Από αυτή τη σκοπιά, το έργο είναι εξηγήσιμο. Μακριά από τη «Ζώνη του Λυκόφωτος» μπάζει. Σεναριακώς. Ως ένα επεισόδιο της σειράς αυτής , καθίσταται ενδιαφέρον. Όμως σε 45 λεπτά, θα είχε ολοκληρωθεί. Το ότι έγινε ταινία δύο ωρών, αυτό την κάνει να «τραβάει» και να επαναλαμβάνεται.
Κι εδώ χρεώνεται κάτι ο Τζόρνταν Πηλ, κάτι που αφορά στο σενάριο και στον τρόπο σεναριακής διαχείρισης του μύθου , του είδους και του έργου. Πως αφού φτιάχνεις ένα φιλμ που επιτρέπει στον άλλο να το δει ως «προπομπό» μιας άλλης δουλειάς (μιλώ για εντυπώσεις, τις προθέσεις του δεν τις γνωρίζω) πως και την πατάς και δεν κάνεις αυτό που θα έπρεπε; Να το επεξεργαστείς σεναριακώς ως κινηματογραφικό έργο κινηματογραφικής διαρκείας κι όχι μόνο με στοιχεία επεισοδίου;
Όταν μάλιστα έρχεσαι με ΟΣΚΑΡ ΣΕΝΑΡΙΟΥ, με σεναριακό θρίαμβο δηλαδή ταινίας που σου αναγνωρίστηκε η εκ βάθρων ανανέωση είδους, το πώς μπορείς να μεταβάλεις σε θρίλερ ένα έργο που σχετίζεται με τον ρατσισμό κι έχει καταβολές από το «Μάντεψε ποιος θάρθει το βράδυ» του Στάνλεϋ Κράμερ σε σενάριο ΟΥΛΙΑΜ ΡΟΟΥΖ (μιλώ για το «ΤΡΕΞΕ!»), τότε πως, ως επόμενο φιλμ του είδους, κάνεις αυτό;
Σήμα κινδύνου προς τον Τζόρνταν Πηλ μη και τον καταπιεί η «θεωρία του auteur». Και την πάθει κι αυτός σαν τον Μ.Νάιτ Σιάμαλαν που μετά από ένα αριστούργημα του είδους, την «Εκτη αίσθηση», άρχισε να κάνει κακές ή ημιτελείς (στην καλύτερη περίπτωση) ταινίες και τότε τον ανακάλυψαν οι «κριτικοί» κι άρχισαν να τον εξυμνούν ως… auteur, μέσω (και χάρη) κάθε ανάπηρου ή απλώς κακού έργου.
Η ατμόσφαιρα στο «ΕΜΕΙΣ» είναι θαυμάσια. Και τολμώ να πω, παρά τα όσα χρεώνω στο σενάριο, πως το φιλμ διαθέτει και σεναριακή κατάρτιση. Τα στοιχεία με τα οποία παίζει είναι στοιχεία του είδους θρίλερ κι ο Πηλ μπορεί και τα βάζει σε σειρά, μπορεί και τα πλέκει αλλά και τα μπλέκει, κι αυτή όλη τη σύνθεση τη γράφει έχοντας κατά νου τον σκηνοθέτη εαυτό του, ο οποίος με αυτά θα φτιάξει την ατμόσφαιρα και τότε σενάριο και σκηνοθεσία θα γίνουν ένα πράγμα.
Με μια εισαγωγή παιδικής ηλικίας και με προσγείωση στο παρόν ύστερα από λίγο όπου το κοριτσάκι της πρώτης εικόνας λογικά έχει γίνει η γυναίκα, σύζυγος και μάνα της οικογένειας που θα πάνε εκδρομή σε ένα μέρος που κάτι της συνέβη όταν ήταν παιδούλα και το πρώτο βράδυ εμφανίζονται απειλητικοί άγνωστοι-φαντάσματα οι οποίοι είναι ολόιδιοι με δαύτους… μας έχει βάλει στην κύρια υπόθεση.
Τα στοιχεία όντως φτιάχνουν ατμόσφαιρα. Γράφονται με τη λογική του να τρομάξουν, εμπεριέχουν τα «υλικά» εκείνα που θα συμβάλλουν, όταν πρόκειται για σύντομες σκηνές διαθέτουν κάτι που θα πρέπει να βοηθήσει το μοντάζ στο να κάνει την κλιμάκωση κι όταν πρόκειται για πιο μακρόσυρτες σεκάνς, πάλι το σενάριο έχει φροντίσει να βάζει στοιχεία που θα οδηγήσουν σε αυτό που λέμε και που θα το βοηθήσουν στο αποτέλεσμα που επιδιώκει. Μα και τις μακρόσυρτες σεκάνς έχει φροντίσει ο Πηλ να τις γράψει με τρόπο τέτοιο ώστε να «τεμαχίζονται» και να τσιτώνουν τα νεύρα κι όχι με τη λογική του να γραφτούν σκηνές που θα σκηνοθετηθούν ως μονοπλάνα.
Όλα αυτά λοιπόν ωραία και καλά και μαζί με τη φωτογραφία και τους υποβλητικούς φωτισμούς που σκοτεινιάζουν τους εσωτερικούς χώρους αλλά με καλή σύνθεση φωτισμών ή με την κίνηση της κάμερας στα ημερήσια πλάνα ώστε να αισθάνεσαι απειλή ακόμα και σε σκηνή παραλίας με λουόμενους, έχουμε και τους ηθοποιούς. Κι από αυτή την άποψη το έργο δεν έχει παράπονο, ούτε επιτρέπει να διατυπωθεί εις βάρος του παράπονο διότι οι ηθοποιοί παίζουν εκφραστικότατα τους ήρωες και τα αντίκρυ φαντάσματα τους, αυτή δε η ΛΟΥΠΙΤΑ ΝΥΟΝΓΚΟ είναι πραγματικά εξαιρετική ηθοποιός. Μετά το ΟΣΚΑΡ Β΄ΡΟΛΟΥ στο «ΔΩΔΕΚΑ ΧΡΟΝΙΑ ΣΚΛΑΒΟΣ», που είχε εντυπωσιάσει με την αληθινή κι αβίαστη δραματικότητα της, επωμίζεται εδώ ταινία ολόκληρη και την κρατά ψηλά και δείχνει και την ποιότητα του παιξίματος της το οποίο στηρίζεται στην έκφραση αλλά και στον καλό συντονισμό συναισθήματος σε έκφραση προσώπου και σε χρωματισμό φωνής, είναι τέλεια δείχνει πεπειραμένη κι ας είναι νέα, κι ας έχει παίξει αριθμητικά λίγους ρόλους. Βέβαια, για να είμαι σαφέστερος, το έργο δεν είναι απόλυτα δικό της, το σενάριο την οικογένεια βάζει ως «κεντρικό ήρωα», η ίδια, όμως, είναι ο κινητήριος μοχλός, άρα αναγνωρίζεται ως πρωταγωνίστρια επειδή είναι επικεφαλής του cast κι όχι επειδή το σενάριο στέκεται πάνω της, μολονότι, επαναλαμβάνω, η σεναριακή αφορμή έχει να κάνει με την ίδια.. Τέλος πάντων, αυτά είναι λεπτομέρειες για όποιον θέλει να τα ψάχνει περισσότερο… Η για τον αντιγραφέα που δηλώνεται ως «μελετητής» και θέλει να τα βρει έτοιμα ώστε να τα μοστράρει για δικά του…
Όμως, κάτι παραπάνω δεν βλέπουμε. Σαν τραβηγμένο σε διάρκεια επεισόδιο, υποβλητικής σκηνοθεσίας μοιάζει. Ετσι όμως ήταν και τα παλιά του «Twilight Zone». Κι εκείνα μας υπέβαλαν. «Μεγάλο θριλερ» πάντως δεν είναι. Επ’ ουδενί.