Όχι, ότι δεν έχει περιεχόμενο «Ο ΕΚΠΤΩΤΟΣ». Κάθε άλλο!!! Το περιεχόμενο του όμως, έχει μια «βρωμιά», μια «δυσωδία», κι αυτή προέρχεται από το αντικείμενο της το οποίο είναι η απόλυτη διαφθορά, σχεδόν «απόλυτη», αν όχι στο σύνολο της ισπανικής πολιτικής σκηνής πάντως σίγουρα στους εμπλεκόμενους πολιτικούς του σεναρίου της ταινίας.
Και μας δείχνει μια ιστορία με ήρωα ένα διεφθαρμένο πολιτικό ο οποίος είναι και το κεντρικό πρόσωπο της ταινίας και μέσα από τον διεφθαρμένο παρακολουθούμε κι οι θεατές την ίδια τη διαφθορά είτε όπως εξελίσσεται είτε όπως προϋπάρχει.
Εδώ, με ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΟΥΣ ΟΡΟΥΣ, μιλάμε για ένα σπάνιο σεναριακό εύρημα, το οποίο δεν απαντάται και τόσο συχνά, κι αυτό είναι το «εσωθεν». Φυσικά, δεν λείπουν κι οι «έξωθεν» κι αυτό είναι άλλο ένα σεναριακό επίτευγμα της ταινία που οδηγεί στην σφαιρικότητα, στην πρισματικότητα και τελικώς στην ολοκλήρωση. Ο διάλογος ανάμεσα στον διεφθαρμένο και την δημοσιογράφο που τον «ξεσκεπάζει», προς το φινάλε της ταινίας αξίζει ένα μεγάλο μπράβο, ακριβώς επειδή σε αυτό που θίγει, υπάρχει απόλυτη ολοκλήρωση και καθόλου «ωσανά», κι οι καταγγέλλοντες εμπλέκονται κι αυτοί , με τον δικό τους τρόπο στη διαφθορά.
Η αξία, βέβαια, του σεναρίου, η συνολική του αξία, δεν περιορίζεται σε αυτό αλλά έχει ένα μεγαλύτερο εύρος, ένα μοντέρνο γράψιμο που δίνει στο σκηνοθέτη το υλικό για ένα μοντέρνας υφής πολιτικό θρίλερ, με σύντομες σκηνές, με μοντάζ βοηθούμενο απολύτως ώστε να του λύνει του μοντέρ τα χέρια και να φτιάξει την ταινία του σκηνοθέτη, η οποία έχει κι άλλα πράγματα εν αφθονία που την κάνουν κινηματογραφικά σημαντική. Όπως το γεγονός πως δεν υπάρχει βία , μέσα σε όλο αυτό τον φρενήρη ρυθμό, δεν υπάρχει βία που να σου δείξει μέσω αποτροπιαστικών εικόνων αυτό που το έργο στηλιτεύει, υπάρχει, όμως, στη θέση της βίας μια ένταση τρομερή που σε φέρνει σβούρα κι η οποία αποκρυσταλλώνει την ένταση που κουβαλούν οι εμπλεκόμενοι στην υπόθεση διαφθοράς χαρακτήρες αλλά κι η ίδια η δράση της ταινίας. Διότι ο σκηνοθέτης και το σενάριο δεν έκαναν μια καταγγελία «κουβέντας» αλλά μια καταγγελία δράσης. Αν ήταν καταγγελία μέσω κουβέντας, μέσω ατάκας, τότε θα γράφονταν διαφορετικά οι διάλογοι και θα άλλαζε κατά 180 μοίρες η σκηνοθεσία. Φυσικά ήταν και το ΜΟΝΤΑΖ μέσα στα εφτά βραβεία ΓΚΟΓΙΑ, που το φιλμ καταμέτρησε ,όπως ήταν κι ο ΗΧΟΣ που με τις επιλογές βοηθά και το μοντάζ να πετύχει αυτή την ένταση και την «περιδίνιση» και βέβαια ήταν κι η ΜΟΥΣΙΚΗ. Η συνεργασία της μουσικής με τον συνολικό ήχο , που κάνει τη μουσική να μη «φαίνεται» ή μάλλον περισσότερο ΝΑ ΦΑΙΝΕΤΑΙ ΠΑΡΑ ΝΑ ΑΚΟΥΓΕΤΑΙ ,είναι αγαστή. Κι είναι ένα ακόμα δείγμα του τι βραβεύεται από τις ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΚΑΔΗΜΙΕΣ ως ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΗ μουσική κι άσε τους άλλους που δεν ξέρουν να μιλάνε για το «soundtrack» που ακούνε στο αυτοκίνητο με την γκόμενα ή την παρέα.
Εχω γράψει για όλες τις ΕΥΡΩΠΑΪΚΕΣ ταινίες που πέρασαν από τις δικές τους Ακαδημίες στον τομέα ΜΟΥΣΙΚΗ κι όποιος ενδιαφέρεται ανατρέχει και βρίσκει. Ας δει τα «Σεζάρ», τα «Ντονατέλο», τα «Γκόγια» , και φυσικά τα ΟΣΚΑΡ και αν ενδιαφέρεται πραγματικά, θα αρχίσει να παίρνει.. μυρουδιά.
Θέλω, όμως, να σταθώ πολύ στον σκηνοθέτη, τον ΡΟΝΤΡΙΓΚΟ ΣΟΡΟΓΚΟΓΙΕΝ, ο οποίος είναι νεότατος, γνωρίζει σινεμά καντάρια, έχει ήδη στο πρώιμο, νεανικό ενεργητικό του ΜΙΑ ΥΠΟΨΗΦΙΟΤΗΤΑ ΓΙΑ ΟΣΚΑΡ ως μικρομηκάς και μάλιστα ισπανικού μικρού μήκους, κι εδώ χάζεψα τη δουλειά του με όλα τα επιμέρους στοιχεία και το πώς φτιάχνει ταινία, με το πώς ξεκινάμε όμορφα, γοητευτικά, μπαίνουμε σε περιβάλλον πλουσίων, όλα γίνονται γρήγορα και γκλαμουράτα , χωρίς, όμως ωραιοποίηση στη φωτογραφία και στους φωτισμούς και μέσα εκεί, μας στήνει την υπόθεση του εξαίρετου σεναρίου κι υποσκάπτει το «σκηνικό» που ο ίδιος έφτιαξε για την ιστορία και για τους ήρωες, έχοντας πιάσει το θεατή από τα μούτρα και βάζοντας τον σε καθεστώς κινηματογραφικής απόλαυσης, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Διότι ο Σορογκόγιεν, είναι και σεναριογράφος και παραγωγός- αυτό τι σημαίνει; Κινηματογραφικά καλά σπουδαγμένος. Παραγωγή και Σενάριο είναι οι δύο κύριες έδρες των απανταχού Πανεπιστημιακών Κινηματογραφικών Σπουδών. Ξέροντας από παραγωγή μπορεί και κάνει έτσι την ταινία, μπορεί και την οργανώνει και σκηνοθετικά, βάζοντας τον θεατής άμεσα στο «ερωτικό» παιχνίδι κι όχι αγνοώντας τον.
Αυτό προυποθέτει αφενός τεράστια γνώση, αφετέρου και ικανότητα και φυσικά απαλλαγή από κάθε είδους κομπλεξισμό που δεν τον διαθέτουν ούτε οι Αμερικανοί ούτε οι Ευρωπαίοι παρά μόνο τα εν Ελλάδι κατευθυνόμενα θύματα. Διότι, αν κάποιος τολμούσε να κάνει εδώ στην Ελλάδα παρόμοια ταινία, ακόμα και ίδια με τού Σορογκόγιεν να την έκανε, θα έτρωγε τέτοιο κράξιμο που αμφιβάλλω αν μερικά από τα σκάγια δεν πάρουν και τον Σορογκόγιεν…. Μια κι εδώ η λέξη «παραγωγός» βρίσκεται κατάδικη στη νοοτροπία του…1973 κι η νοοτροπία εκείνη αναμασάται κι αναπαράγεται.
Τον σκηνοθέτη τον είχα προσέξει στην ταινία με την οποία ουσιαστικά στην Ελλάδα τον γνωρίσαμε ως εμπορική επιτυχία, το «ΚΑΝΕΙΣ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΜΑΣ ΣΩΣΕΙ» όπου είχα βρεί παρόμοιες ικανότητες με εκείνες του Ντέηβιντ Φίντσερ σε παραλληλισμό με το «Seven» του τελευταίου: Ότι δηλαδή η σκηνοθετική ικανότητα κι η επιστήθια συνεργασία με το μοντάζ μπορούσε να κάνει κάποιους να νομίζουν ότι βλέπουν έργο πλοκής ενώ στην ουσία πλοκή δεν υπήρχε καμία, ο δολοφόνος ήταν ένα άσχετο πρόσωπο που αποκαλυπτόταν στο τέλος, δεν εμπλεκόταν στα πρόσωπα του δράματος, δεν είχε περάσει μέσα από την υπόθεση. Κι όμως κάποιοι νόμιζαν ότι έχει «πλοκή». Αυτή είναι η μαγκιά.. Σε τούτο το φιλμ, η μαγκιά έχει εκτοξευθεί σε άλλες στρατόσφαιρες..
Οι ηθοποιοί… Τι να πούμε τώρα; Δε υπάρχει τομέας που ο Σορογκόγιεν να μην καμαρώνει αποτελέσματα.
Ο ΑΝΤΟΝΙΟ ΝΤΕ ΛΑ ΤΟΡΕ, από τους πιο γνωστούς της σημερινής κινηματογραφικής Ισπανίας, κάνει ένα παίξιμο κινηματογραφικό 100 ο/ο, μια αλήθεια αποτυπωμένη στο πρόσωπο και στις εκφράσεις και καταγεγραμμένη από τον φακό που όταν αγαπήσει ο φακός, τύφλα να έχουν οι μεγάλοι έρωτες και τα απέραντα συναισθήματα. Σαν την αγάπη του φακού δεν υπάρχει… ΗΘΟΠΟΙΟΣ!!! Κινηματογραφικός!!!!. Παίζει άνθρωπο, δεν παίζει σύμβολο. Επίσης, έχει ενδιαφέρον πως από όλο το θαυμάσιο, κυριολεκτικά θαυμάσιο, cast της ταινίας, ο supporting , o mejor secundario ‘η major de reparto (καλύτερος ηθοποιός διανομής ρόλων)- όπως λένε την κατηγορία «β ρόλου» οι Ισπανοί, με τη μία ή την άλλη έκφραση, επιλέχτηκε για βραβείο από τα ΓΚΟΓΙΑ, πλάι στον πρωταγωνιστή που βραβεύτηκε,ο ΛΟΥΙΣ ΘΑΕΡΑ. Είναι αυτός που παίζει τον «Καμπρέρα», τον φίλο και συνεργάτη από τα παλιά, που με τον ίδιο ερμηνευτικό τρόπο, με γωνιώδες πρόσωπο και διαπεραστικό βλέμμα ,μπορεί και γίνεται και το αντίθετο του ήρωα. Κάτι σαν αλληλοσυμπλήρωμα. Είναι ενδιαφέρουσα η επισήμανση επειδή προκύπτει μέσα από μια διανομή που το περιβάλλον του ήρωα απαρτίζεται από πολλούς, ισοδύναμους ρόλους.