Από την άλλη, είναι ένα έργο που ξεκινά καλά και μάλιστα, μέχρι κάποια ώρα, σε ξεγελά ότι μπορεί να διαθέτει και σενάριο.
Διότι ξεκινά σαν ένα έργο σχέσης νεαρού ζευγαριού και μάλιστα οι πρώτες σκηνές δείχνουν τα προβλήματα αυτής της σχέσης, της νεανικής ερωτικής, το πώς τη βιώνει το κορίτσι μέσα από τα προσωπικά του προβλήματα , το πώς την αντιλαμβάνεται ή τη διαχειρίζεται το αγόρι, το πώς την σχολιάζουν οι τρίτοι είτε από το περιβάλλον (έστω και το.. τηλεφωνικό) της κοπέλας, είτε από την παρέα των φίλων του παλικαριού, όπου αυτό καταλήγει και σε παρέμβαση και σε επηρεασμό της σχέσης.
Καθώς η κοπέλα , που αντιμετωπίζει σοβαρά οικογενειακά προβλήματα – είναι η αλήθεια- τα φορτώνει στο αγόρι , τον πιέζει κι υπό το κράτος αυτής της πίεσης και μιάς τραγικής οικογενειακής εξέλιξης των προβλημάτων της κοπέλας, αποφασίζεται ένα ταξίδι στη Σουηδία, την περίοδο του «Μεσοκαλόκαιρου», τότε που ο ήλιος δεν δύει ποτέ και σου σπάει τα νεύρα με αυτή τη διαρκή παρουσία του.
Το ξεκίνημα της ιστορίας γίνεται με λεπτομερή έκθεση των περιστατικών, των λεπτομερειών της σχέσης, τον τρόπο με τον οποίο ενώ ξεκινά ως ταξίδι αγοροπαρέας ο νεαρός υποχωρεί και παίρνει μαζί του και το κορίτσι.
Και φτάνουν στην ηλιόλουστη Σουηδία, σε μια αγροτική περιοχή, 4 ώρες με το αυτοκίνητο έξω από την Στοκχόλμη, σε μία φάρμα. Εκεί όπου υποτίθεται θα λάβει χώρα ένα από αυτά τα καλοκαιρινά «Φεστιβάλ» που γίνονται στη Σουηδία και που είχαν εμπνεύσει και τον Ινγκμαρ Μπέργκμαν για την «κωμωδία» του «Χαμόγελα καλοκαιρινής νύχτας».
Με το που φτάνουν, σε περιβάλλον που μπορεί να θυμίζει και κάτι από «παιδιά των λουλουδιών» , αποφασίζουν να δοκιμάσουν ένα «τριπάκι», ένα από εκείνα τα παραισθησιογόνα. Μέσα στον ήλιο. Κι εσύ αρχίζεις και περιμένεις αντιδράσεις. Εμφανίζονται σιγά σιγά και κάποιοι «τελετουργοί», ντυμένοι στα κάτασπρα, και περιμένεις να δεις την επιρροή του «τριπακίου».
Όμως, το τελετουργικό όλο κι αρχίζει να κερδίζει έδαφος, το σενάριο όλο κι εγκαταλείπεται, ελπίζεις ωστόσο ότι μπορεί από όλο αυτό κάτι να αποδειχθεί αλλά πλέον έχει γίνει φανερό ότι ο σκηνοθέτης ΑΡΙ ΑΣΤΕΡ, έχει ξεκαθαρίσει μέσα του ότι δεν πρόκειται να δώσει έμφαση ούτε εξέλιξη στην ιστορία παρά να στήσει «σκηνικό» αυταρέσκειας auteur με σκηνές στυλίστικες, με πράγματα επαναλαμβανόμενα χωρίς σκοπό, με προσπέραση (αν όχι περιφρόνηση) του σεναρίου, παρόλο ότι στο έργο υπάρχουν «κλειδιά» δοσμένα εξαρχής για ενδιαφέρουσα εξέλιξη στο είδος θρίλερ καθώς και για ανατροπές κι αποκαλύψεις.
Ο ΑΡΙ ΑΣΤΕΡ καθιστά φανερό ότι δεν έχει τέτοια πρόθεση κι ότι τον ενδιαφέρει να ασχοληθούν μαζί του κι όχι με το έργο του.
Ως εκ τούτου, οι του σινεμά του auteur που τον «ανακάλυψαν» θα πέσουν πάνω του και θα μιλούν για το τι θέλει να «πει» ο ποιητής, ο οποίος δεν θέλει να πει τίποτα παρά μόνο να δείξει με το δικό του τρόπο τις στυλίστικες εικόνες του, οι δε αντι-auteur κι οι εργοκεντρικοί όπως ο υπογράφων θα βλέπουν αδικαιολόγητα μάκρη κι επαναλήψεις , όπου η υπόθεση από πλοηγός που ήταν στην αρχή, μετατρέπεται σε πρόσχημα για να φανούν τα άλλα.
Δυόμιση ώρες για κάτι στυλίστικο, το οποίο πάσχει κι από εναλλαγή σκηνικών ώστε τουλάχιστον να μάγευε οπτικά, είναι πάρα πολύς χρόνος για να μη δοκιμαστούν τα νεύρα .
Βέβαια, υπάρχουν δυό τρεις σκηνές του τελετουργικού που δηλώνουν μια σκηνοθετική παρουσία αλλά δεν φτάνουν ώστε να μιλήσουμε για έργο.
Από το σκηνοθετικό, στυλίστικο κομμάτι περισσότερο αξίζει να σταθούμε στη φωτογραφία κι αυτή τη φωτογραφία θα ήθελα πολύ να την κουβέντιαζα με κάποιον αρμόδιο, με ένα διευθυντή φωτογραφίας εννοώ, διότι υπάρχει κάτι που μου έκανε ακριβή εντύπωση: Ο φωτισμός του άσπρου. Η ταινία έχει στηθεί σε περιοχή που διαδραματίζεται ο μύθος, από ότι αντιλαμβάνομαι και προφανώς σε εποχή ίδια με αυτή της υπόθεσης. Ο ήλιος είναι εκτυφλωτικός, εκτυφλωτικό το φως του για τον κινηματογραφικό φακό. Μου έκανε εντύπωση ο υπερβάλλων φωτισμός των κάτασπρων ομαδικών κοστουμιών, σαν να είχαν στηθεί επιπλέον προβολείς ώστε να φωτίσουν, μέσα στον φωτεινό ήλιο, το ίδιο το άσπρο της τελετουργίας , κάπου σαν να έδειχνε ενίοτε η φωτογραφία «καμμένη» από το φως, κάπου ότι αυτό ήταν ηθελημένο και κάπου το πώς έγινε να φωτίζονται τόσο λευκά τα κατάλευκα κοστούμια του «κόρου» και με τι τρόπο. Οπωσδήποτε αυτό είναι ένα κομμάτι auter- ίστικης πρωτοβουλίας, που επιτυγχάνεται μέσω της φωτογραφίας, μέσω της συνεργασίας σκηνοθέτη και διευθυντή φωτογραφίας. Από σκηνοθετική άποψη δεν με ενδιαφέρει καθόλου, είναι ένας εντυπωσιασμός και τίποτε άλλο παρόλο ότι ο σκηνοθέτης εστιάζει υπέρ το δέον σε αυτό, του δίνει θέση «σεναρίου». Από πλευράς, όμως, διεύθυνσης φωτογραφίας με ενδιαφέρει και μάλιστα πολύ.
Ομολογώ πως ήταν το κομμάτι της ταινίας που παρακολούθησα με ενδιαφέρον μια κι από υπόθεση ή από είδος από τη μία ώρα και μετά δεν με ενδιέφερε τίποτε, ούτε ως μύθος ούτε ως θρίλερ, αλλά στο φωτισμό του άσπρου και στις τελετουργικές του σκηνές , έριξα άγκυρα..
Το δεύτερο στοιχείο που επικρότησα ήταν η ερμηνεία της ΦΛΟΡΕΝΣ ΠΙΟΥ, γνωστής από την «Λαίδη Μακμπέθ» κι από την τηλεοπτική «Μικρή τυμπανίστρια» όπου είχε δείξει και στα δύο την αξία της, και στο «Μεσοκαλόκαιρο» έδωσε προεκτάσεις στο ρόλο της και υπόσταση- ήταν αυτή που αξιοποίησε τα κλειδιά που έδινε αρχικά το σενάριο και τα οποία αντι να χρησιμεύσουν σεναριακώς στον Αστερ, αξιοποιήθηκαν από την ερμηνεύτρια παρόλο ότι οι σκηνές στο δεύτερο μέρος δεν είχαν να κάνουν σε τίποτε σχεδόν με το αρχικό. Η Πίου, όμως, έδωσε ερμηνευτικό περιεχόμενο στην ηρωίδα της σαν να συνέχιζε την εξέλιξη του σεναρίου το οποίο είχε μείνει στη μέση και το δεύτερο μέρος του σαν να μην είχε γραφτεί ποτέ.