Όλα μαζί τα έργα της είναι συγκεντρωμένα σε ένα. Κι αυτό , φυσικά, αξίζει αναγνώρισης, και κάνει τους fan να χοροπηδούν από τη χαρά τους.
Κι επειδή το σινεμά είναι χαρά, από αυτή την άποψη πώς να μην χειροκροτήσεις κάτι που καταφέρνει και δίνει τόση χαρά σε στρατιές, σε μιλιούνια θαυμαστών και σημερινών θεατών!
Από κει και πέρα, το ίδιο το είδος δεν μπορεί να συμπεριλάβει όλους τους θεατές. Θα μου πείτε-και πολύ σωστά- και πιο είδος είναι εκείνο που τους συμπεριλαμβάνει όλους;
Αυτοί είναι οι δικοί μου προβληματισμοί πάνω στην ταινία και σε όλο αυτό το χαμό που γίνεται ο οποίος αγγίζει και τα όρια της υπερβολής όταν βλέπω να βαθμολογείται έτσι όπως δεν έχουν βαθμολογηθεί αξεπέραστα αριστουργήματα.
Σε ένα έργο λοιπόν που γίνεται για να ενθουσιάσει τους fan, πρέπει να είναι ανάλογη κι η τοποθέτηση-ανάλυση της κριτικής.
Και για να κάνεις ανάλυση κριτική (κι εννοώ κινηματογραφική κι όχι πολιτικές συμβολιστικές προπαγάνδες για κρυμμένους κώδικες και λοιπές πολλαπλές αηδίες) πρέπει να κατέχεις πάρα πολύ καλά τα μυστικά της Τέχνης του Κινηματογράφου και της τεχνικής του.
Κανείς κριτικός δεν τα κατέχει διότι αν τα κατείχε τόσο καλά και σε βάθος τότε δεν θα ήταν κριτικός, η κατάρτιση θα προερχόταν από συγκεκριμένη εντρύφηση στην πράξη και αυτό θα τον είχε οδηγήσει στην επαγγελματική, καλλιτεχνική ενασχόληση με τον συγκεκριμένο κινηματογραφικό τομέα που τον έθελξε περισσότερο. Θα ήταν, με απλά λόγια, κινηματογραφιστής κι όχι κριτικός.
Τι κριτική μπορούν να κάνουν οι κριτικοί σε μια τέτοια ταινία; Τι να της υποδείξουν ; Αυτά που δεν ξέρουν εκ των προτέρων οι ίδιοι;
Οι κινηματογραφιστές θα μπορούσαν να πουν πράγματα αλλά σε επίπεδο κινηματογραφιστών δεν νομίζω να υπάρχει ο ίδιος ενθουσιασμός σαν κι αυτόν των fan. Δεν νομίζω ότι ο σεναριογράφος θα πέσει ανάσκελα επειδή είδε καλογραμμένα, αδιαμφισβήτητα, τα στοιχεία των προηγούμενων κόμικς της «Marvel»,βεβαίως από την άλλη θα αναγνωριστεί στους δύο σκηνοθέτες ANTONY και ΤΖΟ ΡΟΥΣΟ, πως κάνουν με γνώση και κέφι αυτό που κάνουν αλλά κι αυτό τι είναι; Η υλοποίηση του σκεπτικού της συγκεκριμένης εταιρίας κόμικς και του προϊόντος της, που το μεταβάλει σε είδος, όπου η σταρ είναι η εταιρία. Συνεπώς κι οι σκηνοθέτες θα το δουν με σκεπτικισμό το μέχρι που φτάνει η σκηνοθεσία και που είναι η αφετηρία κι από ποιον εκπορεύεται ώστε όλο αυτό να τους ενθουσιάσει με τον ίδιο τρόπο που ενθουσιάζει τους fan, ως να είδαν κινηματογραφική αποκάλυψη. Στη σκηνοθεσία περιλαμβάνεται κι η φαντασία αλλά η φαντασία πρέπει να πιστώνεται στον σκηνοθέτη και στο όραμα του και μιλώ για την ψυχαγωγική ταινία, για αυτή που υποτιμητικά χαρακτηρίζουν «εμπορική» αλλά , ας πούμε ο «Τιτανικός», ήταν μια ταινία που η φαντασία του σκηνοθέτη προσωπικώς οργίαζε, ήταν η φαντασία του σκηνοθέτη που οργίαζε κι όχι των στρατηγικών αποφάσεων των μεγάλων στελεχών της εταιρίας..
Αρα, έχουμε μπροστά μας μια ταινία που περισσότερο φτάνει στην επιτομή, στην ολοκλήρωση προϊόντος παρά στην αρτίωση είδους.
Αυτό για να μιλήσουμε καλλιτεχνικά επί κινηματογραφικού έργου. Όχι στη βάση αν το έργο είναι ελαφρύ ή βαρύ αλλά στο πως ορίζεται κινηματογραφικά όλη αυτή η σύνθεση και στη συνέχεια η εκτόξευση.
Από την άλλη, όμως, υπάρχει μια συνολική και συλλογική επιστράτευση για να επιτευχθεί αυτή η επιτομή, όπου βγάζω το καπέλο.
Ξεκινώντας κι από το γεγονός πως για κάθε «κόμικς» ήρωα έχει προβλεφθεί και μια σκηνή που να τον υποδεικνύει ως χαρακτήρα μέσα σε όλο αυτό το πανηγύρι του παραμυθιού, κι αυτό θα το δουν κι οι σεναριογράφοι και θα το εκτιμήσουν, υπάρχει μια εξαιρετική δουλειά στα κοστούμια, για τον κάθε ήρωα όπου ξεφεύγουμε από τις «στολές» και μπαίνει στο ρούχο στοιχείο χαρακτήρα και διαχρονικής φαντασίας και το γεγονός πως απολήγει σε «συμφωνία» ενδυματολογική με το «Black panther» που το ενσωματώνει κι αυτό υπέροχα η ταινία, μου κίνησε την περιέργεια για το αν ενδυματολόγος κι εδώ ήταν η Ρουθ Κάρτερ που είχε πάρει το Οσκαρ των κοστουμιών για το «κόμικς των μαύρων» όπως αποκάλεσαν κάποιοι το «Black panther». Τελικά , στους τίτλους φινάλε διάβασα πως ενδυματολόγος δεν ήταν η Κάρτερ αλλά η TZOYNTIANA MAKOΒΣΚΙ, υποψήφια τρείς φορές για Οσκαρ με τα φιλμ «Pleasantville», «Ο Χάρυ Πότερ κι η φιλοσοφική λίθος» και «Το μεγάλο φαβορί», έργα εντελώς διαφορετικής ενδυματολογικής απαίτησης μεταξύ τους, η οποία κατάφερε να ενσωματώσει τα πάντα, χάρη στο ανωτέρω προσόν της, και να απολήξει στο «Black panther»που ήταν κι αυτό στα πλαίσια επιτομής των κόμικς της εταιρίας….
Ο ΑΛΑΝ ΣΙΛΒΕΣΤΡΙ συνόδεψε σοβαρά και παιχνιδιάρικα με τη μουσική του τη δράση για επιτομή κόμικς που πρέπει να αφήνει επίγευση έπους αλλά κόμικς κι όχι κανονικού, οι δε οι ηχολήπτες δεν άφησαν γκατζετάκι της ταινίας και του συνόλου της σκηνογραφικής διεύθυνσης να μείνει ανεκμετάλλευτο κι οι αγαπημένοι ηθοποιοί έπαιξαν με «σοβαρότητα» τους κόμικς τους, την πάλη του Καλού με το Κακό, τους ήρωες των ανδραγαθημάτων απέναντι στον …κυρ- Θάνο…
Η τρίωρη διάρκεια δεν ήταν ιδιαιτέρως απαραίτητη μια κι η υπόθεση δεν παρουσίαζε τόσο μυθιστορηματικές προεκτάσεις κι επεκτάσεις- πως, άλλωστε, να γινόταν κάτι τέτοιο;- όμως τα στελέχη της εταιρίας σαφώς κι ήθελαν ένα προϊόν διαρκείας που να δίνει την έννοια του χορταστικού κι η διάρκεια να δικαιολογείται από τα εφφέ και τη δράση που θα τα αναλάμβανε παλικαρίσια εις πέρας η δουλειά του μοντάζ ώστε να μην κάνει κοιλιά κι οι fan να βγουν από την αίθουσα χορτασμένοι.