Αντ’ αυτού προτίμησαν να την έχουν σε λίγες σκηνές- άσχετο αν η δυναμική της παρουσία και χάρη στην καλή δουλειά του ΜΟΝΤΑΖ ξεγελάει πως την είδες παραπάνω- και να το κινήσουν στο μεγαλύτερο μέρος του μέσω flash-back.
Είχε ξανασυμβεί κάτι παρόμοιο σε ταινία της Τζούντι, την «IRIS», όπου το νεανικό της κομμάτι το έπαιζε η ΚΕΗΤ ΓΟΥΙΝΣΛΕΤ. Μόνο που εκεί ήταν διαφορετικά δομημένο το έργο κι η Τζούντι παρέμενε βασική ερμηνεύτρια-πρωταγωνίστρια ενώ η Κέητ Γουίνσλετ, σε χρέη supporting, ανέβαζε το έργο στα όρια της ερμηνευτικής «μονομαχίας», αν και δεν επρόκειτο τελικώς για κάτι τέτοιο κι η Τζούντι Ντεντς έμενε στο θρόνο της, με υποψηφιότητα στα Οσκαρ όμως και για τις δύο ερμηνεύτριες σε διαφορετικές κατηγορίες (αν κι ο ΤΖΙΜ ΜΠΡΟΑΝΤΜΠΑΝΤ ήταν αυτός που το κέρδισε, ως ρυθμιστής supportin και ψυχολογικός φορέας του προβλήματος της άνοιας...)
Εδώ, το πράγμα είναι αλλιώς. Δεν ξέρω με σιγουριά τους λόγους για τους οποίους επέλεξαν την δύναμη να τη δώσουν στα flash-back, υποψιάζομαι ωστόσο πως αν το κρατούσαν στην τωρινή ηλικια της Τζούντι , όπου ανακαλύπτεται η ενοχή της και ξεσπά το κατασκοπικό σκάνδαλο, θα κατέληγε να βγει έργο διηγήσεων και στατικότητας. Κι επειδή ο ΤΡΕΒΟΡ ΝΑΝ, που το σκηνοθέτησε είναι ένας από τους κορυφαίους σκηνοθέτες του βρετανικού θεάτρου, βραβευμένος και με «ΤΟΝΥ» στην Αμερική, εν τούτοις ανήκει στις περιπτώσεις εκείνες των σκηνοθετών που διακρίνονται στο ένα μέσον αλλά το άλλο δεν το κατέχουν σχεδόν καθόλου, προτίμησαν εξ αρχής τη λύση… Ετσι, το καθεστώς της δράσης που είναι και το ζουμί της ιστορίας , μεταφέρεται στα νεανικά χρόνια, εκεί που συνέβησαν τα περιστατικά, εκεί που η «Κόκκινη Τζόαν» ερωτεύθηκε κι έμπλεξε με τις κομουνιστικές παρέες, σε μια εποχή φυσικά που Μεγάλη Βρετανία και Σοβιετική Ενωση ήταν σύμμαχοι, ή έγιναν σύμμαχοι αφού είχε ξεκινήσει η εμπλοκή της ηρωίδας κι όλα έμοιαζαν διαφορετικά. Όμως η Τζόαν, ερωτευμένη, κατόπιν «προδομένη»(;), όμως πιστεύουσα και μαχητική στο σκοπό, έμπλεξε. Το μυστικό κρατήθηκε χρόνια αλλά ουδέν κρυπτόν υπό τον ήλιο και το ξεσκέπασμα έπεσε ως κεραυνός εν αιθρία.
Αυτό που κυρίως διαφαίνεται ξεκάθαρα είναι πως ήθελαν να κάνουν περισσότερο ένα έργο δράσης κι όχι ένα ψυχολογικό πορτραίτο υπερήλικης κατασκόπου. Εξού και τα flash-back. Ωστόσο, τα ψυχολογικά σημεία στις σκηνές της Τζούντι Ντεντς, είναι τα αξιοσημείωτα.
Ως υπόθεση έχει ενδιαφέρον, όπως άλλωστε κάθε κατασκοπική ιστορία που εμπεριέχει και μια δόση αισθηματικού στοιχείου. Ομως στη σεναριακή δομή κάτι σκοντάφτει, η δράση όλη είναι στο παρελθόν και το μοντάζ επιδέξια παρεμβάλει σε σημεία καίρια την Τζούντι Ντεντς να σχολιάζει κάποιο περιστατικό, αν και δεν δείχνει να είναι γραμμένο έτσι το σενάριο, περισσότερο για λύση μοντέρ μου φαίνεται σε συνδυασμό και με την αδυναμία κινηματογραφικής αντίληψης του σκηνοθέτη , ο οποίος , με καλούς συνεργάτες , πετυχαίνει το αποτέλεσμα.
Υπήρχε ένα συγγενεύον θεατρικό έργο, το «A PACK OF LIES» (ένας σωρός από ψέματα) του ΧΙΟΥ ΓΟΥΙΤΜΟΡ, το οποίο είχε παίξει με θριαμβευτική επιτυχία στη σκηνή η Ρόζμαρι Χάρις κι εδώ επρόκειτο να το φέρει η Νόνικα Γαληνέα αλλά δεν το έπαιξε ποτέ. Εγινε τηλεταινία με την Ελεν Μπέρστυν- περιέργως η μεγάλη οθόνη δεν ενδιαφέρθηκε για αυτό. Εκείνο το έργο ήταν εμπνευσμένο από παρόμοιο περιστατικό, μιάς Αγγλίδας νοικοκυράς προαστίου, φιλήσυχης, που την αγαπούσαν οι γείτονες κι εκείνη αγαπούσε να περιποιείται τον κήπο της αλλά που να ήξεραν ότι μέσα από αυτό τον τρόπο έστελνε σήματα στους Σοβιετικούς. Γενικά, το σοβιετικό δίκτυο κατασκοπείας είχε κάνει καλή δουλειά στην Αγγλία κι είχε επιστρατεύσει άτομα υπεράνω κατασκοπικής υποψίας. Σε εκείνο το έργο, του Χιου Γουίτμορ, συνδυάζονταν το σασπένς, ο εντοπισμός, η παρακολούθηση αλλά και τα προδομένα αισθήματα φίλων και γειτόνων. Αυτό το καθιστούσε δραματουργικά ενδιαφέρον.
Η «Κόκκινη Τζόαν», δεν διαχειρίζεται έτσι το κατασκοπικό ζήτημα, θα τολμούσα να πω ότι δεν είναι καν κατασκοπική με την παραδοσιακή έννοια όρου και είδους, δομικά κι αισθητικά περισσότερο συγκλίνει προς «Το παιχνίδι της μίμησης», χωρίς από εκεί και μετά να σηκώνει άλλου είδους συγκρίσεις…..
Είναι μια μέση ευχάριστη, ψυχαγωγική ταινία, όπου αυτό που κυρίως εντυπώνεται στον θεατή είναι η Τζούντι Ντεντς κι ας μην παίζει, τελικά, τόσο πολύ…..
Το σενάριο είναι της ΛΙΝΤΣΕΫ ΣΑΠΙΡΟ και βασίζεται στο μυθιστόρημα της ΤΖΕΝΥ ΡΟΥΝΕΫ.
Η σκηνογραφική διεύθυνση της ΚΡΙΣΤΙΝΑ ΚΑΖΑΛΙ, η οποία είχε κάνει και τον «Θάνατο του Στάλιν», στο κομμάτι του flash-back, που είναι και το μεγάλο της ταινίας, είναι εξαιρετική, τόσο από επιλογή χώρων και set όσο κι από συμβουλή χρώματος.