηλαδή του σεναρίου, είναι ένας άνθρωπάκος, θα μπορούσαμε να το χαρακτηρίζαμε το περιεχόμενο κι ως «τραγωδία ενός γελοίου ανθρώπου» ως αναφορά στο παλιό φιλμ του Μπερτολούτσι, που αγαπά τα σκυλιά και την κόρη του, είναι ένας κοντούλης, αδύναμος και φοβισμένος άνθρωπος κι ανθρωπάκος, που τον φοβερίζουν τα ανθρώπινα «σκυλιά» της περιοχής, οι διάφοροι τραμπούκοι που λυμαίνονται το χώρο..
Κάποια ώρα ο ανθρωπάκος αυτός θα βρεθεί μπλεγμένος εξαιτίας τους, θα τον χρησιμοποιήσουν και θα τον αδειάσουν και θα καταλήξει και στη φυλακή. Κι εκεί θα φοιτήσει στο «μεγάλο σχολείο». Κι όταν αποφυλακίζεται ετοιμάζει μια εκδίκηση που δείχνει τη βαθύτατη μεταβολή του ανθρωπάκου.
Το θέμα είναι ότι μέσα στην αληθοφάνεια και τη σκληρότητα αυτού του λούμπεν περιβάλλοντος, συνυπάρχουν τα σκοτάδια με τα ανθρώπινα αισθήματα, η κοινωνική αναφορά κρατά σταθερά απέναντι στον άνθρωπο.
Αυτή τη φορά, του ΜΑΤΕΟ ΓΚΑΡΟΝΕ του πέτυχε. Είχε να του πετύχει από τα «ΓΟΜΟΡΑ». όπου ακριβώς στεκόταν με παρόμοιο τρόπο στην κοινωνική αλήθεια αλλά χωρίς ανθρωποκεντρισμό. Οι ενδιάμεσες ταινίες του είχαν καταλήξει ατελέσφορες. Ναι μεν τον τιμούσε το γεγονός ότι ήθελε να ψαχτεί σε διαφορετικά πράγματα, όμως δεν κατέληγαν σε ολοκληρωμένα αποτελέσματα κι η ταινία αυτή έρχεται μάλλον να δείξει, αν όχι να αποδείξει, ότι χώρος του Γκαρόνε είναι ο νεορεαλισμός.
Στον οποίο νεορεαλισμό έχει ενσκήψει τόσο ως μελετητής όσο κι ως σκηνοθέτης με την πλήρη έννοια.
Εκσυγχρονίζει τον νεορεαλισμό, χωρίς να τον πειράζει, η έγχρωμη φωτογραφία που του έχει κάνει ο ΝΙΚΟΛΑΪ ΜΠΡΟΥΕΛ παρεμβαίνει με φωτισμούς στο αληθινό περιβάλλον και το κάνει κινηματογραφικά υποβλητικό αλλά κι ελκυστικό, η σκηνογραφία είναι η απόλυτη σκηνοθετική αναφορά, τα ΚΟΣΤΟΥΜΙΑ αξίζει να γίνουν αντικείμενο μελέτης για το πώς ντύνεις νεορεαλισμό στις μέρες μας σε ΕΓΧΡΩΜΗ ταινία και τι ρούχα βάζεις να φοράνε αυτοί οι λούμπεν χαρακτήρες- πράγματα που ακριβώς επειδή δεν «δηλώνονται», δεν «φαίνονται» παρά κάνουν την ταινία να λειτουργεί και να υποβάλει, για αυτό το λόγο και δεν συζητιούνται. Για σκεφτείτε όμως τον ενδυματολόγο που καλείται να ντύσει ένα τέτοιο περιβάλλον , χαρακτήρες σαν κι αυτούς, τι πρέπει να τους βάλει, με τι υφάσματα και χρώματα πρέπει να κυκλοφορούν. Ο ΜΑΣΙΜΟ ΚΑΝΤΙΝΙ ΠΑΡΙΝΙ, που υπογράφει τα κοστούμια, σας λέω μόνο ότι ως τώρα έχει διακριθεί σε κοστούμια έργων εποχής –κυρίως! Οπερ σημαίνει ότι μελετά περιβάλλον , εξού και το επίτευγμα. Το ενδυματολογικό με κατέπληξε, όπως κι η παρέμβαση στα πρόσωπα, το ΜΑΚΙΓΙΑΖ δηλαδή. Δεν φαίνεται, τους νομίζουμε όλους αυτούς δεδομένα έτσι, έλα όμως που δεν είναι, πως πρόκειται για κινηματογράφο που αναπλάθει τη ζωή, δεν την ντοκυμαντερίζει, δεν την κάνει ρεπορταζιακά.
Οσο για τον πρωταγωνιστή ΜΑΡΤΣΕΛΟ ΦΟΝΤΕ, τι να σας πω; Είχα την εντύπωση ότι πάνω συνεργάστηκαν τα πνεύματα του Παζολίνι και του Ντε Σίκα. Μία φάτσα παζολινική εκατό τοις εκατό με καθοδηγούμενο συναίσθημα αποχρώσεων, από εκείνα του Βιττόριο Ντε Σίκα. Ειδικά όταν μεταστρέφεται κι ετοιμάζεται να τα βάλει με το «κτήνος»… Μα και το πρώτο μέρος, το φοβισμένο του…. Στέκεται απειλητικός στα ευρωπαϊκά βραβεία απέναντι στον Ρούπερτ Εβερετ που έχει παίξει θαυμάσια τον Οσκαρ Γουάιλντ….
ΥΓ. Εκτός από τους αναρίθμητους σεναριογράφους, υπάρχουν στους τίτλους κι αναρίθμητοι ΠΑΡΑΓΩΓΟΙ. Αυτά για όσους λένε στο κοινό που τους διαβάζει ότι ο ευρωπαϊκός κινηματογράφος προσπερνά τον παραγωγό έναντι του σκηνοθέτη. Που να ήξεραν ότι η ΠΑΡΑΓΩΓΗ μαζί με το ΣΕΝΑΡΙΟ είναι οι νούμερο 1 και 2 και τέλος ΕΔΡΕΣ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ.