Το ότι αν την «πιάσουν» την ταινία από τη θεωρία του auteur, η οποία ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΑ δεν υφίσταται, μόνο από θεωρητικούς έχει διατυπωθεί κι έχουμε βρει τον μπελά μας, πως αν λοιπόν την πιάσει κανείς από εκεί, μπορεί να αρχίσει να μιλά για τις «αντιγραφές» , εάν δεν γίνει οπαδός της, ή για τις «επιρροές» τη αν θέλει να τη δει με πιο θετικό μάτι.
Αυτά, όμως, είναι τα όσα θα γραφτούν. Επειδή οι κριτικοί δεν κάνουν τίποτε άλλο παρά να βλέπουν, οπότε όποια εικόνα ή και ύφος ή και στυλ, δουν να θυμίζει κάποια ταινία από εκείνες που έχουν δει θα την προσάψουν σε εκείνη. Αφετέρου επειδή δεν είναι σε θέση να αναλύουν τα έργα αλλά να ασχολούνται με τον auteur, μπορεί να πουν ότι βλέπουμε να ξεκινά σαν το «ΣΕ ΛΑΘΟΣ ΧΡΟΝΟ» (Locke), εκείνο του ΣΤΗΒΕΝ ΝΑΪΤ, ενός σκηνοθέτη που δεν ξανακούσαμε από το 2013 και μετά…., κι είχε αναδείξει με το διαρκές κοντινό τον ΤΟΜ ΧΑΡΝΤΥ κι ότι στη συνέχεια εξελίσσεται σε …ΡΟΥ ΑΝΤΕΡΣΟΝ.
Αυτά, όμως, είναι αυθαίρετα πολλές φορές, όπως η πείρα με έχει διδάξει, διότι αυτά που βλέπουν οι κριτικοί επειδή τους μοιάζουν οι εικόνες με τις εικόνες κάποιου άλλου, ο σκηνοθέτης που έκανε το έργο μπορεί καν να μην τα έχει υποπτευθεί. Να μην έχει καν δει τα έργα που του χρεώνουν ως «αντιγραφές» ή του πιστώνουν ως «επιρροές» και να στέλνεται παντού ένα λάθος μήνυμα, κυρίως προς τους θεατές- αναγνώστες.
Ακριβώς όπως και θεωρία του auteur δεν υπάρχει επειδή το σινεμά δεν γίνεται έτσι όπως το νομίζουν οι αφελείς λήπτες μηνυμάτων ή το στέλνουν σκοπίμως οι ιδιοτελείς της θεωρίας. Και δεν υπάρχει διότι το σινεμά δεν γίνεται έτσι. Άλλο το σινεμά σκηνοθετικής υπογραφής και τέτοια διαθέτουν πολλοί μα πάρα πολλοί που δεν έχουν βαπτιστεί auteurs όπως και το γεγονός ότι έχουμε και κάτι που λέγεται σενάριο.
Οπότε, αντί να τρώμε τον χρόνο μας με το τι θέλει να πει ο ποιητής ή με το «τίνος μοιάζει;» ας πάμε καλύτερα στα έργα κι ας εξετάσουμε το δικό τους χαρακτήρα.
Η τουρκική αυτή ταινία είναι ιδιόμορφη, παράξενη, έξυπνη και καταλήγει και διασκεδαστική.
Αναφέρεται στην προετοιμασία κι υλοποίηση (το αν θα πετύχει ή όχι είναι η κατάληξη του σεναρίου) ενός στρατιωτικού πραξικοπήματος που επίσης πανέξυπνα το έχει το σενάριο τοποθετήσει στην Τουρκία όχι του τώρα αλλά του 1963 (άλλωστε στην Τουρκία τα πραξικοπήματα του Στρατού δίνουν και παίρνουν) (βασικά «κίνημα» θα ήταν το σωστό να το λέγαμε αλλά και για τα πραξικοπήματα υπάρχει επίσης πολιτικός διαχωρισμός- αν το έχει κάνει «δημοκρατικός» βλ Πλαστήρας -Βενιζέλος, καλείται «κίνημα», αν το έχει κάνει Στρατός κι Ακρα Δεξιά αποκαλείται «πραξικόπημα»).
Εξυπνο κι αυτό διότι το έργο αποκτά κι επίκαιρο (αν κι έχουν περάσει 3 χρόνια) χαρακτήρα με το πραξικόπημα ανατροπής του Ερντογάν που κατέληξε σε φιάσκο….
Το σενάριο κι ο σκηνοθέτης ως εικόνα μας δείχνουν την προετοιμασία του εντελώς διαφορετικά από όπως την ξέρουμε από τα πολιτικά θρίλερ που έχουμε δει στις οθόνες, σιγά σιγά μας μπάζει στην ιδιότητα των επιβαινόντων ενός ταξί, μια βροχερή νύχτα στην Κωnσταντινούπολη, σε αρχικό ύφος που θυμίζει φιλμ νουάρ κι είναι πολύ ατμοσφαιρικό ακόμα και για τα σημεία που διάλεξε (εκείνη η στοά λχ κάτω από μια γέφυρα) όπου δολοφονούν τον ταξιτζή που τους μετέφερε κι απώτερος στόχος είναι να καταλάβουν τον ραδιοφωνικό σταθμός ενώ στην υπόθεση θα εμπλακεί και μια αναισθησιολόγος.
Αυτό που κάνει την ταινία «αλλιώτικη» ώστε να γίνεται δεκτή κι από τα Φεστιβάλ αλλά από την άλλη να κάνει και το θεατή μιάς αίθουσας να διασκεδάζει, είναι ο τρόπος . Βέβαια κι οι «Νύχτες Πρεμιέρας» Φεστιβάλ είναι κι αυτοί που πάνε, οι θεατές εννοώ, κουβαλούν μια «φεστιβαλική» διάθεση αφού πηγαίνουν υποτίθεται ψάχνοντας κάτι διαφορετικό, οπότε η ανταπόκριση του θεατή με γέλια και συνεννόηση στα υπονοούμενα, έχει κι εδώ τη φεστιβαλική πλευρά της, οπότε ας κρατήσουμε μια επιφύλαξη για την ανταπόκριση του θεατή της αίθουσας όταν η ταινία βγει στη διανομή με κανονικό εισιτήριο…
Ο τρόπος λοιπόν που δείχνει ότι ο σκηνοθέτης είναι ικανότατος στην αφομοίωση είτε πραγμάτων που έχει δεί είτε πραγμάτων που γνωρίζει είναι πως σκηνοθετεί τις καταστάσεις με σοβαρότητα. Διδάσκει τους ηθοποιούς να το παίζουν ως σοβαρό δράμα. Αυτά, όμως, που γίνονται, που συμβαίνουν, που λέγονται είναι ο απόλυτος σουρεαλισμός και τελικώς με αυτή τη σκηνοθετική επιλογή το έργο λειτουργεί στην εντέλεια. Με το σοβαρό παίξιμο των θαυμάσιων ηθοποιών, με το σενάριο που τους δίνει πατήματα συμπεριφοράς κινηματία ή πραξικοπηματία αξιωματικού, καταφέρνουν και φτιάχνουν τέλειες συμπεριφορές, όλοι ανεξαιρέτως και στα σημεία που φαίνεται ότι μιλάμε για πραξικόπημα-οπερέτα, κι αυτά τα σημεία συναντώνται συχνά στην ταινία, με τι απλότητα και σοβαρή έκφραση λένε αυτά που λένε τα οποία είναι του απόλυτου σουρεαλισμού.
Ο σκηνοθέτης είναι κι έξυπνος είναι και διαβασμένος, γνωρίζει κι από σενάριο (φαίνεται πως και στην Τουρκία έχουν καλές κινηματογραφικές σπουδές, εφόσον σπούδασε εκεί και δεν τα έμαθε κάπου στα εξωτερικό) και μου έκανε εντύπωση που χρησιμοποιεί την «άτυπη»(;) και κανονικότατη σεναριακή αρχή πως ένα σενάριο πρέπει να κλείνει έτσι όπως άνοιξε, να έχει διαγράψει πλήρη τροχιά. Αρχίζουμε με μια ιατρική εξέταση κι ακολουθεί διαδρομή με ταξί , κλείνουμε με νοσοκομείο και ακολουθεί σκηνή με ταξί, όμοια και διαφορετική της σκηνής που είδαμε στην αρχή, κι αυτό προσδίδει ακόμα κάτι περισσότερο στην ταινία. Η σκηνή του γεύματος που έπεται είναι απλώς επίλογος.