Δεν μένει προσκολλημένος στο περιστατικό, σαν να επρόκειτο για ντοκυμαντέρ. Μα, φτιάχνει ανθρώπους, πλάθει ανθρώπους, εμφυσά ζωής πνοή στα πρόσωπα, διότι ένα περιστατικό, ένα θέμα, για να γίνει Τέχνη, χρειάζεται πρόσωπα. Ανθρώπους που από την πένα του σεναριογράφου να έχουν αποκτήσει δική τους, αληθινή ζωή και να μη γίνονται φορείς του θέματος ώστε να πάρουν την επιβεβαίωση από άτομα που δεν καταλαβαίνουν από Τέχνη και κρίνουν τα έργα με βάση το ντοκουμέντο ή λένε προκαταβολικά τις αηδίες που λένε για τον Γαβρά.
Ο ΦΡΑΝΣΟΥΑ ΟΖΟΝ, σκηνοθέτης και σεναριογράφος, γράφει το σενάριο που θα σκηνοθετήσει κι αυτό που πετυχαίνει είναι ένα πλήρες κι ολοκληρωμένο αποτέλεσμα όπου τα όρια διαχωρισμού σεναρίου και σκηνοθεσίας απευθύνονται μόνο στο έμπειρο μάτι. Και στον γνώστη που ξέρει από κινηματογράφο ή που κάνει- προπαντός σε αυτόν!- κινηματογράφο.
Το θέμα είναι σκληρό και ζουμερό. Κι είναι ακόμα υπό δικαστική εξέλιξη,. Κι άμα βρεί άκρη …να γίνω ….Πάπας (ώστε να είμαστε και στο πνεύμα της ταινίας). Διότι οι υποθέσεις που στηλιτεύονται και τα πρόσωπα εκκλησιαστικής εξουσίας που αναμειγνύονται, αν κι έχουν αποδειχτεί οι ενοχές τους , ακόμα δεν έχουν πάρει την επίσημη καταδικαστική απόφαση της Δικαιοσύνης και… Κύριος Οίδε αν θα γίνει και ποτέ. Αυτά, μας τα λέει κι η ταινία.
Το δυνατό θέμα έχει να κάνει με τις σεξουαλικές κακοποιήσεις αγοριών από πνευματικούς και ιερείς της Καθολικής Εκκλησίας. Θα μπορούσε να έχει συμβεί και σε ιερείς άλλου δόγματος, κι αυτό είναι ένα από αυτά που σε αφήνει να σκεφτείς ο Οζόν , αλλά η υπόθεση εκτυλίσσεται στη Λυόν και τα παιδιά αυτά που κακοποιήθηκαν σεξουαλικώς από τους ιερείς είναι Γάλλοι, Καθολικοί το θρήσκευμα…
Βέβαια, κάθε τόσο ξεσπά κι ένα παρόμοιο σκάνδαλο, ειδικά στους ιερείς του συγκεκριμένου Δόγματος, κι έχουμε δει κι άλλες ταινίες, ξεκινώντας από την τολμηρή του Πέδρο Αλμοδόβαρ «Κακή Εκπαίδευση» και φτάνουμε στο αμερικανικό «SOPTLIGHT» του Τομ ΜακΚάρθυ, που πήρε και τα Οσκαρ καλύτερης ταινίας και σεναρίου το 2016. Η διαφορά του έργου του Οζόν από το «Spotlight» είναι πως εκείνο ήταν ένα έργο πάνω στη Δημοσιογραφία όπου το αντικείμενο της έρευνας της ήταν το σεξουαλικο-εκκλησιαστικό σκάνδαλο. Εδώ έχομε απευθείας το γεγονός.
Κι ο Οζόν τοποθετεί την ιστορία στο σήμερα, στη διετία 2014-2016 όπου ένα κακοποιημένο παιδάκι της περιόδου 1988-1991, σημερινός οικογενειάρχης με 5 παιδιά, αποφασίζει να τολμήσει να προχωρήσει σε αναδρομικές μηνύσεις, όταν βλέπει ότι ο ιερέας που το είχε «ξεκατινιάσει» , έχει έρθει και πάλι στα μέρη τους κι εξακολουθεί να «διδάσκει» σε παιδιά, να περιστοιχίζεται από παιδιά. Και τότε, αυτός ο άνδρας ξεκινά μηνύσεις κι έρευνα, όπου καθώς ξετυλίγεται το κουβάρι του ένοχου παρελθόντος με τα φοβισμένα και κρυμμένα μυστικά, προσκρούει στο φόβο, στην ντροπή, στη σκόνη κάτω από το χαλί, όσον αφορά σε παθόντες και στις οικογένειες τους, αλλά και στο διακριτικά δοσμένο θωράκισμα των ανθρώπων της Εκκλησίας και της Εξουσίας που τους περιβάλλει.
Το συγκλονιστικό με την ταινία που κάνει ακόμα πιο συγκλονιστικό το θέμα, είναι πως τα πρόσωπα αυτά, που έχουν γίνει χαρακτήρες, εξετάζονται μέσα από τις λογής- λογής γκρίζες ζώνες της ανθρώπινης υπόστασης . Πρώτα τα θύματα, που καθώς εμφανίζονται ένα – ένα στο προσκήνιο, ξετυλίγουν τον χαρακτήρα και το πρόβλημα τόσο το δικό τους όσο και του περιβάλλοντος, όπου και το περιβάλλον του καθενός συναποτελείται από ανθρώπους που έχουν κι αυτοί τις γκρίζες πλευρές τους, έχουν υποστεί κι αυτοί τα δικά τους δράματα πίσω από τη φαινομενική εικόνα της ευτυχίας ή της ήρεμης καθημερινότητας κι έχουν επηρεαστεί κι αυτοί ψυχικά από τις συμπεριφορές που ανέπτυξαν εντός περιβάλλοντος τα θύματα…
Το πιάνει, όμως, κι από τη μεριά των ιερέων ως χαρακτήρες αλλά κι ως φορείς δόγματος που το τελευταίο γίνεται μέρος του χαρακτήρα κι όχι κήρυγμα από άμβωνος και τελικώς καταφέρνει ο Οζόν, χάρη στο τέλειο ζύγισμα, να δείξει και τη δική τους πλευρά, χωρίς όμως να τους βγάλει λάδι.. Αντιθέτως..
Και τα όποια ερωτήματα τίθεται από την ταινία, είναι ερωτήματα των χαρακτήρων, που τα θέτουν κατά την εκτύλιξη τους, ως άνθρωποι εξελισσόμενοι κι όχι ως «κήρυκες».
Ο σκηνοθέτης Οζόν παραλαμβάνει το σενάριο του σεναριογράφου Οζόν και ξεκινά από τη διανομή, από το casting. Από αυτό που μου είχε εξηγήσει πρώτος, πριν πάω στην Αμερική και τα μάθω πλατύτερα και βαθύτερα,ο Γιάννης Δαλιανίδης, πως η διανομή είναι η μισή σκηνοθεσία.
Από τη διανομή των ηθοποιών που θα ερμηνεύσουν τα πρόσωπα, όπου οι ρόλοι είναι θαυμάσια γραμμένοι κι οι ηθοποιοί καλούνται να τους δώσουν τη σάρκα και τα οστά που το σενάριο ετοίμασε κι απαιτεί.
H διανομή είναι τέλεια, θα σταθώ σε δύο ηθοποιούς που έχουν και τους πιο ζουμερούς ρόλους, στον ΝΤΕΝΙΣ ΜΕΝΟΣΕΤ, που τον είχαμε δει στο «Μετά τον χωρισμό» όπου έπαιζε το κτήνος της οικογένειας κι εδώ κάνει ένα κακοποιημένο που το έκρυβε κι ο ρόλος είναι ο αντίποδας εκείνου του κτήνους, είναι ένας άλλος οικογενειάρχης, που μέσα από την πληθωρική του παρουσία πιάνει απροσδιόριστα τόνους αισθαντικότητας. Ο άλλος είναι ο ΣΟΥΑΝ ΑΡΛΟ, ο ηθοποιός που παίζει τον τύπο που παθαίνει τους σπασμούς και ξεσπά βιαίως στη δεύτερη γυναίκα του, με υπέροχη στο ρόλο της μάνας του την ΖΟΣΙΑΝ ΜΠΑΛΑΣΚΟ .
Όμως θα είναι αδικία αν προσπεράσω τους ηθοποιούς που παίζουν τους γονείς του Μενοσέτ ή την κοπέλα που υποδύεται την σύζυγο του ΜΕΛΒΙΛ ΠΟΥΠΩ, ο οποίος παίζει τον κινητήριο μοχλό της ιστορίας κι η «γυναίκα» του έχει μια αποκαλυπτική σκηνή, όπου μου έκανε εντύπωση η τεχνική της, τα δάκρυα να κυλούν καθώς εξομολογείται κάτι ενώ η φωνή συνεχίζει να εξιστορεί ατάραχη( ΟΡΕΛΙΑ ΠΕΤΙΤ, το όνομα της)
Και το υπόλοιπο 50 της εκατό της σκηνοθεσίας; Μα ακριβώς εδώ είναι το πώς περνά ο σκηνοθέτης μέσα στα κάδρα τα πρόσωπα, ανάλογα με την κάθε σκηνή, με το τι διαμείβεται, με το τι πρέπει να τονίσει ή να καταγράψει ώστε να βγει το εκάστοτε συναίσθημα. Αυτή είναι η πραγματικά δύσκολη σκηνοθεσία κι άντε να την καταλάβουν οι ημιμαθείς που νομίζουν ότι σκηνοθεσία είναι το ….travelling. Και δεν καταλαβαίνουν τι σκηνοθεσία έχουν το «All about Eve» του Τζότζεφ Μάνκιεβιτς ή το «Συνηθισμένοι άνθρωποι του Ρόμπερτ Ρέντφορντ. Ο,τι σκηνοθεσία έχει κι ο Μπέργκμαν ή κι ο Μπουνιουέλ. Γι αυτούς δεν λένε, από φόβο μην πιαστούν αδιάβαστοι, αλλά αυτά που καταλογίζουν σε άλλους είναι ακριβώς εκείνα που έχουν αυτοί.. Αρα, μεσάνυχτα και κάτι αλλά με …. «άποψη». Θυμάμαι, στα φοιτητικά νιάτα μου, ονομαστός Ελληνας σκηνοθέτης (ζει και μπορεί να μη θέλει ο άνθρωπος να πω το όνομα του) που μου είχε διδάξει ότι η σκηνοθεσία δεν είναι τα πλάνα αλλά το περιεχόμενο των πλάνων. Και μάλιστα μου είχε αντιπαραβάλει τον Λουίς Μπουνιουέλ με τον Ντίνο Δημόπουλο, ΧΩΡΙΣ ΚΑΜΙΑ ΔΙΑΘΕΣΗ ΕΙΡΩΝΕΙΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΔΕΥΤΕΡΟ, το αντίθετο, δείχνοντας μου να έχουν τα ίδια ακριβώς πλάνα αλλά εκείνο που διέφερε ήταν το εντός πλάνων περιεχόμενο.
To μοντάζ παίζει επικουρικό ρόλο, προφανώς ο Οζόν δεν θέλησε να περικοπούν πράγματα κι ας τράβηξε λίγο παραπάνω σε διάρκεια. Εγινε δημιουργικό το μοντάζ στο ότι βοήθησε το ρυθμό της αφήγησης αλλά και των δεσιμάτων τόσων πολλών κοντινών πλάνων που ήταν κι η σκηνοθεσία της ταινίας. Κι η φωτογραφία , σε ένα πλαίσιο φωτιστικής ουδετερότητας, από αυτές τις φωτογραφίες που φτιάχνουν ατμόσφαιρα ταινίας σιωπηλά, κατέγραψε με μοναδικά close-up τα πρόσωπα και τα συναισθήματα, η κάμερα σχεδόν τα ανέλυσε…
Η ταινία είναι φρέσκια, μας ήρθε με Αργυρή Αρκτο από το Φεστιβάλ Βερολίνου 2019 άρα λογικά στα «Σεζάρ» θα τη δούμε κατά την επόμενη χρονιά.