Οι «ΧΗΡΕΣ» είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα όπου από τη μια το cast που περιλαμβάνει καλούς ηθοποιούς, κυρίως τον συνδυασμό ΒΑΪΟΛΑ ΝΤΕΗΒΙΣ- ΛΙΑΜ ΝΗΣΟΝ ως ζευγάρι κι από την άλλη του ΣΤΗΒ ΜΑΚ ΚΟΥΗΝ , κατασκεύασε προϋποθέσεις.
Το έργο τις διέψευσε.
ΚΙ όλα φυσικά ξεκινούν από το σενάριο!
Το οποίο σενάριο βασίζεται σε βρετανική τηλεοπτική σειρά που αποφάσισαν να τη μεταφέρουν στην οθόνη. Ως μια ταινία εμπνευσμένη από αυτή τη σειρά , που το σενάριο θα ξαναγραφόταν από την αρχή.
Ξαναγράφτηκε, τοποθετήθηκε στο Σικάγο των Ηνωμένων Πολιτειών ως μέρος δράσης κι έχει να πει μια ιστορία, αστυνομικής ας πούμε υφής, όπου τέσσερις χήρες, που δεν έχουν καμία σχέση μεταξύ τους αλλά συνδέονται με κοινό παρονομαστή ένα ΧΡΕΟΣ που τους άφησαν οι σύζυγοι , το οποίο χρέος προερχόταν από βρώμικες δουλειές των συζύγων.
Λίγο μπερδεμένα όλα αυτά, ε; Αν καθίσουμε να τα αναλύσουμε , σεναριακά μιλώντας πάντα…. Και σκοπός του σεναρίου είναι να κάνει αυτές τις χήρες να παίρνουν την κατάσταση στα χέρια τους έναντι των οφειλετών και τρέχα γύρευε.
Υπάρχει σύγχυση. Και ξεκινά από τα δύο στοιχεία του σεναρίου τα οποία δεν μπορούν να πλεχθούν μεταξύ τους.
Αν το κοινό στοιχείο των τεσσάρων γυναικών είναι το κληρονομημένο χρέος των μεταστάντων, τότε πάμε για κοινωνικό δράμα εκδίκησης. Αν αυτό το χρέος προέρχεται από βρώμικες υποθέσεις πάμε για αστυνομικό. Το σενάριο αλλά κι η κατεύθυνση που θέλει να δώσει ο σκηνοθέτης Στηβ Μακ Κουήν δεν τα καταφέρνουν καθόλου στη συνύφανση των δύο στοιχείων και το μόνο που πετυχαίνουν είναι να δώσουν πομπώδες ύφος και βάρος σε ένα έργο που δεν σηκώνει τίποτε από τα δύο. Κι αυτό συμβαίνει ως το τέλος της ταινίας. Το σενάριο δεν τα καταφέρνει καθόλου στην πλοκή και θα τολμούσαμε να το χαρακτηρίσουμε και «βαρετό».
Την ταινία, όμως, δεν θα την καταδίκαζα με τη μία ως βαρετή, παρόλο ότι προσωπικώς δεν έχω κατατάξει μέχρι στιγμής τον Στηβ Μακ Κουήν στη λίστα των μεγάλων σκηνοθετών. Τη μεγάλη σκηνοθεσία δεν την έχω δει σε καμιά ταινία του ώστε να τον τοποθετήσω τόσο ψηλά, αντίθετα έχω δει να υμνείται ως auteur σε έργα προβληματικά από εκείνα που αρέσουν σε εκείνους που δουλεύουν βάσει αυτής της θεωρίας κι αναφέρομαι στο «SHAME», ένα έργο άρρωστο και χωρίς νόημα, όπου προφανώς δεν καταλαβαίνουν τι είναι σκηνοθεσία, πόσο δε «μεγάλη σκηνοθεσία» και στη συνέχεια στο «ΔΩΔΕΚΑ ΧΡΟΝΙΑ ΣΚΛΑΒΟΣ» όπου πήρε το Οσκαρ η ταινία για το περιεχόμενο του σεναρίου, δεν πήρε όμως κι Οσκαρ ο σκηνοθέτης για το δικό του οικόπεδο, κι αυτό ήταν ενδεικτικό.
Από την άλλη, όμως, αυτό δεν πρέπει να μας οδηγεί στα άκρα και να τον παρουσιάσουμε κι ως άχρηστο-κάθε άλλο. Αχρηστος δεν είναι με τίποτα κι ας μην είναι μεγάλος. Τουλάχιστον για την ώρα διότι το μέλλον άδηλον και μπορεί αν τον δούμε να κάνει κάποια στιγμή και «μεγάλη σκηνοθεσία» και να παραδεχόμαστε τότε ότι «δεν του το είχαμε κι όμως το έκανε».
Στην ταινία αυτή, το προβληματικό σενάριο κι η κατεύθυνση στην οποία πάει να το οδηγήσει, ως κάτι μεγαλεπήβολο, δεν του βγαίνει, είπα όμως ότι παρόλα αυτά η ταινία ξεγελά , ώρες και φορές, κεντρίζοντας σου την περιέργεια με κάτι.
Τι είναι αυτό το «κάτι»; Και που ενέχεται ο σκηνοθέτης; Ενέχεται στο ότι έξυπνα, κι αυτό είναι υπέρ του, εναποθέτει την περάτωση της αποστολής στο μοντάζ. Το μοντάζ είναι που δίνει ρυθμό στην ταινία, τονίζει, προβάλει και προσπερνά με ένα πολύ επιδέξιο τρόπο εκείνα που πρέπει κι εκείνα που δεν πρέπει και μας κάνει κάθε τόσο να περιμένουμε κάτι ενώ από την ίδια την υπόθεση δεν έχουμε παρά κάτι ασήμαντο που επαναλαμβάνεται.
Διότι κι οι ηθοποιοί, οι καλοί ηθοποιοί που παίζουν στην ταινία, δεν έχουν πολλά να αναδείξουν και να αναδειχτούν κι οι ίδιοι από αυτά, ωστόσο τη μάχη την κερδίζουν οι ηθοποιοί που πλαισιώνουν το ζεύγος που προαναφέραμε το οποίο ως ζεύγος δεν είναι πρωταγωνιστικό. Πρωταγωνιστικός, αν και ταινία συνόλου, θα μπορούσε να θεωρηθεί ο ρόλος της Βαϊόλα Ντέηβις επειδή είναι αυτή που περισσότερο ,λόγο σκηνοθεσίας και λιγότερο εξαιτίας του σεναρίου, είναι αυτή που δραστηριοποιεί και τις άλλες χήρες. Σεναριακά, ο τρόπος που αυτό γίνεται, είναι θολός. Σκηνοθετικά όμως βλέπουμε ότι ο φακός πέφτει πάνω της. Παρόλα αυτά η Βαϊόλα Ντέηβις δεν είναι αυτή που κερδίζει τη μάχη, ωστόσο λόγω ταλέντου και προσωπικού εκτοπίσματος, είναι και πάλι «συν». Τις καλύτερες ερμηνείες λόγω ρόλων, τις βλέπουμε από την ξανθή ΕΛΙΖΑΜΠΕΘ ΝΤΕΜΠΙΚΙ και την μαύρη ΣΥΝΘΙΑ ΕΡΙΒΟ αλλά κι από δύο άνδρες, όπου ο ένας είναι ο ΡΟΜΠΕΡΤ ΝΤΥΒΑΛ και δεν μας κάνει εντύπωση, ο άλλος, όμως, είναι ο ΚΟΛΙΝ ΦΑΡΕΛ και μας κάνει. Το ζευγάρι της Βαϊόλα με τον Λίαμ μας αφήνει με την σεναριακή απορία του «γιατί;». Το φινάλε με την δήθεν ανατροπή δεν θα το σχολιάσω , επικυρώνει τα προβλήματα του σεναρίου. Οσο κι αν από κάποιους θεατές μπορεί να θεωρηθεί αρεστό.
Όλα αυτά, όμως, σε συνδυασμό με την ατμοσφαιρική φωτογραφία και την καλή κάμερα του ΣΟΝ ΜΠΟΜΠΙΤ, που είναι μόνιμος συνεργάτης του Στηβ ΜακΚουήν, έρχονται κι αναλαμβάνονται κι αναδεικνύονται από τον μοντέρ, τον ΤΖΟ ΓΟΥΟΚΕΡ. Από τη συνεργασία, θα έλεγα του μοντέρ με τον διευθυντή φωτογραφίας, που είναι κι οι δύο παράγοντες στους οποίους επενδύει τη σκηνοθεσία του ο Στηβ Μακ Κουήν. Και στο «Shame» αυτοί οι δυό είχαν κάνει τη δουλειά κι οι του auter-ισμού που δεν ξέρουν, το νόμιζαν για «μεγάλη σκηνοθεσία»- άλλωστε υπάρχουν πολλοί που νομίζουν για μεγάλη σκηνοθεσία τη χρήση του travelling..
Η κίνηση της κάμερας του Σον Μπόμπιτ και δευτερευόντως οι φωτισμοί, με το άγιο χέρι του Τζο Γουόκερ, που ήταν υποψήφιος για Οσκαρ εκτός από το «12 χρόνια σκλάβος» και στο «Arrival», δύο εντελώς διαφορετικές δουλειές σε δύο διαφορετικούς σκηνοθέτες (τον Μακ Κουήν και τον Ντενίς Βιλνέβ) δείχνει τι μπορεί να καταφέρνει ο μοντέρ και να κατευνάζει τη δυσανεξία ή τη δυσανασχέτηση του θεατή με ένα σενάριο, πολύ φτωχό σε πλοκή, που δεν περπατάει αλλά έχει και μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του (το σενάριο!)