Το «TOY STORY 4» εμπίπτει στο παραπάνω και σίγουρα προτιμώ τα νέα επεισόδια κάποιων τηλεοπτικών διαμαντιών από την κατασκευασμένη συνέχεια του τι απέγιναν εκείνα τα παιχνίδια.
Όμως, δεν είναι ακριβώς έτσι τα πράγματα. Ούτε μπορώ να προσπερνώ το σινεμά τόσο ελαφρά τη καρδία, κι όλο αυτό να είναι και μια «μασκέ» τεμπελίτιδα…
Το «TOY STORY 4» λοιπόν, ξεχωρίζει. Ξεχωρίζει, όμως, ως προς τι; Ως προς το ότι και στο Νο 4, καταφέρνουν να προάγουν το συναισθηματικό στοιχείο.
Διότι , το «Toy Story», εκείνη η πρώτη ταινία του 1995, ήταν πραγματικά κάτι μοναδικό, πρώτα από όλα είχε ΣΕΝΑΡΙΟ , σενάριο με χαρακτήρες, συναισθήματα, κωμικά επεισόδια και πρωτότυπο, αληθινά πρωτότυπο, εύρημα. Ως άνθρωπος του σινεμά, θεωρώ τα έργα ότι ολοκληρώνονται στη μία και μοναδική ταινία τους. Οι επιταγές, όμως, της αγοράς μου ανατρέπουν την θέση ή με αναγκάζουν να παρακολουθήσω τις «εξελίξεις», αν κι ενισχύουν διαρκώς τη θέση μου. Τουλάχιστον στο πως βλέπω εγώ το σινεμά.
Κριτική, όμως, δεν κάνουμε με βάση μόνο το πώς το βλέπουμε εμείς αλλά κυρίως – κι έτσι ΠΡΕΠΕΙ!- με βάση το τι είναι και το πώς είναι το κάθε έργο. Ο κριτικός δεν είναι για να γράφει τα γούστα του και τα αισθήματα του αλλά να αξιολογεί , με βάση τους ΚΑΝΟΝΕΣ, αν τους γνωρίζει (!!!), τα έργα. Βέβαια, το ΚΙΝΟΥΜΕΝΟΣΧΕΔΙΟ ως είδος είναι ένα είδος στο οποίο οι κριτικοί έχουν άγνοια επι του είδους. Παγκοσμίως!! Τι ξέρουν από κινούμενο σχέδιο ώστε να του κάνουν κριτική; Από το πώς γίνεται, από το πώς συλλαμβάνονται ιχνογραφικά ή κατασκευαστικά οι «χαρακτήρες», από το πώς αυτά γίνονται κινηματογράφος. Τίποτε! Μόνο για το αν τους άρεσε ή δεν τους άρεσε γράφουν αλλά αυτό δεν είναι κριτική. Στην καλύτερη περίπτωση, να γράψουν για το σενάριο και για το πώς συνδυάζεται με τα γκάνγκς, με τα ευρήματα και με τη μουσική που το συνοδεύει. Καθαυτού κριτική, όμως, επί του καθαυτού κινουμένου σχεδίου, αδυνατούν να γράψουν κι αυτό το καταλαβαίνει κανείς μόνο αν βρεθεί σε παρέα με animators ή στον χώρο δουλειάς τους και τότε συνειδητοποιεί ότι δεν έχει ιδέα και πως αν του περισσεύει λίγο φιλότιμο να μιλά με λίγο περισσότερο σεβασμό για αυτούς που κατέχουν όσα εκείνος αγνοεί. Μου έχει συμβεί στο Χόλυγουντ, μου έχει συμβεί και στην Πολωνία!! Ειδάλλως , θα επιβεβαιώνεται διαρκώς ο Κλιντ Ηστγουντ που θεωρούσε «ανίδεη από σινεμά» την Πολίν Καέλ κι ότι φράσεις του τύπου «και το αβγό δεν ξέρω πως γίνεται αλλά μπορώ να πω αν μου αρέσει», που έλεγε η μακαρίτισσα κριτικός, δεν δηλώνουν κριτική αλλά γούστο και τίποτε άλλο. Γούστο, όμως, έχουν όλοι, γνώστες κι ανίδεοι
Είδα λοιπόν ότι στο Νο 3 τα πάντα είχαν πλέον ολοκληρωθεί, με άφησε το σενάριο να πιστεύω κάτι τέτοιο, κι ότι πραγματικά δεν υπήρχε λόγος για περαιτέρω συνέχεια- μέχρι κι ο ΡΑΝΤΥ ΝΙΟΥΜΑΝ είχε πάρει Οσκαρ τραγουδιού που το κυνήγαγε από το πρώτο «Toy story» (ενδιαμέσως, βέβαια, πήρε Οσκαρ τραγουδιού αλλά για άλλο κινούμενο σχέδιο, το «ΜΠΑΜΠΟΥΛΑΣ ΑΕ») κι όλα έδειχναν ότι ολοκλρώθηκαν.
Το «Νο 4» δηλώνει ότι έχουν κι άλλα. Αυτό το έχουν κι άλλα, οι φίλοι και θαυμαστές που δεν λιγόστεψαν, μπορούν να το θεωρήσουν ως νέα εποχή για το «Toy Story» και να πάει σε Νο 5, και 6 και 7, μέχρι να το βαρεθούν.
Από την άλλη, κατανοώ πλήρως εκείνους που το τερμάτισαν στο Νο 3 (αν κι επαναλαμβάνω ότι προσωπικώς ήμουν καλυμμένος από το Νο 1 και δεν ήθελα συνέχειες) κι ότι δεν βρήκαν επί της ουσίας κάτι που να δικαιολογούσε τη συνέχεια.
Επειδή ούτε εγώ κατέχω την Τέχνη του Κινουμένου Σχεδίου ώστε να μιλήσω γα «κριτική κινουμένου σχεδίου» (λίγη αυτογνωσία δεν βλάπτει!) θα μιλήσω με γενικότητα κινηματογραφική. Και θα πω ότι το Νο 4 , αν για κάτι αξίζει είναι όχι τόσο για το σεναριακό εύρημα το οποίο έχει να κάνει με την εισήγηση –εμφάνιση καινούργιου παιχνιδιού στο προσκήνιο το οποίο εκπροσωπεί τον νέο κόσμο έναντι του παλιού που αντιπροσωπεύουν οι παλιοί μας γνώριμοι (πάντα προτιμώ την original βερσιόν διότι η Φωνή του ΤΟΜ ΧΑΝΚΣ κι ο χρωματισμός του βγάζει μια τέτοια παιδικότητα που κάνει σύμβολο το παιχνίδι για το οποίο «μιλάει»- τον ξανακούμε κι εδώ) όσο για τον τρόπο. Κι ο τρόπος είναι πως όλο το story είναι διαποτισμένο με συναίσθημα, με ένα πολύ γλυκό συναίσθημα, που δεν γίνεται ποτέ γλυκερό και μας παρασύρει ακόμα και τους πιο επιφυλακτικούς στην παραμυθοκατάσταση. Κι έτσι, δικαιολογούνται κι οι θερμές υποδοχές. Οι καλογραμμένες σκηνές για το πώς γίνεται δεκτό το καινούργιο παιχνίδι γίνονται κάπου κάπου κι ευρηματικές κι όντως οι σεναριογράφοι animators κάπως προσπάθησαν, δεν έκαναν «αρπαχτή». «Αρπαχτή» μπορεί να θεωρηθεί μόνο η σηριαλοποίηση ως γενικό….concept
Κι ο Ράντυ Νιούμαν εξακολουθεί να αποδεικνύεται πολύτιμος, να συνοδεύει με τη μουσική του καταστάσεις animation και δράση animation, που δείχνουν μελέτη και βαθύτατη γνώση του να συνοδεύεις μουσικά ένα ιδιαίτερο είδος και να πιάνεις και συναισθηματικούς τόνους στην παιχνιδιάρικη μουσική σου . Και συμβάλλει κι αυτός στο να περάσουν ωραία εκείνοι που θέλουν να περάσουν ωραία.
Αυτό, όμως, που γράφω ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΚΡΙΤΙΚΗ ΚΙΝΟΥΜΕΝΟΥ ΣΧΕΔΙΟΥ- μη γελιόμαστε. Και να σεβόμαστε.