Σίγουρα για την ενσάρκωση ενός τέτοιου προσώπου χρειαζόταν μια δυναμική ηθοποιός που να βγάλει μπροστά τον χαρακτήρα, τα πείσματα, την επιμονή, την εμμονή κι όλα όσα δικαιολογούν την επιλογή ενός τέτοιου επαγγέλματος στα πεδία των κινδύνων. Η Πάυκ δεν αφήνει πτυχή του χαρακτήρα που να μην την υποστηρίξει, να μην αναδείξει την ηρωίδα, να μην την εξηγήσει ως άνθρωπο που επέλεξε κάτι στο οποίο δόθηκε ολόψυχα και το πλήρωσε με τη ζωή της και τελικώς χάρη στην Πάυκ και στο πως ζωντανεύει ένα τέτοιο ηρωικό χαρακτήρα , τιμάται και το επάγγελμα μας, το επάγγελμα του δημοσιογράφου, που τόσο βάλλεται τελευταία, κι όχι αδίκως όταν βάλλεται, υπέρμετρα αδίκως όμως όταν τσουβαλιάζεται και γενικεύεται. Περιπτώσεις σαν της Μαρί Κλοβιν τιμούν το επάγγελμα και μας κάνουν να αισθανόμαστε περήφανοι.
Καλλιτεχνικά τώρα κι απολύτως κινηματογραφικά, το σενάριο είναι πολύ ευθύγραμμο, δεν θα χαρακτηριζόταν από μεγάλο βάθος, όμως διαθέτει καλής ποιότητας δράση κι έχει κι ένα εύρημα το οποίο ανεβάζει τη θερμοκρασία και θερμαίνει το ενδιαφέρον του θεατή για κάτι που είναι γνωστό: Το πώς η Κλόβιν οδεύει εξ αρχής στο τέλος της. Το εύρημα έχει να κάνει με το ότι το σενάριο γράφτηκε με τη λογική της «αντίστροφης» όσο κι αν είναι «ευθεία»… μέτρησης, από την στιγμή που τη συναντάμε ως την πολιορκία της Χομς όπου γράφτηκε το τέλος.
Το σενάριο φτιάχνει σκηνές ανάδειξης της προσωπικότητας, επιφανειακές ίσως, όπως θα πουν μερικοί αλλά μην ξεχνάμε ότι πρόκειται για ιστορία δημοσιογράφου και δη πολεμικού ανταποκριτή. Δεν πρόκειται για πορτραίτο φιλοσόφου ώστε να καταπιαστεί με στοχασμούς ή βάθη.. θα χάναμε τον μπούσουλα αν συνέβαινε κάτι τέτοιο. Η εξέταση του χαρακτήρα πρέπει να είναι συμβατή με την ιδιότητα του ρόλου και με την κατάσταση στην οποία τον βλέπουμε.
Μια δημοσιογράφος της δράσης ως ηρωίδα σεναρίου από σκηνή σε σκηνή αποκαλύπτει στοιχεία του ενεργητικού χαρακτήρα της που είναι η τόλμη, η προσωπική θυσία, η δευτερεύουσα θέση της προσωπικής ζωής, η σχέση με το παρελθόν αλλά και με τους άνδρες μα και με την καταγωγή και τους λόγους της απόφασης…
Αυτό σημαίνει λοιπόν πολλά εξωτερικά χαρακτηριστικά κι η ταινία αλλά κι η δημοσιογράφος Κλόβιν είναι τυχερές που πήρε αυτό το ρόλο η Ρόζαμουντ Πάϋκ. Αυτή είναι που στα στοιχεία που της παραδίδει το σενάριο, βάζει όλων των ειδών τις λεπτομέρειες. Και συγχρόνως έχει το μέγιστο προσόν να είναι αυτό που λέμε ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΡΙΑ, γυναίκα με εκτόπισμα, γυναίκα όμορφη που δεν φοβάται να θυσιάσει την ομορφιά κυκλοφορόντας με καλυμμένο το ένα μάτι σαν ήταν ο στρατηγός Μοσέ Νταγιάν, διότι η πρωταγωνιστική ομορφιά αλλά κι η γυναικεία δεν βάλλονται όταν αυτή που τα φέρει είναι καλλιτέχνις, είναι ηθοποιός. Η Πάυκ είναι ηθοποιός, είναι πρωταγωνίστρια, είναι κρίμα που έχει γεννηθεί σε αυτή την εποχή που δεν ασχολούνται τα στούντιο με το να δημιουργούν πρωταγωνίστριες- αν ήταν γεννημένη σε εκείνα τα άλλα χρόνια, η Πάυκ θα είχε αυτή τη στιγμή περίοπτη θέση. Θα χαιρόμουν πολύ να την έβλεπα υποψήφια για το Οσκαρ, δεν την βοηθά πολύ το έργο, αυτή όμως ΒΟΗΘΑ ΤΟ ΡΟΛΟ. Μακάρι να γείρει η πλάστιγγα προς το δεύτερο.
Το σενάριο ως σενάριο δράσης και προσωποκεντρικό, μέσα σε γεγονότα πολέμων που μας μεταφέρει από το ένα μέρος στο άλλο και βλέπουμε κάθε φορά και μια πτυχή του πάντα δυναμικού χαρακτήρα που υπογραμμίζει η πρωταγωνίστρια, τραβά τον θεατή και τον κάνει να αισθάνεται ότι δεν χάνει το χρόνο του.
Από τους κινηματογραφικούς συντελεστές, εύσημα δίνω στον διευθυντή φωτογραφίας ΡΟΜΠΕΡΤ ΡΙΤΣΑΡΝΤΣΟΝ, με τα τρία Οσκαρ, ο οποίος έχει πετύχει ενιαία ατμόσφαιρα σε τόσο διαφορετικά πεδία μαχών και συγχρόνως κάνει εξαιρετικά πλάνα στην πρωταγωνίστρια, την πετυχαίνει ταυτοχρόνως γοητευτική και τραυματισμένη, εκφραστική και παλλόμενη, πλάνα χωρίς επιτήδευση φωτισμών πάνω στο πρόσωπο της αλλά με φωτισμούς που «δεν φωνάζουν», «δεν φαίνονται» κι είναι αυτές οι φωτογραφίες που φτιάχνουν ύφος για να φιλοξενηθούν οι ιστορίες , ο Ρίτσαρντσον φωτίζει την ταινία σαν να ήταν δημοσιογραφικό ρεπορτάζ στα πεδία. Πολύ δύσκολη δουλειά.
Για κάποια σκαλώματα που παρατηρούνται θα ήθελα να ήμουν τώρα στην Αμερική, να συζητούσα με κάποιους ανθρώπους από αυτούς που με σπούδασαν 21 χρόνια εκεί, στην Ακαδημία και στα Πανεπιστήμια που διδάσκουν, και βασικά σεναριογράφοι και μοντέρ για το κατά πόσο στα «σκαλώματα» αυτά, η ευθύνη βαραίνει το σενάριο ή το μοντάζ. Θα ήθελα τη δική τους καθοδήγηση. Φταίει η γραμμικότητα του σεναρίου ή μήπως το μοντάζ που δεν ανέλαβε τις δέουσες πρωτοβουλίες ώστε να δώσει ρυθμό στο σενάριο, αν ο ρυθμός έλειπε από το σενάριο κι όχι από το μοντάζ; Είναι από εκείνες τις λεπτές διαχωριστικές που ακόμα και μεταξύ τους οι εκπρόσωποι των κλάδων μπορεί και να ερίζουν και να μένουν ανυποχώρητοι στις θέσεις τους. Προσωπικώς θεωρώ ότι το σενάριο πρόσφερε τη δυνατότητα με την αντίστροφη μέτρηση την οποία μάλλον ο μοντέρ δεν αξιοποίησε στο να την μετατρέψει σε κλιμακούμενη ένταση
Όπως και να έχει, η ταινία διαθέτει κάτι, και το πάνω από όλα της, είναι η Ρόζαμουντ Πάυκ. Και μόνο για αυτήν αξίζει τον κόπο.
Ο ΤΖΕΪΜΙ ΝΤΟΡΝΑΝ, ο «πενήντα αποχρώσεις του γκρί», φαίνεται πως έχει βαλθεί να ξεφύγει και το παλεύει έντιμα εδώ στο ρόλο του φωτορεπορτερ που τη συντρόφευε στις επικίνδυνες αποστολές.
Την ταινία σκηνοθέτησε ο ΜΑΘΙΟΥ ΧΑΪΝΕΜΑΝ, σχετικά νεαρός, με προϊστορία στο ντοκυμαντέρ , ο οποίος έχει αντίληψη της κάμερας και του κάδρου, φαίνεται πως ακουμπά στον διευθυντή φωτογραφίας αλλά ξαφνικά παίρνει κι ένα credit ότι διηύθυνε μια εξαιρετική πρωταγωνίστρια.