Κι ο εσωτερικός διάλογος συνεχίστηκε για λίγο ακόμα και τότε είπε ο αριστερός (λοβός) του δεξιού «Ακολούθησε λοιπόν τον κριτικό εαυτό σου, δες το έργο ως αυτό που είναι και μην πας να τα ρίξεις στη «βιομηχανία», στο «remake», στο «προϊόν», μην καταλήξεις και συ στο «δάσκαλε που δίδασκες και νόμο δεν εκράτεις»
Και τότε, αφέθηκα στο έργο κι άρχισα να το παρακολουθώ μετά την πρώτη μισή ώρα, διότι στο ξεκίνημα με είχαν αναλάβει οι σκέψεις…
Κι αυτό που παρακολούθησα από τη στιγμή που ξαναπάτησα στη Γη, ήταν τέλειος Στήβεν Κινγκ, τέλεια μεταφερμένος στον κινηματογράφο, για μια ακόμα φορά, και κατέληξα σε μια άλλη διαπίστωση, επειδή μου έκανε καλή εντύπωση η δουλειά των σκηνοθετών που το υπέγραψαν, των ΚΕΒΙΝ ΚΕΛΣ και ΝΤΕΝΙΣ ΓΟΥΙΝΤΜΑΓΥΕΡ. Στη διαπίστωση πως ο Στήβεν Κινγκ βγαίνει καλός όταν επικεντρώνονται σε αυτόν κι όχι στο να φανεί ο σκηνοθέτης πάνω από αυτόν.
Ηδη, οι φαν έχουν τοποθετηθεί: Είναι καλύτερο τούτο το remake από το παλιό του 1989. Ομολογώ ότι το φιλμ του 1989 δεν το θυμάμαι καθόλου και σκοπίμως δεν θέλησα να μπω στον κόπο να το ψάξω και να το δω πριν πάω στο καινούργιο, διότι το ζητούμενο είναι αν στέκει το φιλμ που έγινε κι όχι η σύγκριση του με κάτι που προηγήθηκε, ειδικώς όταν δεν το θυμάσαι καθόλου.
Στους δύο σκηνοθέτες φαίνεται ότι παραδόθηκε κινηματογραφικότατο σενάριο όπου προηγήθηκε η συγγραφή ενός «story» πάνω στο βιβλίο και στη συνέχεια το ανέλαβε σεναριογράφος και μετέτρεψε το story του βιβλίου σε σενάριο. Με τους σκηνοθέτες να ντεκουπάρουν και να αξιοποιούν τους χρόνους και τις τεχνικές που χρειάζεται ένα σενάριο θρίλερ ώστε να λειτουργήσει κι ως εικόνα. Το οποίο, όμως, πρέπει να παραμείνει ΣΤΗΒΕΝ ΚΙΝΓΚ διότι ο Κινγκ είναι το αντικείμενο, το προϊόν, το ίδιο το έργο. Στήβεν Κινγκ παίζουμε (δεν χρησιμοποιώ τη χυδαίως ακουόμενη λέξη «πουλάμε»)
Το έργο κτίζεται κιηματογραφικά σιγά σιγά, σε βάζει σε ατμόσφαιρα παρόλο ότι και με τη λίγη έστω πείρα του είδους και με ακόμα περισσότερη του ίδιου του συγγραφέα, συναισθάνεσαι κι αναμένεις τον τρόπο που θα επέλθει ενώ ξεκινούν όλα ήσυχα με τη μεταφορά μιας οικογένειας στην εξοχή, στην εκεί εγκατάσταση, στη γνωριμία με τον αινιγματικό γείτονα που τον παίζει θαυμάσια ο ΤΖΩΝ ΛΙΘΓΚΟΟΥ και στον οποίο έχουν γράψει και μια χιουμοριστική ατάκα περί Τσώρτσιλ επειδή τον είχε παίξει στην τηλεοπτική σειρά «Το στέμμα»…. Κι εκεί η οικογένεια με τα δύο παιδιά, θα αρχίσει να βιώνει το ανεξήγητο, διότι πιο κάτω υπάρχει μια έκταση που κάτι περίεργο αναδύει, θα αρχίσουν να μπαίνουν στο παιχνίδι κι οι γάτες και σιγά σιγά ο τρόμος θα απλώνεται, εξαίρετα αποδομένος , με φωτισμούς της απόλυτης υποβολής, με μοντάζ που έχει προβλεφθεί από το σενάριο και στο οποίο θα πρέπει να χωρέσει κι ο ήχος (με τη δέουσα για το είδος και τις σκηνές μουσική!!!) όλα τους απαραίτητα στοιχεία αυτής της τρομοκατάστασης, η οποία ουδέποτε γίνεται αηδιαστική ούτε αποκρουστική, ενώ μέσα από τις εξελίξεις του μύθου και των κλιμακώσεων, προλαβαίνουν και τα πρόσωπα να εξελιχθούν σε χαρακτήρες, χαρακτήρες για το είδος αλλά και για να αφήσουν και κάτι στον θεατή.. Εδώ είναι που φαίνεται πως από πίσω υπάρχει συγγραφέας.
Ο ΤΖΕΪΣΟΝ ΚΛΑΡΚ από ταινία σε ταινία αποδεικνύει όλο και μεγαλύτερες δυνατότητες και προσόντα αλλά εκείνη που είναι εξαιρετική είναι η μικρούλα ΤΖΕΤΕ ΛΩΡΕΝΣ , που ερμηνεύει ένα σύνθετο, για το είδος, ρόλο και καταφέρνει κι αποδίδει τις δευτερεύουσες αλλά και καθοριστικές λεπτομέρειες στο κομμάτι της επανεμφάνισης της. Προφανώς κι είναι καλά δασκαλεμένη αλλά πρέπει και να το έχεις. Να μπορεί ο φακός να αποτυπώνει πράγματα που να μην φαίνονται καν στα γυρίσματα. Αυτό δεν συμβαίνει μόνο με παιδάκια, συμβαίνει και με μεγάλους κι ένας τέτοιος ήταν κι ο Γκάρυ Κούπερ, το ίνδαλμα μου.
Η σκηνή της μικρούλας με τη μάνα της , που την παίζει η ΕΪΜΥ ΣΆΙΜΕΤΖ, είναι μια εξαιρετική στιγμή για ηθοποιία που συντονίζεται μέσα από το μοντάζ . Όπως, μέσα από το μοντάζ, μεγαλουργεί κι η ….γάτα!!!!!!!!!!!!!!!
Οι φίλοι του είδους και του συγγραφέα θα την απολαύσουν, οι υπόλοιποι να ξέρουν πως δεν φταίει το φιλμ αλλά η σχέση τους με το είδος.