Διότι η αγάπη είναι μια όμορφη γεμάτη νόημα λέξη. Όμως το «γουσταρλίκι» δίνει στην έννοια «αγάπη» μια άλλη διάσταση, μια διαφορετική προέκταση, μια επέκταση, αν θέλετε. Είναι εκείνο που εκπέμπει κάποιος ο οποίος «γουστάρει» πολύ αυτό με το οποίο ασχολείται κι όχι απλώς το αγαπά (που από μόνο του δεν θα ήταν και λίγο). Το «γουστάρω» όμως εκτός από συναίσθημα περιλαμβάνει και χυμούς, περιλαμβάνει δόσιμο, περιλαμβάνει βουτιά στα βαθιά και δεν τον νοιάζει τι θα πουν οι άλλοι αλλά μόνο η δική του ακατάβλητη όρεξη.
Στην περίπτωση του Ταραντίνο, το αντικείμενο είναι το σινεμά, η ΣΙΝΕΜΑΔΙΛΑ, αυτά που έβλεπε μικρός και τον έκαναν προφανώς να εκτοξεύεται σε υπέρτατπυς , κινηματογραφικούς γαλαξίες,διότι μέσα σε όλη αυτή την αίσθηση υπάρχει κι εκείνο το παιδικό στοιχείο, το γουσταρλίκι για το σινεμά ενός μικρού παιδιού, που λάτρευε να χαζεύει στον κινηματογράφο, αγαπούσε τα λαϊκά είδη, εκείνα που τον συνάρπαζαν και που οι άλλοι τα είχαν «εκτός σχεδίου». Μόνο που δεν αντιπαρατίθεται με εκείνους , με κανέναν θα έλεγα, αλλά δίνεται με πάθος και παιδική αχορταγίλα στο δικό του. Και προσφέρει υπόσταση και τιμή αναγνώρισης και στα παραγνωρισμένα είδη. Κάνει κι αυτή την προσφορά δηλαδή.
Αυτή τη διάθεση μεταφέρει στην οθόνη κι αυτή η ακατάσχετη αγάπη που δεν γνωρίζει όρια, περνά από την οθόνη στην πλατεία και μαγεύει. Μαγεύει όπως ένα πανέξυπνο παιδί που σε αφήνει άφωνο όταν το αναγνωρίζεις ως «genius», εκνευρίζει όπως εκνευρίζουν όλα τα έξυπνα και παθιασμένα παιδιά, τους λεγόμενους «μεγάλους», που η αταξία, η σκανταλιά, το θράσος που συνοδεύεται από ευφυία και ταλέντο και δεν μπορείς να το ανατρέψεις αφου τα επιχειρήματα του είναι η ίδια η διάθεση του παιδιού, κάνουν τον «μεγάλο» να εκνευρίζεται ώρες και φορές μα και να μην μπορεί να παραγνωρίσει την μεγαλοφυία που έχει μπροστά του.
Αυτά όλα συμβαίνουν στη νιοστή, στην τωρινή του ταινία «ΚΑΠΟΤΕ ΣΤΟ ΧΟΛΥΓΟΥΝΤ» όπου αυτό το πνεύμα μεταφέρει στην αίθουσα κι αιχμαλωτίζει τον θεατή. Ακόμα κι εκείνον που εκνευρίζεται από τον τρόπο αιχμαλωσίας- μόνο που το πρόβλημα εδώ είναι του τελευταίου, η μεγαλοφυία δεν μπορεί να κατέβει επίπεδο ούτε να αλλάξει ρότα.
Κι έχουμε στο «Κάποτε στο Χόλυγουντ» ένα σινεμά από εκείνα που σπανίζουν.
Κάτοχος πλήρως της Τέχνης του και των ιδιοτροπιών του, ο Ταραντίνο δεν αυθαιρετεί αλλά κάνει σινεμά. Σινεμά συναρπαστικό.
Εχει εξελίξει κι άλλο την τέχνη του και την τεχνική του ως σεναριογράφος διότι στον Ταραντινο αυτό που έκανε αίσθηση από το ξεκίνημα του ήταν οι φρέσκιες και ιδιοφυείς σεναριακές ιδέες του. Κι αυτές οι σεναριακές ιδέες είχαν τέτοια κινηματογραφική πληρότητα ως σενάρια ώστε να έχουν έτοιμη και τη σκηνοθεσία.
Σκηνές διάρκειας όπου το μοντάζ να μπορεί να εισχωρήσει στο τρελό ντεκουπάρισμα των σκηνών και να κάνει μαγείες, ατάκες ευφυέστατες και περιεκτικές , ειρωνεία κι αγάπη σε ένα κράμα, βαθιά γνώση των ειδών.
Το «Κάποτε στο Χόλυγουντ» είναι ένα έργο για το Χόλυγουντ του 1969. Πρωταγωνιστεί το έτος. Η ιστορία κι οι χαρακτήρες βγαίνουν μέσα από τα παραγνωρισμένα είδη που ο Ταραντίνο λατρεύει, υπάρχει το Λος Αντζελες που μυρίζει σινεμαδίλα ως πόλη, με όλα τα συν και τα πληνν, είναι ο τρόπος με τον οποίο επισημαίνει ΣΕΝΑΡΙΑΚΑ όλες αυτές τις λεπττομέρειες, είναι η σκηνή με την «Σάρρον Τέητ» που την επεξεργάζεται ερμηνευτικά με υπέροχο τρόπο σε ταραντινέικο κλίμα η ΜΑΡΓΚΟ ΡΟΜΠΙ , σε εκείνη τη μοναδικά γραμμένη σκηνή όταν πηγαίνει στον κινηματογράφο στο Γουέστγουντ να δει ως θεατής μια ταινία της, το «ΤΑ ΜΥΣΤΙΚΑ ΟΠΛΑ ΤΩΝ ΚΑΤΑΣΚΟΠΩΝ» όπου έπαιζε στο πλευρό του ΝΤΗΝ ΜΑΡΤΙΝ κι ανήκει στο είδος του σινεμά που ο Ταραντίνο εντάσσει στην υπόθεση του ως ταιριαστό στο κλίμα του, και το πώς αλλάζει η στάση της ταμία του σινεμά όταν ανακαλύπτει πως πρόκειται για κάποια τέλος πάντων , αλλά και πως φτιάχνει χαρακτήρα σεναριακά μέσα από τις αντιδράσεις των θεατών στην ταινία της που βλέπει και που έχουν αντίκτυπο πάνω της..
Είναι η μεγαλοφυία του να γυρίσει τη σκηνή σπλατεριάς προς το φινάλε σαν να επρόκειτο για κωμωδία, σαν να είχε υπόψη του «Το πάρτυ» του Μπλέηκ Εντουαρντς με τον τρόπο που την έστηνε πρώτα στο χαρτί (ή στον υπολογιστή)- σπλατεριά ως κωμωδία κι όχι ως φρίκη..
Είναι η μεγαλοφυία του να σε ετοιμάζει για τα κακό που θα συμβεί στην Σάρον Τέητ, την –ηθοποιό-έγκυο σύζυγο του Πολάνσκι που την κατέσφαξαν χίπιδες ή σατανιστές κι ο μπαγάσας να την πηγαίνει σε άλλο σπίτι τη σκηνή και να κλείνει με ένα ευφυή τρόπο κι ανατρεπτικό τρόπο με την Σάρον Τέητ.
Υποκλίθηκα στη μεγαλοφυία του και συνεχίζω…
Είναι πως τους ήρωες που είπα πιο πάνω στο κείμενο τους βγάζει μέσα από τα παραγνωρισμένα είδη κι ο κεντρικός χαρακτήρας είναι ξεπεσμένος σταρ τηλεοπτικών γουέστερν και μέσα από αυτόν παρακολουθούμε την ταραντινέικη εξέλιξη μιας σινεματζίδικης ιστορίας….
Είναι το κλίμα που φτιάχνει μέσα από το γράψιμο των σκηνών. Εκείνο το ταραντινέϊκο κλίμα που έχει ως βάση την κωμωδία , οι ηθοποιοί παίζουν τους δραματικούς ρόλους τους ρόλους τους σαν να πρόκειται για κωμωδία, με αποτέλεσμα , δι αυτού του τρόπου να υπονομεύεται το δράμα αλλά να μη γίνεται κανείς τους ποτέ καρικατούρα.. Διοτι ο Ταραντίνο τους φτιάχνει κλίμα, το οποίο υπαγορεύεται μέσα από το ίδιο το σενάριο.. Στην αρχ’η της ταινίας, για παράδειγμα, υπάρχει μια σκηνή διαλόγου σε εστιατόριο , μεταξύ ΛΕΟΝΑΡΝΤΟ ΝΤΙ ΚΑΠΡΙΟ και ΑΛ ΠΑΤΣΙΝΟ, από εκείνες τις κάπως «μακρουλές» σεκάνς της ταραντινέικης γραφής, όπου την αφήνει μονοπλάνο, δεν κάνει «cut», κι αφήνει τους δύο ηθοποιούς να κάνουν «παπάδες», να χαζεύει ο θεατής το μεταξύ τους, στο πως ο ένας ατακάρει τον άλλον, κι αυτό έχει να κάνει με το κλίμα- επαναλαμβάνω- που εκπορεύεται από το ίδιο το σενάριο. Σε αυτό το κλίμα μεγαλουργούν οι ηθοποιοί, χωρίς ο Ταραντίνο να είναι αυτό που λέμε «δάσκαλος ηθοποιών». Με τους ρόλους που τους γράφει και με το υπαγορευόμενο κλίμα, που έχει να κάνει με το γουσταρλίκι του ίδιου, οι ηθοποιοί τα δίνουν και δίνονται.
Ο ΛΕΟΝΑΡΝΤΟ ΝΤΙ ΚΑΠΡΙΟ έχει φτάσει σε υψηλά επίπεδα εξέλιξης, το παίξιμο του είναι για χάζεμα διότι ο χαρακτήρας του περνά μέσα από διάφορα είδη τόσο στην ιστορία, στην υπόθεση, όσο και στο κλιμα και στον τρόπο με τον ποίο πρέπει να τα παίξει. Όχι μόνο δεν του ξεφεύγει τίποτα αλλά είναι και μεγάλος σε κάθε σκηνή, με απόλυτη συνοχή ως προς το σύνολο.
Μεγάλη στιγμή για τον ΜΠΡΑΝΤ ΠΙΤ αυτός ο ρόλος, αυτή η ταινία,support-άρει τον Ντι Κάπριο, τόσο ως θέση μέσα στο σενάριο όσο κι ως σχέση μεταξύ τους, παίζει ένα επίσης ιδιοφυώς γραμμένο ρόλο, τον διαρκή «κασκαντέρ» του ξεπεσμένου τηλε-σταρ που τον είχε για τις επικίνδυνες σκηνές στα τηλε-γουέστερν αλλά και για ό,τι άλλο γύριζε κι ο οποίος είναι ένα ανέμελο άτομο που καλό , όμως, είναι να μην μπλέξει κανείς μαζί του , έχει σκοτώσει τη γυναίκα του και την έχει γλυτώσει. Ο Ταραντίνο του έχει γράψει και τρεις μεγάλες σκηνές. Οι οποίες είναι ευφυέστατες τόσο ως γράψιμο όσο κι ως σύλληψη όσο κι ως ένταξη σε είδος. Η μία είναι , από εκείνες της σεκάνς διαρκειας, όπου το ντεκουπάζ δίνει στον μοντέρ τη δυνατότητα να κάνει αγγέλουςς, μια κωμική σκηνάρα όπου κάνει «μπλε μαρέν» τον… Μπρους Λη. Η σκηνή αυτή, κωμικά γραμμένη, δεν είναι τυχαία, θα χρησιμοποιηθεί στην τρίτη και μεγάλη σκηνή του, που είναι και η πιο κομβική της ταινίας, όπως θα χρησιμοποιηθεί και η δεύτερη μεγάλη σκηνή, αν και σε αυτήν αστράφτει με cameo part, ο ΜΠΡΟΥΣ ΝΤΕΡΝ. Στον «στρατώνα» των χίπιδων, όπου κάποιοι μπορεί να το νομίσουν για «κοιλιά», όταν όμως δουν το φινάλε θα καταλάβουν τα πάντα τόσο για το ρόλο του Μπραντ Πιτ όσο και για τον αντίκτυπο του χαρακτήρα του Μπρους Ντερν πάνω του και τότε θα καταλάβουμε , για μια ακόμα φορά τα μέγεθος της μεγαλοφυίας του Ταραντίνο. Διότι αυτή η τρίτη και τελευταία μεγάλη σκηνή του Μπραντ Πιτ είναι κάτι το ασύλληπτο και το πώς την παίζει ο ίδιος. Είναι αυτό που είπα ότι γυρίζει τη σπλατεριά έχοντας κατά νου το … «πάρτυ». Τόσο αστεία σπλατεριά δεν έχει ξαναδείξει ο κινηματογράφος. Και το πώς την παίζει ο Μπραντ Πιτ, με τι ένταξη κλίματος ..ναι!!!!!!!!!!!!
Τι να πω και για τους άλλους ηθοποιούς, το 8χρονο κοριτσάκι που δίνει μαθήματα υποκριτικής της «μεθόδου» στον «άξεστο» και «κουρέλα» Ντι Κάπριο, ή για την δεσποινιδούλα που οδηγεί τον Μπραντ Πιτ στους χίπιδες…Με τέτοιο ευφυες και περιεκτικό γράψιμο και με τέτοια ατμόσφαιρα γουσταριλικιού.
Τι να πω για το μοντάζ που θα ήθελα τόμους ολόκληρους.. Τη σκηνή που επιστρέφει ο Μπραντ Πιτ στο αχούρι του κι αρχίζει το διάλογο και το τάισμα με το σκύλο, πως την έχει γράψει, πως την έχει ντεκουπάρει, πως την έχει γυρίσει, πως την έχει κατατεμαχίσει και τι σύνθεση κι ανασυναρμολόγηση έρχεται και του κάνει ο ειδικός!!!!!!Στο μοντάζ.
Τι να πω για τη φωτογραφία του άλλου φωτισμένου και κορυφαίου και κάτοχου ΤΡΙΩΝ ΟΣΚΑΡ , του ΡΟΜΠΕΡΤ ΡΙΤΣΑΡΝΤΣΟΝ, τι L.A είναι αυτό, τι κάμερες, τι σινεμαδάρα.
Για τη χρήση της μουσικής και των τραγουδιών της εποχής; Με ένα τρόπο που δεν γίνονται ρετρό; Για τα ντυσίματα που περιλαμβάνουν μόδα ’60, εκκεντρικότητες, κουρελαρίες , γκλαμουριές β κατηγορίας; Και θα ήθελα να μπορούσα να έγραφα αναλυτικά για το κάθε κοστούμι της κάθε σκηνής!!!!!!!!!!!!!!!!! Μέχρι και στο σενάριο το έχει εντάξει όταν ο «Σα Γουαναμέηκερ» δίνει οδηγίες στην ενδυματολόγο για το πώς πρέπει να ντύσει τον Ντι Κάπριο.
Κάπου εδώ πρέπει να σταματήσω. Θα ήθελα όμως να πω κάτι σε όσους πραγματικά ενδιαφέρονται να μαθαίνουν για το σινεμά και να μην αναμασούν δημοσιευμένες γελοιότητες που πηγάζουν από άγνοια. Ενας λοιπόν βασικότατος, σεναριακός κανόνας, που άπτεται το ΕΡΓΟΚΕΝΤΡΙΣΜΟΥ λέει προς τους νέους κι επίδοξους συγγραφείς-σεναριογράφους πως αυτό που λέγεται σε ένα σενάριο, για κάποιο πρόσωπο πόσο μάλλον δημόσιο είτε της Τέχνης είτε της Ιστορίας είτε..είτε..είτε.. δεν είναι θέση αυτού που το γράφει αλλά του ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ που το λέει. Το τονίζω επειδή διάβασα απύθμενες βλακείες , ξεκινώντας από δημοσιεύματα του εξωτερικού, πως «ο Ταραντίνο γελοιοποιεί τον Μπρους Λη» ή κάτι περί σεξισμού και μερικές ακόμα αντι-καλλιτεχνικές, αντι—κινηματογραφικές ανοησίες. Δεν είναι ο Ταραντίνο που ειρωνεύεται τον Μπρους Λη, είναι ο χαρακτήρας του Μπραντ Πιτ που έχει δύναμη φονιά αλλά είναι και στο περιθώριο ως κασκαντέρ κι ακριβώς με το ότι πλάκωσε τον Μπρους Λη, σε σκηνή ΚΩΜΩΔΙΑΣ (το τονίζω!!!!) μπορεί να διικαιολογήσει το φινάλε. Ειδάλλως θα έμενε το φινάλε μετέωρο. Να ξέρετε λοιπόν πως στα έργα, στα σενάρια, δεν μιλά ο συγγραφέας αλλά ο χαρακτήρας τον οποίο έπλασε, τον έκανε άνθρωπο και τον ενέταξε σε είδος.
Όπως μάθημα συγγραφής σύντομης κι ολοκληρωμένης σκηνής είναι οι τρεις ατάκες με τις οποίες ο «Στηβ Μακ Κουήν» (που τον παίζει αγνώριστος ο ΝΤΕΪΜΙΑΝ ΛΟΥΙΣ), σε ένα π΄ρτυ του «Playboy» κουτσομπολεύει τη σχέση του τρίο Ρομάν Πολάνσκι-Σάαρον Τέεητ- και του φιλαράκου της που τον κάνει ο ΕΜΙΛ ΧΙΡΣ. Κάθως ο «Στηβ» καπνίζει τον μπάφο του. Ζυγισμένες ατάκες που μιλά ο «Στηβ» αλλά μιλά κι ο μπάφος…
Αυτή τη φορά σταματώ οριστικά!
Καλή απόλαυση, έως κάλλιστη, στους απανταχού της Γης σινεματζήδες.