Toπολεμικό είδος , εδώ και χρόνια, βάλλεται. Ο λόγος είναι πολιτικός. Εχει ταυτιστεί με τους Αμερικάνους και με το αμερικάνικο σινεμά.
Μόνο που λησμονούν ότι πρόκειται για είδος. Κι ως είδος, εμπεριέχει κανόνες, όπως όλα τα είδη. Ο βασικός κανόνας είναι ότι πολεμούν κάποιοι εναντίον άλλων, άρα για να υπάρχει έργο, οπωσδήποτε, θα υπάρχουν οι «καλοί» και οι «κακοί» αφού σε ΟΛΑ τα έργα, όλων των ειδών, μονίμως παλεύουν το «Καλό» με το «Κακό».
Αν ταυτίζουν τους Αμερικάνους με αυτό οφείλεται σε δύο λόγους, έναν πολιτικό αλλά κι έναν κινηματογραφικό.
Ο κινηματογραφικός λόγος είναι πως ο αμερικάνικος κινηματογράφος εξακολουθεί να υπηρετεί το σινεμά των ειδών σε αντίθεση με τις κινηματογραφίες των άλλων χωρών, και δη τις ευρωπαικές, που, προς τα έξω τουλάχιστον, δείχνουν ότι υπηρετούν το σινεμά του auteur.
Ο πολιτικός λόγος είναι πως κακά τα ψέματα, οι Αμερικανοί εξακολουθούν να εμπλέκονται διαρκώς σε πολέμους , πότε εδώ και πότε εκεί, και αυτό , όσο κι αν ακούγεται «κάπως», επηρεάζει αλλά κι ανανεώνει το είδος.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο «Ελεύθερος σκοπευτής» ο οποίος τοποθετείται σε ένα από τους σύγχρονους πολέμους των Αμερικανών. Στο Ιράκ.
Όμως, αυτό που πάντα προέχει στην Τέχνη κι εδώ γίνεται ένα λάθος δεν είναι η κριτική πάνω στις θέσεις που παίρνει ένα καλλιτεχνικό δημιούργημα, και κατεπέκταση κι ο δημιουργός αυτού , αν και στο σινεμά, ειδικά στο σινεμά των ειδών, οι δημιουργοί είναι περισσότεροι του ενός, αλλά η κριτική πάνω στην καλλιτεχνική διαχείριση των θέσεων. Διότι αν κρίνουμε τις θέσεις, και το δικαίωμα των καλλιτεχνών να έχουν θέσεις, δεν κάνουμε κριτική αλλά ασκούμε λογοκρισία. Κριτική έχουμε όταν ελέγχουμε τους καλλιτεχνικούς όρους της διαχείρισης.
Θεώρησα απαραίτητο να πω αυτά τα δύο-τρία γενικότερα πράγματα για να προχωρήσω στο «ψητό», δηλαδή στην συγκεκριμένη ταινία.
Εχουμε ένα θέμα, που προέρχεται από βιβλίο όχι, όμως, λογοτεχνίας αλλά αυτοβιογραφίας ή έστω απομνημονευμάτων. Γραμμένο από τον ίδιο τον ήρωα του δράματος, που είχε προλάβει να γράψει την αυτοβιογραφία του. Κι έχουμε και δύο βιβλία που γράφτηκαν γι αυτόν μετά το θάνατο του.
Ο ήρωας είναι πεζοναύτης. Κατετάγη στο Σώμα των Πεζοναυτών αλλά αυτά δεν έγιναν έτσι απότομα διότι τότε θα είχαμε άλλο έργο. Στο συγκεκριμένο έργο έχουμε σενάριο πολύ γερό στο οποίο κρατιέται μια εκπληκτική ισορροπία. Τον ήρωα τον πιάνει το σενάριο από την παιδική του ηλικία και δείχνει πως από μικρό παιδί, εκεί πέρα στο συντηρητικό και σκληρό Τέξας, εκπαιδεύτηκε, από το ίδιο του το σπίτι, στη χρήση της βίας και του όπλου με σκοπό την αυτοάμυνα. Η παιδική ηλικία κάποτε φεύγει, φτάνουμε στην εφηβική και βλέπουμε αυτό τον ήρωα του σεναρίου να εξελίσσεται πάνω στη βία και σε άλλους τομείς , να δέχεται κριτική για την άξεστη συμπεριφορά του από την κοπέλα με την οποία θα σχετιστεί κι αυτό θα εξελιχθεί σε έρωτα , σε γάμο και σε σχέση ζωής, να κατηγορείται από την ίδια ως «μπουρτζόβλαχος» για τον τρόπο του, ο ίδιος όμως έχει μάθει να πιστεύει ότι αυτά για τα οποία και με τα οποία τον ανέθρεψαν τον κάνουν καλό πατριώτη.
Μετά από αυτά είναι λογικό να καταταγεί στους πεζοναύτες κι από τη θέση του ελεύθερου σκοπευτή να ετοιμάζεται να ασκήσει αυτό που θεωρεί χρέος.
Περνάει από διλήμματα, τα σκέφτεται όταν πάει να πατήσει τη σκανδάλη κι απέναντι έχει ως εν δυνάμει στόχο ένα μικρό παιδί που κρατεί βόμβα, αγωνιά, ιδρώνει, σκέφτεται τα μετόπισθεν και την οικογένεια, δοκιμάζεται αλλά δεν υποχωρεί. Ωσπου φτάνει στο τέλος, το οποίο σαφέστατα είχε να κάνει με αυτά τα οποία διδάχτηκε από μικρός και τα οποία κάπου εκεί οδηγούν.
Όπως συμπεραίνει κανείς από τα γραφόμενα, δεν έχουμε ένα πολεμικό έργο με «μπαμ-μπουμ», δεν έχουμε δηλαδή μια πολεμική περιπέτεια για το αν θα καταφέρει μια συγκεκριμένη μεραρχία να καταλάβει ένα οχυρό και να υψώσει την αμερικάνικη σημαία. Όχι. Εχουμε ένα ανθρώπινο χαρακτήρα, ένα πορτραίτο σε καιρό πολέμου. Μόνο που ο ήρωας είναι Πεζοναύτης .Εχουμε καταρχάς σενάριο και δη ανθρωποκεντρικό. Τώρα, αν το ερώτημα που θα αναπηδήσει είναι γιατί να ασχοληθούν με Πεζοναύτη, εδώ , ως άνθρωπος του κινηματογράφου δεν έχω απάντηση διότι τέτοιες ερωτήσεις τις απεχθάνομαι. Αντίθετα, θα ρωτούσα με καθαρώς καλλιτεχνικό στόχο «τι δραματουργικό ενδιαφέρον βρίσκετε σε ένα πεζοναύτη ώστε να τον κάνετε ταινία;»
Στην καλλιτεχνική διατύπωση του ερωτήματος, η ταινία με έχει καλύψει. Μου έχει δώσει την απάντηση. Αυτό εννοώ.
Ενας χαρακτήρας και γύρω του οι συμπληρωματικοί, να πατούν στέρεα από σεναριογραφική άποψη κι ο Κλιντ Ηστγουντ ως σκηνοθέτης να κάνει δύο πράγματα, που δείχνουν ότι ο σκηνοθέτης πρέπει να έχει κατά νου την ταινία κι όχι τον εαυτό του. Ο Κλιντ Ηστγουντ λοιπόν εδώ δείχνει ότι το κύριο βάρος το έχει αναθέσει στους μοντέρ και στους ηχολήπτες. Όχι για να κάνει την ταινία θορυβώδικη ή συναρπαστική ως περιπέτεια αλλά να τον έχει εξ αρχής τον ήρωα σαν να είναι διαρκώς σε πόλεμο. Με κορύφωση τον ίδιο τον πόλεμο, με τις σκηνές εσωτερικής έντασης κι αγωνίας.
Είναι ολοφάνερο πως οι μοντέρ κι οι ηχολήπτες έπαιξαν πρωταγωνιστικό ρόλο στην εκτέλεση, στην πραγμάτωση, αυτού του φιλμ, ότι μαζί τους συζητήθκαν πλάνα, διάρκειες, γυρίσματα, ότι από αυτούς ζήτησε καθοδήγηση ώστε αυτοί να είναι που θα πετύχουν αυτό που ο σκηνοθέτης είχε στο μυαλό του.
Συγχρόνως, επενδύει και πάνω σε πρόσωπο. Ο Μπράντλι Κούπερ που τα τελευταία χρόνια παρουσιάζει αυξανόμενη πρόοδο, εδώ, στα χέρια του Ηστγουντ, σκηνοθετείται κι αποδίδει τα μάλα, ως δυναμικός πρωταγωνιστής. Τα πολλαπλά στοιχεία του χαρακτήρα που του δίνονται από το σενάριο κι ο σκηνοθέτης από την άλλη που τον πιστεύει και θέλει να γεμίζει την οθόνη με την έκφραση του, ειδικά όταν περιμένει το στόχο και νιώθεις κι εσύ ο θεατής τον ιδρώτα της αγωνίας του στο μέτωπο σου, τα έχει δουλέψει ο Κούπερ με λιτά, εκφραστικά μέσα, κινηματογραφικό παίξιμο 100 ο/ο, δεν έχει καταφύγει σε κανενός είδους υπερ-τονισμό, παίζει ως δυναμικός πρωταγωνιστής πολεμικής ταινίας, σύμφωνα με την ερμηνευτική παράδοση του είδους, κι επί πλέον έχει την ευτυχία να παίζει και ρόλο κι όχι μόνο δυναμική παρουσία.
Και τον Μπράντλι Κούπερ, έτσι όπως τον σκηνοθέτησε ο Κλιντ Ηστγουντ, κι αυτόν , με τη σκέψη στους μοντέρ τον σκηνοθέτησε, και σε αυτούς τον παρέδωσε ια να τον κάνουν αυτό που βλέπουμε και να μιλούν κάποιοι ακόμα και για τον καλύτερο της γενιάς του.