Λοιπόν, το πρόβλημα στο «TRANSIT» ξεκινά από τη διασκευή του βιβλίου και το ίδιο το μυθιστόρημα της ΑΝΝΑ ΣΕΓΚΕΡΣ.
Ο διασκευαστής θέλει και την υπόθεση να κρατήσει, η οποία έχει μπόλικο σασπένς, και να της δώσει κι ένα ύφος «art film», «art house» ..πείτε το όπως θέλετε.
Μόνο που συμβαίνει το εξής: Αν δεν έχουμε διαβάσει το δελτίο Τύπου, μένουμε με την υποψία ή προσπαθούμε να μαντέψουμε την περίοδο στην οποία εξελίσσεται το δράμα. Διότι οι αναφορές είναι γενικόλογες κι η όποια «αφαίρεση» ή «αφαιρετικότητα» στην αφήγηση δεν μπορεί να έχει να κάνει με την σύγχυση.
Επι πλέον, τα σκηνικά, η σκηνογραφική διεύθυνση δηλαδή και προπαντός τα Κοστούμια, δεν βοηθούν καθόλου στο έστω να μαντέψουμε αλλά με μεγαλύτερη σιγουριά, την εποχή. Τα μόνα που ορίζονται συγκεκριμένα είναι τα μέρη. Είμαστε στη Μασσαλία κι αυτό δεν μας το κρύβει, θέλουν να πάνε στο Μεξικό και περιμένουν τις βίζες οπότε λογικά κι η Ισπανία που αναφέρεται κάποια στιγμή είναι μάλλον σαν ενδιάμεσος σταθμός , οπότε υποψιάζεσαι ότι μόνο έτσι θα μπορούσαν να καταφύγουν στο Μεξικό κλπ.
Αυτά έχουν να κάνουν με το πλαίσιο.
Φυσικά, το μυθιστόρημα της συγγραφέως όπου ακολουθεί τέτοια αφήγηση ακολουθεί κι άλλη επεξεργασία, είναι ένα εσωτερικό μυθιστόρημα, το «TRANSIT» του τίτλου έχει να κάνει με το ανθρώπινο «transit» περισσότερο και λιγότερο με το ταξιδιωτικό και την κυριολεξία του που ωστόσο στο έργο παίζει. Ναι, είναι transit οι ήρωες στην αναμονή των χαρτιών τους για το Μεξικό (κι όχι μόνο; Δύο φορές την είδα την ταινία κι έμεινα με τις ίδιες απορίες και τη δεύτερη), είναι , όμως, transit και της ζωής, της σχέσης, της Ιστορίας .Κι αυτά που γράφω, τα γράφω εγώ, δεν τα δείχνει η ταινία και το ‘ότι δεν τα δείχνει κι ότι εγώ τα γράφω ως ΥΠΟΨΙΕΣ κι όχι ως από καθέδρας σοφός που καταλαβαίνει αυτά που δεν καταλαβαίνουν οι άλλοι, είναι μείον της ταινίας .
Διότι μέσα σε αυτές τις διαρκείς ελλείψει που ο σεναριακος διασκευαστής τις θεωρεί «ελλειπτικότητες», ο θεατής προσπαθεί να καταλάβει τι ακριβώς συμβαίνει και χάνει μέρος των συναισθημάτων των ηρώων, όπου κι εδώ πάλι δεν έχει γίνει καλή δουλειά από το σενάριο: Υπερεπεξηγεί τα επουσιώδη και αφήνει κενά λόγω «καλλιτεχνικής ελλειπτικότητος» στα ουσιώδη, σε εκείνα που χρειάζεται να καταλάβω ώστε να επικοινωνήσω με το έργο.
Από την άλλη, το βιβλίο της συγγραφέως έχει σασπένς, το έχει κρατήσει κι ο Πέρτζολντ, μέσω αυτού κρατεί το ενδιαφέρον του θεατή, και μέσω καλών ηθοποιών, οι οποίοι πασχίζουν και καταφέρνουν, έχοντας ως βάση και το μυθιστόρημα, τουλάχιστον στην επιτυχή περιγραφή των χαρακτήρων που ερμηνεύουν, και στην ωραία και λουσάτη φωτογραφία που δεν βγάζει ατμόσφαιρα, στην αρχή μάλιστα νομίζουμε ότι έχει γίνει τρομοκρατική ενέργεια στο σήμερα.
Το παιδάκι από το Μαγκρέμπ, το σπίτι της μητέρας του, οι διάκοσμοι των ξενοδοχείων,μου μοιάζουν με κάτι σύγχρονο. Τα κοστούμια , το είπα και παραπάνω. Κι αυτό είναι ένα σημείο που δεν το επεξεργάστηκε καλά, εδώ με την ιδιότητα του σκηνοθέτη. Μου είχε εξηγήσει κάποτε ο μέγας σκηνοθέτης και παραγωγός και μοντέρ ΡΟΜΠΕΡΤ ΓΟΥΑΪΖ, και μάλιστα όχι για δική του ταινία αλλά για έργο άλλου, για το «ΘΑ ΚΛΑΨΩ ΑΥΡΙΟ» του Ντάνιελ Μαν με την Σούζαν Χέιγουορντ, πως τα κοστούμια του έργου με ηρωίδα την ΛΙΛΙΑΝ ΡΟΘ, υπαρκτό πρόσωπο που βασικά «έδρασε» στη δεκαετία ’30, είχαν γίνει κοστούμια σύγχρονα (του έτους 1955) ως σκηνοθετική απόφαση. Κι αυτό, επειδή μέσα από την περίπτωση της αλκοολικής ηρωίδας ήθελαν να δώσουν ένα σύγχρονο τόνο στο έργο ,με κοινωνικό μήνυμα περι αλκοολισμού. Κι έτσι συζήτησαν την απόφαση αυτή με την ενδυματολόγο ΕΛΕΝ ΡΟΟΥΖ, η οποία πρότεινε και κατέληξαν, τα κοστούμια να είναι «σύγχρονα» κι απλώς να υποδεικνύουν αμυδρά και την άλλη εποχή. Και πήρε Οσκαρ η Ελεν Ρόουζ για αυτή τη δουλειά , το δεύτερο της.
Αναφέρω αυτό λοιπόν επειδή εδώ, μπορώ να δεχτώ τα περί άποψης ίσως για μια καθολικότητα με «transit» σε ανθρώπους εποχής προσφύγων αλλά όταν το σενάριο περιλαμβάνει τόσες ασάφειες, τότε κι η σκηνογραφική κι η ενδυματολογική επιλογή απλώς επιτείνουν την σύγχυση.
Ωστόσο, η μυθιστορηματικότητα η οποία χαρακτηρίζει το φιλμ, καλύπτει μέχρις ενός σημείου κάποια κενά.
Ο πρωταγωνιστής ΦΡΑΝΚ ΡΟΓΚΟΒΣΚΙ, που τον είχαμε δει στην ενός πλάνου «VICTORIA» είναι κινηματογραφική, «διεθνής» φάτσα.