Λοιπόν, το «VENOM» είναι μια θαυμάσια ταινία στο είδος της και κάποτε η κριτική θα πρέπει να σκύψει πάνω στα είδη, να μάθει τα είδη, τους κανόνες τους, να μάθει τη λειτουργία του σινεμά κι όχι να καλύπτει τις αδυναμίες της πίσω από τη θεωρία του auteur που την ουσία είναι θεωρία του σνομπαρίσματος για την κάλυψη της χαμηλής αυτοεκτίμησης που εκδηλώνεται με σνομπάρισμα ώστε να κρύψει την άγνοια.
Το «VENOM» δεν θα κριθεί με… «ταρκοφσκικά» κριτήρια κι όποιος το κάνει είναι απλά ΗΛΙΘΙΟΣ.
Είναι διαφορετικό πράγμα ο κριτικός έλεγχος μιάς ταινίας με βάση τους κανόνες του είδους στο οποίο ανήκει οπότε επί των κανόνων μπορεί να της βρεις ελλείψεις (αν είσαι τόσο μάγκας και κατέχεις το είδος- οπότε σε αυτή την περίπτωση γιατί δεν έγινες κάποιος σχετικός) κι εντελώς διαφορετικό η ολοκληρωτική διαγραφή της με μια μονοκοντυλιά ως απόρριψη του είδους.
Εγραφα για την ιταλική ταινία «DOGMAN» πως χρησιμοποιεί επισήμως τρεις σεναριογράφους κι αναρίθμητους «συνεργασθέντες». Το «VENOM» να δείτε πόσους σεναριογράφους χρησιμοποιεί, σε πόσους δίνει credit. Και μόνο από αυτό το γεγονός να πιαστεί κανείς, θα πρέπει να προβληματιστεί για τη δική του επιπολαιότητα ή άγνοια να τα περνάει αυτά στο «ντούκου», να μην του δίνουν κάποιο σήμα περί του τι γίνεται. Διότι δεν μπορεί να χρησιμοποιεί τόσους σεναριογράφους μια ταινία και να μην έχει πάρει τον εαυτό της στα σοβαρά, δεν είναι μια ξεπέτα, πώς να το κάνουμε.
Κι η ύπαρξη των σεναριογράφων φαίνεται από το ότι το έργο, αυτή η διασκεδαστική περιπέτεια φαντασία (επιστημονικής ή μη- αδιάφορο), που βασίζεται σε πρωτογενές υλικό της MARVEL, είναι γεμάτη ευρήματα, από σκηνή σε σκηνή όλο και κάτι εφευρίσκουν ώστε να σου κρατούν ζωντανό το ενδιαφέρον ( έστω το «κουτό ενδιαφέρον» όπως θα έλεγε η «Αλκης Θρύλος», που, όμως, είναι «ενδιαφέρον») για το έργο στο οποίο πήγες να ψυχαγωγηθείς.
Ενας επιχειρηματίας, ίσως κι επιστήμονας μαζί, σκοτεινών σκοπών, μετά από μια σειρά πειραμάτων έχει βρει ένα τρόπο να χρησιμοποιεί τους ανθρώπους για σύνδεση με εξωγήινους προς μετατροπήν τους σε δικής του υπαγωγής επικίνδυνα όντα. Κι ένας ρεπόρτερ που έχει χάσει τη δουλειά του αλλά δεν το βάζει κάτω, καταφέρνει να εισχωρήσει στα άδυτα του πειραματικού κέντρου και να γίνει το σώσε.
Μόνο που αυτή η παράγραφος που ανέφερα, διανθίζεται πανέξυπνα με επεισόδια κάθε άλλο παρ αποσπασματικά μα συνδεδεμένα με την κύρια υπόθεση, από τη μια λέξη στην υπόθεση που γράφω ως την επόμενη λέξη όπου παρεμβαίνουν πρόσωπα, ανατρέπεται η ιστορία, κλιμακώνεται η σκηνοθεσία, έχει δράση αστυνομικού ενδιαφέροντος και μπορεί να την απολαύσει ο κάθε θεατής που η όρεξη του τράβηξε δράση και φαντασία κι όχι μόνο ο αναγνώστης των κόμικς της Marvel.
Μου έκανε εντύπωση η σεναριακή ανάπτυξη του παραμυθιού, που από τη μία έχουμε τον σκοτεινό τύπο με τα πειράματα, από την άλλη την επιστήμονα που δεν εγκρίνει τα συμβαίνοντα και καταφεύγει στο δημοσιογράφο τον οποίο ενημερώνει και τον βάζει στο παιχνίδι, την εμφάνιση των συμπτωμάτων των πειραμάτων σε διάφορα σημεία του κόσμου αλλά και της Αμερικής στο σημείο που παίζεται η κύρια δράση, το πώς φτιάχνει ιστορία με την πρώην αρραβωνιαστικιά του δημοσιογράφου και πως τον εγκατέλειψε, το νέο της love affair με γιατρό που θα μπεί κι αυτός στο παιχνίδι, τη σχέση που φτιάχνει ανάμεσα στους δύο άντρες τον πρώην και τον νυν της τέως μνηστής… πως θα μπουν όλοι αυτοί στις εξελίξεις αλλά και πως θα δημιουργήσουν εξελίξεις… συγγνώμη αλλά αν μιλάμε για σενάριο πρέπει να ξέρουμε και τι εννοούμε και προπαντός να έχουμε καταλάβει τι είναι σενάριο. Αν νομίζουν μερικοί που θέλουν να γράφουν και «κριτική» ότι σενάριο είναι μόνο οι εσωτερικοί μονόλογοι του Μπέργκμαν τότε να πάνε να κοιταχτούν (κινηματογραφικώς εννοώ!)
Για όλο αυτό το παραμύθι έχει στηθεί μια θαυμάσια πλοκή που μόνο της σκοπό έχει να μας διασκεδάσει.
Βέβαια, στο τελευταίο 20λεπτο, τα πάντα υποχωρούν στο καθεστώς της Marvel, στο ζητούμενο που είναι η ψυχαγωγία αλα κόμικς αλλά αυτό είναι και το έργο που είδαμε.
Το μοντάζ με τόση πλοκή στην υπόθεση που η κάθε σκηνή περιλαμβάνει και τα εφφέ της, έχει αποστολή να μεγαλουργήσει και να κάνει την ταινία απόλαυση. Οι δύο μοντέρ που συνεργάστηκαν έχουν μεγάλο ενδιαφέρον ως επιλογή και προέλευση: Ο ένας έχει προταθεί για Οσκαρ στο «Οδηγός διαπλοκής» (American Hustle), η άλλη στο «Star Wars¨Η δύναμη ξυπνά». Καταλαβαίνεται τώρα γιατί μίλησα πιο πάνω για τους απίστευτους συνδυασμούς της ταινίας; Δυο μοντέρ διαφορετικών ειδών κάνουν χημεία τη συνύπαρξη. Και βέβαια τα εφφέ αν και στα εφφέ έχω να διατυπώσω κάτι, πείτε το κι «ένσταση» αν θέλετε, το ότι ρε παιδί μου αυτού του είδους τα τέρατα που ξεκινούν σαν άμορφη μάζα, μεταμορφώνονται σε κάτι σαν φίδι, μπαίνουν μέσα στον άνθρωπο και τον τερατοποιούν, κρατούν από τον καιρό του «Αλιεν» του 1979, εκείνα τα μοναδικά εφφέ που πήραν Οσκαρ και μετά από χρόνια καταλαβαίνουμε την μεγάλη σημαντικότητα τους, το πώς έφτιαξαν αισθητικό δεδομένο . Βλέπω όμως μετά από 40 σχεδόν χρόνια μια «στάθμευση» πάνω σε αυτό, βέβαια, δεν έχω και κάτι να προτείνω, αν είχα θα ήμουν δημιουργός κι όχι κριτικός, απλώς μια διαπίστωση κάνω. Δεν έχει ταρακουνηθεί σύστημα προς αυτή την κατεύθυνση, έχει αράξει, δικαιολογημένα μεν διότι αυτά τα εφφέ προσφέρουν λύσεις αλλά…. Να μην το πω; Ότι τα βλέπω και τα ξαναβλέπω; Μιλώ για το εύρημα, όχι για την τεχνική τελειότητα που είναι δεδομένη ούτε για την φαντασία με την οποία οι καλλιτέχνες των εφφέ υπηρετούν την Τέχνη τους και το σενάριο. Καταλαβαινόμαστε , νομίζω
Μέσα σε αυτά τα εφφέ, που τα στηρίζει σκηνογραφία εναλλαγών, παρεμβαίνει ο ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑΣ MATIE ΛΑΜΠΑΤΙΚ, υποψήφιος για Οσκαρ στον «Μαύρο Κύκνο» και κάνει οργιώδεις συνθέσεις φωτισμών . Τι δουλειά έχει γίνει εκεί!!
Μου άρεσε πολύ μα πάρα πολύ ο ΤΟΜ ΧΑΡΝΤΥ στο πως έπαιξε το ρόλο του. Πόσο ακομπλεξάριστα (σε αντίθεση ίσως ακόμα και με κάποιους θαυμαστές του) απέβαλε τη σοβαροφάνεια, μπήκε στο είδος και στην κατανόηση του κι έπαιξε το ρόλο του δημοσιογράφου που μολύνεται από τα εφφέ αλλά προσπαθεί και να απολυμανθεί μα και να κάνει τη φωσκολική καταγγελία του και να δώσει τη μάχη, με τρόπο τόσο αέρινο, τόσο ευχάριστο, τόσο διασκεδαστικό. Καμιά υποτονικότητα δίκην εσωτερικότητας πως και καλά «είμαι σοβαρό ηθοποιός, κοιτάτε με» και με κέρδισε πέρα για πέρα.
Κι η ΜΙΣΕΛ ΓΟΥΙΛΙΑΜΣ, που μοιάζει στην αρχή διακοσμητικό στοιχείο και «υποτονική» σε σχέση με τον Τομ Χάρντυ, στη συνέχεια που μπαίνει δυναμικά στο παιχνίδι μας αφήνει να καταλάβουμε τι έχει συμβεί: Εχουν φτιάξει με τον Χάρντυ μια ερμηνευτική κόντρα που βασίζεται στη σχέση που έχουν μέσα στο σενάριο, στις διαρκείς αντιθέσεις , στην τόλμη εκείνου, στην αποστροφή εκείνης. Αυτά δεν τα είδαν οι της διαγραφής με μονκοντυλιά, όμως, εδώ παίρνει credit ο σκηνοθέτης ΡΟΥΜΠΕΝ ΦΛΑΪΣΕΡ, διότι αυτά ούτε από μόνα τους γίνονται κι ο κριτικός αυτά οφείλει να παρακολουθεί και να ψάχνει και να αφήνει την καθαρά ψυχαγωγική αντίδραση στο θεατή.
Το «VENOM» είναι ταινία ανακούφισης παρά την αναπόφευκτη ΜΑΡΒΕΛιά στο τελευταίο 20λεπτο. Δεν μπορούσε, όμως, να γίνει διαφορετικά