Ένα remake ευφάνταστο, καλόγουστο, τρισχαριτωμένο, ψυχαγωγικό, ανάσα εξόδου για τις μέρες των Εορτών κι όχι μόνο.
Ναι, όλα όσα ξέρουμε είναι εκεί, απλώς τα παιδάκια, έχουν μεγαλώσει κι αυτό είναι το ένα και μοναδικό πρόσχημα ώστε να πούμε πως δεν κάνουμε «ξαναφτιάξιμο» για να μην δημιουργηθούν αισθήματα απώθησης εξ αιτίας αυτού.
Από κει και πέρα, η δομή του έργου είναι ακριβώς η δομή της παλιάς «Μαίρη Πόπινς» , η ίδια πάνω κάτω εξέλιξη, οι ίδιες καταστάσεις στα πάντα , μόνο που γίνονται σε παραλλαγή. Κι η παραλλαγή πραγματικά σε αποζημιώνει χάρη στη φαντασία με την οποία παραλλάσσονται τα επεισόδια που επαναλαμβάνω είναι σχεδόν τα ίδια. Αλλάζουν ίσως οι χώροι, αλλάζει το σκηνικό, κι αυτό δα έλειπε αλλά η δομή είναι η ίδια επακριβώς.
Η φαντασία όμως κι ο γοητευτικός τρόπος με τον οποίο έχουν γίνει όλα αυτά, πολύ γρήγορα σε απομακρύνουν από το παλιό, και σε παρασύρουν στη μαγεία του τωρινού όπου, χωρίς να το καταλάβεις, έχεις από μόνος σου την ανάγκη να αφήσεις στην άκρη το παλιό και να αφεθείς στο καινούργιο , χωρίς να σε νοιάζει που το παλιό είναι σαφώς εκείνο που είναι, ότι η σπουδαιότητα εκείνου δεν «μεταβιβάζεται» εύκολα, αλλά για ποιο λόγο να μπει κανείς σε αυτή τη διαδικασία και να μην απολαύσει αυτό που τώρα βλέπει, να ζήσει ΣΤΟ ΠΑΡΟΝ που είναι κι ένα μήνυμα της ίδιας της «Μαίρη Πόπινς».
Ο ΡΟΜΠ ΜΑΡΣΑΛ δεν είναι ένας original ιδεών σκηνοθέτης, το έχει αποδείξει, του έχει και μας έχει σταλεί και το μήνυμα από την ίδια την Ακαδημία από το πρώτο και υπέροχο εκείνο «ΣΙΚΑΓΟ» ναι μεν η καλύτερη ταινία εκείνου του χρόνου αλλά όχι κι η σκηνοθεσία- ναι διότι είχε μεταφέρει αυτούσιο τον Μπομπ Φόσι. Δεν ήταν κάτι δικό του. Αυτό το μη original χαρακτηρίζει κι άλλες δουλειές του και ίσως ο άνθρωπος να μπορεί να εμπνέεται μόνο από έτοιμα πράγματα. Από την άλλη, το μιούζικαλ ως είδος το ξέρει, το κατέχει και μάλιστα πολύ καλά. Πάνω στην έτοιμη πατέντα από τα στούντιο Ντίσνευ αλλά κι από τον σκηνοθέτη ΡΟΜΠΕΡΤ ΣΤΗΒΕΝΣΟΝ, που ξεχνάνε να τον αναφέρουν όταν αναφέρονται στη «Μαίρη Πόπινς» του 1964, κι ας ήταν ένα έργο γεμάτο ΣΚΗΝΟΘΕΤΙΚΑ ευρήματα ,ο Ρομπ Μάρσαλ κάνει τη δική του παραλλαγή η οποία είναι κι απολύτως ευφάνταστη. Στηριγμένος σε εξαίρετη φωτογραφία, σε εξαίρετους συντελεστές όλων των επιπέδων.
Η ΕΜΙΛΥ ΜΠΛΑΝΤ, σαφώς και βρίσκεται υπό την σκιά της εποπτείας της Τζούλι Αντριους, σαφώς και δεν είναι Τζούλι αλλά ΜΙΑ ΧΑΡΑ είναι!! Εχει πετύχει το όριο του που σταματά, αυτό το μεταξύ τυπικότητας δασκαλίστικης και παιδικότητας «συνωμοσιακής» με τα παιδιά, (ω ναι, διότι τα παιδιά του παλιού φιλμ μεγάλωσαν, έγιναν αντίστοιχα κάτι σαν ο μπαμπάς τους κι η μαμά τους κι η εξ ουρανών γκουβερνάντα έρχεται για τα παιδιά των παιδιών του παλιού), τραγουδά θαυμάσια, είναι γλυκιά ως εκεί που πρέπει, τον φέρνει εις πέρας το ρόλο μια χαρά και δεν είναι κι εύκολος ρόλος, πόσο μάλλον όταν φέρει την ερμηνευτική υπογραφή μιάς Τζούλι Αντριους όπου ο ρόλος αυτός ήταν και ρόλος καθιέρωσης. Μια χαρά τα φέρνει εις πέρας η Εμιλυ Μπλαντ, χωρίς, όμως, να είναι Τζούλι Αντριους.
Από κει και πέρα, το «μια χαρά» θα το ταιριάξουμε γάντι σε όλους , κι ο ΜΠΕΝ ΓΟΥΙΣΟΟΥ ως πρώην παιδί-νυν μπαμπάς, κι η ΕΜΙΛΥ ΜΟΡΤΙΜΕΡ ως πρώην κοριτσάκι και νυν θεία που έχει πάρει κάτι από το ακτιβιστικό της μητέρας της, κι ο ΝΤΙΚ ΒΑΝ ΝΤΑΥΚ στο ρόλο του γερούλη της Τράπεζας (ο ΛΙΝ ΜΑΝΟΥΕΛ ΜΙΡΑΝΤΑ που παίζει το ρόλο του Ντικ Βαν Ντάυκ του παλιού φιλμ δεν έχει την ακτινοβολία του, κακά τα ψέματα), και καταλήγουμε στην αποθέωση ενός νούμερου, στο σπίτι του θείου που έτρωγε στο ταβάνι, το οποίο έχει μετατραπεί σε κάτι άλλο κι ο θείος έχει γίνει «εξαδέλφη» ρωσικής προέλευσης ή κάτι τέτοιο, είναι νούμερο κωμικο-μουσικο-χορευτικό μιάς και πλήρους αλλά μοναδικής σκηνής κι ερμηνείας και δεν το παίζει η ΑΝΝΑ ΚΑΛΟΥΤΑ αλλά η ΜΕΡΥΛ ΣΤΡΗΠ. Δεν υπάρχουν λόγια για αυτήν! Δεν υπάρχουν λόγια, απλώς!!!!!!!!!!!!!!
Η σκηνογραφία είναι επίσης ευφάνταστη, η μουσική μου άρεσε περισσότερο ως συνολικό score και λιγότερο ως τραγουδάκια, δεν μου αποτυπώθηκε κανένα τραγούδι σε αντίθεση με το παλιό (είπαμε να μην κάνουμε συγκρίσεις αλλά να που κι εγώ παρασύρομαι- η μαγεία δεν χαλάει με τίποτα, έτσι κι αλλιώς) κι έχει κάνει απίστευτη δουλειά στα κοστούμια η ΣΑΝΤΥ ΠΑΟΥΕΛ. Η οποία, τι γίνεται; Θα βρεθεί αντίπαλος του εαυτού της με τα κοστούμια που έχει κάνει στην «Ευνοούμενη» του Λάνθιμου για την οποία την υμνούν; Είναι πολύ ευρηματική ενδυματολόγος η Πάουελ κι έχει μια απίστευτη αίσθηση των χρωμάτων και με το δικό της χρώμα μπορεί και βάζει την πινελιά, που σπάει το «κυρίαρχο». Καταρχάς, εδώ μου έκανε εντύπωση πως δουλεύει στα κοστούμια πολύ το πράσινο και τις παραλλαγές του, χωρίς να είναι το πράσινο και το κύριο χρώμα της ταινίας. Οποιου φύγει το βλέμμα στη διάρκεια της ταινίας προς κουστούμια μεριά θα δεί ότι από όλους τους χαρακτήρες , με τη «Μαίρη Πόπινς» μερικώς εξαιρούμενη, έχει περάσει ο πράσινο χρώμα. Με αυτό τον τρόπο πετυχαίνει την ΠΙΝΕΛΙΑ, την τόσο απαραίτητη. Θυμάμαι την αξέχαστη ΒΥΛΑ ΖΟΥΜΠΟΥΛΑΚΗ, μια γυναίκα πολύ ψαγμένη και με φοβερή άποψη πάνω στο ρούχο, που μου είχε μάθει «να φοράς δύο χρώματα και μία πινελιά». Αυτή η «πινελιά» είναι που δίνει τον τόνο και στην ταινία, επειδή είναι παραμύθι και κάτι μαγικό , και θέλουν να γεμίζει το μάτι, χωρίς να χάνεται ο μπούσουλας, έχει βρει η ενδυματολόγος αυτή τη λύση. Το πράσινο άλλωστε είναι ένα χρώμα που προφανώς την ελκύει προς αυτή την κατεύθυνση- θυμάμαι και την «Σταχτοπούτα» εκείνη την καταπράσινη τουαλέτα χορού.
Το δε κεντρικό ρούχο της ίδιας της Μαίρη Πόπινς, είναι επίσης θαυμάσιο, ακριβώς για τις χρωματικές επιλογές του: Ένα πανωφόρι μπλε ελεκτρίκ, ή και σαξ, στην πιο σκούρα εκδοχή του κι ένα μαντήλι κόκκινο με «πουά», της φτιάχνει ξαφνικά της Μαίρη Πόπινς ένα στυλ, μα τι στυλ, ειδικά για «εντράτα», για κύρια είσοδο. Απίστευτη η Πάουελ.
Ενπάση περιπτώσει, παραχωθήκαμε στις λεπτομέρειες αλλά να, η μαγεία που λέγαμε και που παρασύρει, μία τέλεια απόδραση και ψυχαγωγία, ένα έργο που ανεβάζει τις διαθέσεις για ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ και με αυτή την ευχή σταματάμε κι εδώ.