Κάποτε, πριν από κάτι δεκαετίες, όταν έγραφαν για κινηματογραφίες χωρών εννοούσαν τις φεστιβαλικές απόπειρες ή διακρίσεις και τη θεωρία του auteur.
Τώρα παρατηρούμε πως σε όλες τις χώρες, από τη Γαλλία ως την Αργεντινή, το σινεμά των ειδών παίρνει κεφάλι και προχωρά προς την «επιχείρηση γοητεία» για τους θεατές.
Η «επιχείρηση» αυτή έχει ως βάση την μέση, καλή , ψυχαγωγική ταινία, αυτή δηλαδή που τροφοδοτούσε ανέκαθεν το σινεμά, που έδινε μια ερωτική διάσταση στη φράση «πάμε κανένα σινεμαδάκι;», που πήγαινες για να περάσεις το δίωρο σου. Οι «κατάρες» κι οι «κατακλυσμοί» εκ μέρους των θεωρητικών και των «πρακτόρων» τους έκαναν όση ζημιά μπόρεσαν να κάνουν αλλά το πλήρωμα του χρόνου ήλθε και για αυτούς.
Κι έτσι, ξαφνικά, εδώ και χρόνια συνειδητοποιούμε πως πάμε και βλέπουμε ταινίες που μας έρχονται από χώρες που στο παρελθόν θα περιμέναμε κανέναν αναπηρικού τύπου ταινιών φεστιβαλικό «auteur» για να τις μάθουμε.
«ΤΟ ΑΡΙΣΤΟΥΡΓΜΑ ΜΟΥ» φυσικά και ΔΕΝ είναι «αριστούργημα» αλλά τι σημαίνει «αριστούργημα» και σε ποιες ταινίες το «κολλούσαν» ως ταμπελίτσα τα έντυπα; Το «Αριστούργημα μου» είναι αυτή η μέση, καλή ταινία, μια ταινία που καλεί τον κόσμο να διασκεδάσει και μέσα από τη διασκέδαση να πάρει και κάτι.
Οι Αργεντίνοι, όπως κι οι λοιποί , την λέξη «Παραγωγή» έχουν στην κορυφή της ατζέντας τους κι ως απαραίτητη προϋπόθεση το Σενάριο.
Ένα εξυπνο και ψυχαγωγικό σενάριο είναι τούτο το οποίο μας βάζει πολύ μέσα στο Μπουένος Αϊρες, με εκπληκτικούς χώρους είτε φυσικούς είτε διακοσμημένους (άλλη μια απόδειξη της ανόδου είναι και το πώς υπηρετούν την έννοια «Σκηνογραφική Διεύθυνση» σε συμβατή κατάσταση με το σενάριο αλλά και με το ζητούμενο του να κάνουμε μια ωραία ταινία) και το οποίο μας φέρνει σε επαφή με τη νοοτροπία περί Τέχνης αλλά και περί σχέσεων, περί φιλίας….Το Μπουένος Αϊρες- επειδή έχω μείνει αρκετά εκεί- είναι μια Μαδρίτη με διαστάσεις Νέας Υόρκης.
Ηρωες λοιπόν του σεναρίου είναι δύο μεσόκοποι, ένας εικαστικός καλλιτέχνης κι ο φίλος του, ο πρώτος είναι ταλέντο ολκής αλλά κι ασυμβίβαστος τύπος ως εκεί που δεν παίρνει, τρελάρας και κακότροπος αλλά και λίγο πονηρούλης , αρνείται να δουλέψει για λογαριασμό πολυεκατομμυριουχου, μετά πείθεται, αυτό που βγάζει ως έργο κάνει τον μεγιστάνα και τους γύρω του να φρίξουν κι ενπάση περιπτώσει οργανώνουν οι δύο φίλοι μια εντελώς διαφορετικού τύπου κομπίνα, στην οποία εμπλέκεται κι ένας νεαρός Ισπανός καλλιτέχνης, που τον παίζει ο γνωστός μας από πολλά ισπανικά φιλμ ΡΑΟΥΛ ΑΡΕ’ΒΑΛΟ και το σενάριο προχωρεί με ανατροπές, που είναι απαραίτητες για το ενδιαφέρον του θεατή. Διότι οι ανατροπές είναι ζυγισμένες και μελετημένες, όπως ζυγισμένες είναι κι οι σκηνές, τα σημεία που θα μπεί το κωμικό στοιχείο, εκεί που θα κάνει τονωτική ένεση το δραματικό και κυρίως οι ευρηματικότητες που κι αν δεν είναι πρωτότυπες είναι άριστα αφομοιωμένες. Αναφέρομαι στη σκηνή του εστιατορίου και στη σεκάνς του φινάλε με την απόπειρα δηλητηρίασης…
Συγχρόνως, όμως, έχει φιλοτεχνήσει δύο θαυμάσιους κεντρικούς χαρακτήρες, δύο ανθρώπους με ζωή, ζωντανούς ανθρώπους δηλαδή, με τα σύνθετα τους αλλά και με εκείνα που εκπροσωπούν και το υλικό που αντλεί από αυτούς το μετατρέπει σε ιστορία και το αξιοποιεί σε υπόθεση.
Και τους δύο ρόλους ερμηνεύουν σπουδαία ο ΓΚΙΓΙΕΡΜΟ ΦΡΑΝΣΕΛΑ, που τον είδαμε την προηγούμενη εβδομάδα και στο «Ενστικτο της ζωής», κι ο ΛΟΥΙΣ ΜΠΡΑΝΤΟΝΙ ενώ στα επιτεύγματα της ταινίας, μαζί τη σκηνογραφική επιλογή που ανέφερα πιο πάνω, πρέπει να επισημάνω και τη ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ τόσο ως κάμερα όσο κι ως φωτισμούς, γενικά ως κάδρο που ομορφαίνει την ταινία και προβάλλει τους ερμηνευτές.
Και σίγουρα αφήνει κάτι στο θεατή για να το πάρει φεύγοντας.. Ωστόσο, εδώ τελειώνει κι η αποστολή της….. Δεν είναι για περισσότερα δηλαδή…
Η σκηνοθεσία είναι του ΓΚΑΣΤΟΝ ΝΤΟΥΠΡΑΤ που έχει συγγρα΄ψει και το σενάριο με τον αδελφό (;) ΑΝΤΡΕ ΝΤΟΥΠΡΑΤ