Κι έτσι, ως απληροφόρητος, βρίσκεσαι προ, ακόμα μεγαλυτέρας, εκπλήξεως.
Σε βιβλίο βασίζεται το οποίο έχει μυθιστορηματοποιήσει μια αληθινή ιστορία. Κι η ιστορία έχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον επειδή, εκτός των άλλων είναι κι ασυνήθιστή.
Στο Λονδίνο του 1872, ένας διαταραγμένος άνθρωπος, που καταδιώκεται από συγκεκριμένο άνθρωπο ο οποίος τον απειλεί, ή που έτσι νομίζει, σκοτώνει κάποιο βράδυ κατά λάθος έναν αθώο που τον πέρασε για τον διώκτη του.
Το Δικαστήριο τον καταδικάζει ως παράφρονα, το αθώο θύμα του είχε σύζυγο κι έξη παιδιά. Το κλείνουν σε εποπτευόμενο από τις Αρχές ψυχιατρικό κατάστημα.
Παράλληλα, στην Οξφόρδη, ένας άνθρωπος χωρίς πτυχία αλλά κάτοχος αναριθμήτων γλωσσών, καταφέρνει να προσληφθεί εκεί και να ξεκινήσει τη σύνταξη Λεξικού, αυτού που κατοπινά γνωρίζουμε ως Λεξικό της Οξφόρδης.
Το πώς αυτοί οι δύο άνθρωποι θα κάνουν επαφή και το πώς αυτές οι δύο τόσο άσχετες μεταξύ τους ιστορίες και καταστάσεις θα έρθουν και θα συνυφανθούν, είναι που αξίζει να δει ο θεατής και φυσικά δεν πρόκειται περί αυτού να γράψω λέξη διότι θα χαθεί κάθε ενδιαφέρον. Αυτό το λέω ακόμα και για τους θεατές εκείνους που πρώτα θα δουν την ταινία και μετά θα διαβάσουν την κριτική. Όμως κι αυτοί, καθώς θα μυούνται στον κινηματογράφο αλλά και στο τι πρέπει να κρατάει ή να πετάει ο κριτικός όταν αναφέρεται σε ένα έργο, θα μπουν βαθύτερα στο νόημα. Διότι – να κάνω μια παρένθεση- μπορεί να χρειάζεται σε ένα έργο, για το οποίο η κριτική θέλει να κάνει σωστά τη δουλειά της και να σταθεί στο ύψος της ώστε να μη καταντήσει… δελτίο Τύπου, να χρειάζεται να γράψεις σχόλιο ακόμα και για τη λύση. Κι εκεί να αποκαλύψεις κάτι που ίσως να μην έπρεπε. Ομως, από τη στιγμή που κάνει ανάλυση σε ένα σενάριο και θέλεις να εξηγήσεις το λανθασμένο φινάλε και κατά πόσο ήταν συμβατό με την προηγηθείσα σεναριακή ανάπτυξη, οφείλεις να το κάνεις.
Στην περίπτωση του «Ο ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΚΙ Ο ΤΡΕΛΟΣ» δεν έχει κανένα απολύτως νόημα να πεις στον κόσμο το πώς συνυφαίνονται οι δύο άσχετες ιστορίες και πως έρχονται κοντά οι δύο άγνωστοι και παράταιροι μεταξύ τους ήρωες. Αυτό το αφήνεις στην απόλαυση του θεατή.
Εκεινο που μπορείς να πεις είναι ότι πρόκειται για εξαιρετικά γραμμένο σενάριο μολονότι πάσχει από κάτι συγκεκριμένο: Από το που ακριβώς κεντράρει! Όμως, ο τρόπος με τον οποίο γράφεται το σενάριο ώστε να βγάλει συναρπαστική ταινία ο σκηνοθέτης βοηθούμενος κι από την άρτια παραγωγή και τους εξαίρετους επι μέρους συντελεστές, το θέμα του «κεντραρίσματος» καθίσταται δευτερεύον διότι εκεί που καταλήγει τα εξηγεί όλα, τα λέει όλα και τελικώς κεντράρει στον παράγοντα Ανθρωπος κι όχι στο βάρος της μιας ή της άλλης ιστορίας , οπότε όλα έχουν καλυφθεί. Και καθώς γίνεται η συνύφανση των δύο «ασχέτων» στοιχείων (τι δουλειά έχει ένας έγκλειστος ως παράφρων για φόνο με τη σύνταξη του Λεξικού της Οξφόρδης;) ο θεατής μπαίνει μέσα κι απολαμβάνει δράμα, περιπέτεια και πρωτοτυπία .
Πρόκειται για παραγωγή πρώτης σειράς, τη σκηνοθεσία υπογράφει ένας σχετικά νέος σε ηλικία ΙΡΑΝΟΣ σκηνοθέτης, ο ΦΑΡΑΝΤ ΣΑΦΙΝΙΑ,ο οποίος ήταν συνεργάτης του Μελ Γκίμπσον και στο «Apocalypto», όμως η αίσθηση που έχω είναι σαν να βλέπω τον ΜΕΛ ΓΚΙΜΠΣΟΝ αν όχι ως άτυπο σκηνοθέτη , πάντως σίγουρα ως κινητήριο μοχλό της ταινίας, μου θύμισε το φιλμ δικές του ταινίες και τα καταφέρνει πολύ καλά κι ως ηθοποιός, επιβλητική παρουσία, star performance, με αρκετό παραπάνω.
Ο ΣΩΝ ΠΕΝ στο ρόλο του τρελού είναι ΑΡΙΣΤΟΥΡΓΗΜΑ με ερμηνεία οσκαρικών προδιαγραφών για τον επόμενο χρόνο. Ο «τρελός» του είναι ένα υπόδειγμα μεγάλης ηθοποιίας, συγκλονισμού αλλά και λιτότητας, πλήρους ελέγχου των μέσων του , τόσο πλήρους ώστε να μη φοβάται να το πάει και στα άκρα, χωρίς να χάσει ποτέ τον έλεγχο. Περίπου όπως έκανε στο «Σκοτεινό ποτάμι» ενώ θυμίζει κι άλλες μεγάλες του στιγμές από άλλες ταινίες.
Γενικώς, η συνύπαρξη των δύο ανδρών είναι άκρως…. ΧΗΜΙΚΗ, το ντουέτο τους είναι τέλειο.
Κι οι supporting ρόλοι ευτυχούν, και μάλιστα δεν έχουν προσλάβει πολυχρησιμοποιημένα πρόσωπα. Εκφραστικότατη η ΝΑΤΑΛΙ ΝΤΟΡΜΕΡ που παίζει τη χήρα του θύματος, εισπράττει ως δώρο τα κοντινά εκείνα που θα αναδείξουν την εκφραστικότητα της, εξαίρετη , κυρίως στη μεταστροφή της, η ΤΖΕΝΙΦΕΡ ΕΕΛΙ ως σύζυγος του Μελ Γκίμπσον, καρατερίστικη παρουσία που ανεβάζει τις σκηνές ο ΕΝΤΙ ΜΑΡΣΑΝ στο ρόλο του δεσμοφύλακα κι όλοι οι επίλοιποι θαυμάσιοι Βρετανοί ηθοποιοί στους μικρούς ρόλους τους που είναι για να «γεμίζουν» την εκάστοτε σκηνή, το εκάστοτε πλάνο.
Ταινία υπόθεσης, ηθοποιίας κι ατμόσφαιρας βοηθιέται τα μάλα από τη φωτογραφία η οποία στήνει και φωτίζει τη σκοτεινών χρωμάτων σκηνογραφική διεύθυνση η οποία προσφέρει υλικό στη φωτογραφία για να δώσει ατμόσφαιρα.
Ταινία από εκείνες που μας λείπουν αλλά και που μας ξαφνιάζουν όταν βγαίνουν απότομα, πριν τη διαφήμιση τους.
ΥΓ Μήπως και θα έπρεπε πότε πότε η διαφήμιση να εξέλιπε;