Πάντως, η προσέλευση του κοινού (χωρίς να δέχομαι την αλα καρτ εμπορική επιβεβαίωση για τις ταινίες αλλά στη συγκεκριμένη περίπτωση αξίζει να αναφερθεί) δείχνει πως το έργο έχει κάτι που ελκύει το κοινό κι αυτό που το ελκύει είναι το ότι έπηξε ο θεατής στα διάφορα αδειάσματα του σωρού και θέλει να πάρει γεύση από κάτι που να έχει υπόσταση.
Ο ΓΟΥΝΤΥ ΑΛΕΝ ως υπογραφή, το συγκεκριμένο «νακ» το διαθέτει. Βασικά διαθέτει την υπογραφή. Η ταινία μπορεί να μην είναι απ΄τις μεγάλες του αλλά τη δουλειά της την κάνει!
Κι η υπογραφή του Γούντυ Αλλεν είναι διαφορετική από την υπογραφή Ταραντίνο (τον επικαλούμαι επειδή είναι πρόσφατος) αλλά και όμοια. Είναι σκηνοθέτης σεναριογράφος. Σενάριο και σκηνοθεσία στον Γούντυ Αλεν είναι ένα πράγμα κι αδιαίρετο. Κι είναι αδιαίρετο διότι ο Γούντυ είναι μεγάλος σκηνοθέτης κι όχι μόνο μεγάλος σεναριογράφος- αν νομίζουν κάτι τέτοιο οι πολλοί που δεν γνωρίζουν ή δεν αντιλαμβάνονται τι είναι σκηνοθεσία.
Οι ταινίες του Γούντυ Αλεν, αν δεν γυριστούν από τον ίδιο, δεν θα μπορέσουν να είναι αυτές που ξέρουμε, διότι δεν είναι μόνο σενάρια. Το σενάριο είναι το προβεβλημένο στοιχείο, είναι η βάση, είναι η ραχοκοκαλιά είναι αυτό στο οποίο πατάει κι από το οποίο ξεκινάει, είναι σενάρια ευφυίας όπου η ευφυία έχει να κάνει με τη σύλληψη του μύθου, με τα εμπόδια που βάζει, με την απαραίτητη στροφή της εξέλιξης του μύθου προς άλλη κατεύθυνση, με τις ευφυέστατες ατάκες, οι οποίες είναι προσεκτικά δοσμένες στους χαρακτήρες που θα τις εκστομίσουν- ας πούμε, υπάρχει μια διαφορά του Γούντυ Αλεν από τον Νίλ Σάιμον: Στο Σάιμον όλοι οι χαρακτήρες μιλούν με ένα ανεβασμένο δείκτη ευφυίας στους διαλόγους τους. Κι αυτό έχει να κάνει με το ότι ο Σάιμον ήταν ευφυής ο ίδιος και του άρεσε αυτό το στοιχείο προφανώς να το προβάλει. Ισως ήταν επηρεασμένος κι από τον ΜΠΕΡΝΑΡΝΤ ΣΩ- ποιος ξέρει;- που έχει επηρεάσει πολλούς συγγραφείς ως ο ευφυέστερος των ευφυών. Μόνο που ο Σω έκανε έργο ιδεών οπότε εκεί μετρούσαν διαφορετικά τα πράγματα.
Ενπάση περιπτώσει, για να επανέλθουμε στον Γούντυ Αλεν, οι ευφυείς ατάκες είναι σωστά μοιρασμένες στους χαρακτήρες. Κι εκείνοι που ως χαρακτήρες δεν είναι ευφυείς θα πουν ατάκες ευφυώς συλληφθείσες από τον συγγραφέα τους που όμως θα ταιριάζουν στον χαρακτήρα. Στον Γούντυ Αλεν, και στις πιο αδύναμες ώρες του, κανείς χαρακτήρας δεν γίνεται μαριονέτα, να κινείται δηλαδή από τους σπάγκους του συγγραφέα του.
Κι ο Γούντυ Αλεν δεν σταματά εδώ. Στο μοναδικά γραμμένο κι ευφυές σενάριο, στο οποίο συνυπάρχουν σκαμένοι χαρακτήρες και ανάλογο διάλογοι ο Γουντυ Αλλεν ταυτοχρόνως σκηνοθετεί. Ποια είναι όμως η σκηνοθεσία του; Η σκηνοθεσία του Γούντυ Αλεν περνά αποκλειστικά μέσα από τους ηθοποιούς, από την εξαντλητική δουλειά μαζί τους , είναι μέγας δάσκαλος ηθοποιών, κι είναι φυσικό από τη στιγμή που στα έργα θα πρωταγωνιστούν χαρακτήρες με ατάκες, η σκηνοθεσία να περνά μέσα από τους ηθοποιούς. Γι αυτό κι οι ηθοποιοί σκοτώνονται στην σκέψη να τους καλέσει ο Γούντυ Αλεν διότι ξέρουν και βλέπουν στους συναδέλφους τους που δούλεψαν μαζί του, ότι τους βγάζε διαφορετικούς. Παρουσιάζουν έναν άλλο εαυτό ακόμα κι εκείνοι που χρησιμοποιούνται από τον ίδιο για την περσόνα τους.
Η σκηνοθεσία του , που έχει ξεκινήσει από το σενάριο, περιλαμβάνει μοντάζ ακόμα και στους ίδιους τους διαλόγους, ξέρει μοναδικά να κάνει «cut» στο διάλογο, κι ο μοντέρ καλείται απλώς αυτό να το εξυπηρετήσει.
Στον Γούντυ Αλεν υπάρχουν πάντα οι φροντισμένοι χώροι διότι ο γεωγραφικός προσδιορισμός παίζει σημαίνοντα ρόλο στα πρόσωπα, είτε είναι γεννήματα-θρέμματα του χώρου (οι νεουορκέζικες ταινίες αλλά κι η μετάβαση του στην Αγγλία τότε με το «Match point»)είτε είναι ξένοι που μαγεύονται από ξένο μέρος όπως ήταν το «Μεσάνυχτα στο Παρίσι» κι έπρεπε ο χώρος να προσδιορίζει τη μαγεία που τους ασκεί. Εξού κι οι σκηνογραφικές επιδόσεις στα έργα του.
Και βέβαια, συνεργάζεται πάντα με διευθυντή φωτογραφίας εκ των σημαντικοτέρων και τούτη τη φορά έχει και πάλι τον ΒΙΤΤΟΡΙΟ ΣΤΟΡΑΡΟ , με τον οποίο έχει συνεργαστεί κι άλλες φορές (όπως στο παρελθόν και με τον ΚΑΡΛΟ ΝΤΙ ΠΑΛΜΑ ή με τον ΣΒΕΝ ΝΥΚΒΙΣΤ ή με τον ΓΚΟΡΝΤΟΝ ΓΟΥΙΛΙΣ κλπ, κλπ) κι ο Στοράρο του κάνει κι εδώ ατμόσφαιρα φωτισμών στους εσωτερικούς κυρίως αλλά και στουυς εξωτερικούς χώρους ανάλογη με εκείνη που του είχε κάνει στο «Café Society», ένα κλίμα φωτισμών ατμόσφαιρας «μεσοπολέμου». Ας είναι καλά κι ο ΔΙΕΥΥΝΤΗΣ ΣΚΗΝΟΓΡΑΦΙΑΣ για αυτά που του βρίσκει, για το υλικό που του παραθέτει ώστε να το φωτίσει.Του αφήνει, όμως, πάντα κι ένα φως μέσα σε ολη αυτή τη φωτιστική σύνθεση, ακριβώς επειδή ζητούμενο είδους είναι η ιλαρή κατάσταση στο ρομαντικό πνεύμα, δεν θα του το φωτίσει εντελώς «σκοτεινά» σαν να ήταν «Ο κονφορμίστας».
Ε, λοιπόν, όλα αυτά που αναφέρω ως αυτό το σημείο περί ταυτότητας ΓΟΥΝΤΥ ΑΛΕΝ, υπάρχουν και σε αυτή την ταινία, στο «ΜΙΑ ΒΡΟΧΕΡΗ ΜΕΡΑ ΣΤΗ ΝΕΑ ΥΟΡΚΗ». Όλα υπάρχουν. Η σχέση με τους ηθοποιούς, με την ατάκα, με το είδος, με το θέμα, με το χώρο.
Κι επειδή όλα αυτά διαθέτουν μια καλλιτεχνική ψυχή και δεν είναι απλώς τεχνικές γνώσεις, η ταινία ελκύει τον κόσμο που δεν καταλαβαίνει γιατί ακριβώς αλλά σπεύδει να τη δει.
Εχουμε πάλι τη Νέα Υόρκη ως χώρο, το Μανχάταν- για να ακριβολογούμε, τη βροχή που τη χρησιμοποιεί ως ρομαντική παράμετρο της πόλης και κάτω από τη βροχή νοτίζει την ιστορία ενός ζευγαριού νέων παιδιών που έρχονται για σαββατοκύριακο αλλά θα τους συμβούν πολλά τα οποία θα μπουν ανάμεσα τους και θα τους κάνουν να συνειδητοποιήσουν τις ταυτότητες τους. Για να καταλήξουμε σε αυτό, έχουμε περάσει προηγουμένως από πολλά πρόσωπα και καταστάσεις, από περιστάσεις που αγγίζουν το εξωφρενικό ή το χιουμοριστικά παράλογο, κι η γνώση του στο είδος κωμωδία αλλά και στην παρακαμπτήριο της φάρσας μα και της ρομαντικής εκδοχής, πλουτίζουν κι ομορφαίνουν την ταινία.
Δεν είναι από τις μεγάλες του, δεν παύει όμως να είναι απολαυστική.
Κι όσο κι αν τον κατηγορούν ότι γέρασε, μακάρι κι αυτοί που τον κατηγορούν να μπορούν στα 84 τους να γράφουν με την ίδια όρεξη, τον ίδιο παλμό, το ίδιο σφρίγος και την ίδια διαύγεια τα αρθράκια τους. Δεν θα υπερασπιστώ το δικαίωμα να γερνάς ούτε τα περί ρατσισμού απέναντι στην τρίτη ηλικία, μου φαίνεται εξαιρετικά γελοίο και δεν τιμώ έτσι ούτε τον ίδιο τον Γούντυ Αλεν, που εξακολουθεί και ζει έντονη ερωτική ζωή εκεί που άλλοι το έχουν απεμπολήσει, δεκαετίες νεώτεροι του. Θα πω μόνο το εξής: Πάντως, όταν στα 84 καταφέρνεις και γράφεις ρομαντικό σημείωμα με ήρωες 20άρηδες οι οποίοι φέρονται ως 20άρηδες στη σύγχυση, στο απροσδόκητο, στην ανωριμότητα της ερωτικής συμπεριφοράς αλλά και της φιλοδοξίας, στην ερωτική απογοήτευση αυτής της ηλικίας κι όχι κάποιας άλλης, κι όταν μπορείς να τους βάλεις στα στόματα τους ατάκες που αρμόζουν στις ηλικίες τους και συγχρόνως να τους ταξιδεύεις στις αποχρώσεις των ειδών που τους ανακατεύεις, δεν χρειάζεσαι απόδειξη.
Με τους ηθοποιούς και πάλι περνά τη σκηνοθεσία όπως είπαμε. Συνήθως αυτός που παίζει το «γουντι-αλενικό» alter ego δεν είναι αυτός που έχει και τον ωραιότερο ρόλο, συνήθως έχει τις ωραίες ατάκες της σύγχυσης. Κι αναφέρομαι στον ΤΙΜΟΤΕ ΣΑΛΑΜΕ, στη συγκεκριμένη περίπτωση αλλά ο Γούντυ τον κατευθύνει να εκδηλώσει τα γουντιαλενικά συναισθήματα του 20άρη, όπως και το υπόλοιπο επιτελείο όπου ξεχώρισα την ΕΛΛ ΦΑΝΙΝΓΚ κυρίως για το κλίμα κωμικών αποχρώσεων στο οποίο την έβαλε κι ας έδινε την εντύπωση ότι δεν είναι γεννημένη για κωμωδία. Ο Γουντυ Αλεν ως σκηνοθέτης τις αγαπά αυτές τις νεαρές και ασχολείται πολύ μαζί τους στο να τους αναδείξει κρυμμένα στοιχεία- μου θύμισε έντονα το ανάλογο που είχε κάνει με την ΝΤΡΟΥ ΜΠΑΡΥΜΟΡ στο «ΟΛΟΙ ΛΕΝΕ Σ’ ΑΓΑΠΩ» κι ήταν τότε που τον είχα γνωρίσει προσωπικώς και μου είχε μιλήσει με ιδιαίτερη θέρμη για τα κρυμμένα στοιχεία του ταλέντου της Μπάρυμορ. Στην περίπτωση της ΤΣΕΡΥ ΤΖΟΟΥΝΣ, ο ρόλος πάει απευθείας στη μεγάλη σκηνή της αποκάλυψης αλλά φαντάζομαι πως το έκανε επειδή δεν ήθελε να ξεστρατίσει το story και την ταινία, μα να φωτίσει μια πτυχή του κεντρικού ήρωα, του Σαλαμέ, στη σκηνή που η κορυφαία ηθοποιός του σύγχρονου αμερικανικού θεάτρου που ο κινηματογράφος δεν την έχει αξιοποιήσει, κάνει τον αποκαλυπτικό μονόλογο της ως μάνας του ήρωα με παρελθόν.
Μια ταινία όχι μεγάλη- το ξαναλέω- αλλά απολύτως απολαυστική!- το επαναλαμβάνω