Οσο διαρκούσε η ταινία, αυτό που απολάμβανα περισσότερο ήταν το γράψιμο.Ο κεντρικός ήρωας, οι δορυφορικοί χαρακτήρες, ο ντέτεκτιβ-κουρέλας, που τον επισκέπτεται η πρώην γκόμενα για να του δηλώσει μια ανησυχία της γύρω από ένα μπλέξιμο με ένα ευκατάστατο κύριο, η βοήθεια που του ζητάει, ο κουρέλας που ανταποκρίνεται με θέρμη, η εξαφάνιση στη συνέχεια της γκόμενας κι ένα ταξίδι-έρευνας για αυτήν μέχρι να βρει το μίτο της Αριάδνης και να καταλάβει τι γίνεται, μου ήταν πολύ ενδιαφέροντα για να τα παρακολουθήσω.
Εβλεπα μπροστά μια γραφή αλά φιλμ νουάρ. Μια γραφή τύπου αμερικάνικης αστυνομικής λογοτεχνίας. Τα στοιχεία ήταν τα ίδια. Κι εκείνα τα κλασικά αστυνομικά βιβλία των διακεκριμένων Αμερικανών συγγραφέων ήταν κάπως έτσι, και σε μπέρδευαν κι εκείνα πολλές φορές. Σε αυτό το στυλ έβλεπα να είναι γραμμένο το σενάριο κι αφοσιώθηκα στην παρακολούθηση της εξέλιξης της ιστορίας και της σύνθεσης της κάθε «ατάκας».
Ενας από τους λόγους όμως που το έκανα ήταν και το ότι η ταινία, ως ταινία, δεν με έθελγε καθόλου. Παρόλο ότι πρωταγωνιστούσε ο Γιοακίν Φίνιξ στον οποίο έχω μια ξεχωριστή προτίμηση κι ο οποίος ήταν και θαυμάσιος κι ελκυστικός ως κουρέλας ντέτεκτιβ των 70ς. Η άμυνα μου απέναντι στην πλήξη του φιλμ ήταν η προσήλωση μου στο γράψιμο, στον τρόπο γραψίματος. Διότι από αυτή την άποψη το έργο είχε ενδιαφέρον.
Ελα, όμως, που δεν αποτυπωνόταν στο φιλμ το ανάλογο ενδιαφέρον. Από το φιλμ έλειπε η ατμόσφαιρα. Όταν λέω έλειπε, εννοώ πως απουσίαζε εντελώς. Το μόνο που υπήρχε ήταν η αναβίωση της Καλιφόρνιας των 70ς μέσα από τα ρούχα και κατά δεύτερο λόγο κι από τις κομμώσεις.
Θαρρείς και βρήκαν το πιο ακατάλληλο πλαίσιο για να τοποθετήσουν την ιστορία. Όμως, επειδή δεν αγαπώ τα κλισέ, δεν θα ισχυριστώ πως μου έφταιγε το ότι επειδή απολάμβανα το αλα νουάρ γράψιμο ήθελα καλά και ντε ατμόσφαιρα «ταινίας της δεκαετίας του μαυρόασπρου ‘40». Όχι. Εχω διδαχτεί ότι τα έργα που βλέπουμε δεν τα προσαρμόζουμε στα δικά μας μέτρα ούτε στις δικές μας επιθυμίες αλλά σε αυτό που θέλουν να είναι τα ίδια τα έργα. Αλλωστε αν επιζητούσα την αλα δεκαετία ’40 ατμόσφαιρα, που μου φαινόταν η πιο ταιριαστή, θα ήταν σαν αν αναγνώριζα τα κλισέ ως απαραίτητη προυπόθεση.
Μόνο, που δεν κατάλαβα, τι είδους έργο ήθελε να είναι το «ΕΜΦΥΤΟ ΕΛΑΤΤΩΜΑ» (INHERENT VICE). Η Καλιφόρνια των 70ς δεν έγινε ατμοσφαιρικός χώρος, πλην κοστουμιών (που κι αυτά δεν έβγαζαν τόσο ατμόσφαιρα όσο εποχή και περιβάλλον) η δε καθοδήγηση ηθοποιών και κομπάρσων ομαδικών σκηνών , άλλοτε πήγαινε προς τόνους κωμωδίας, άλλοτε σάτιρας αλλά από την ιστορία δεν έβγαινε κανένα κωμικό ή σατιρικό στοιχείο ώστε αυτά μεταξύ τους να συλλειτουργούν. Αποτέλεσμα: Μια σύγχυση. Οπου συνειδητοποίησα πως αν δεν είχα «τσιμπήσει» από την αρχή με τον τρόπο γραψίματος, που στάθηκε κι ως σωσίβια λέμβος κατά την παρακολούθηση, κι έμενα να παρακολουθώ την ταινία όλη μαζί ως ένα πράγμα, όπως θα κάνει κι ο περισσότερος κόσμος, κάπου θα χανόμουνα και με το ίδιο το σενάριο. Το ελλειπτικό γράψιμο της γραφής «νουάρ» , όταν δεν το προσαρμόσεις στο δικό του είδος κατά την κινηματογραφική πραγματοποίηση, και πας να το μεταφέρεις σε ένα άλλο, αρχίζει και παρουσιάζει ρωγμές. Η υποβλητική ατμόσφαιρα μπορεί και συμπληρώνει την ελλειπτικότητα. Η ελλειπτικότητα, όμως, μεταφερμένη σε άλλο είδος, το οποίο και δεν καθορίζεται και σκηνοθετείται με τον τρόπο που ανέφερα πιο πάνω, τότε μεταβάλλει την ελλειπτικότητα σε έλλειψη. Σου φαίνεται γεμάτο κενά, δεν καταλαβαίνεις πως πηδά από το ένα θέμα στο άλλο, διότι έχει και μπόλικες παράλληλες υποθέσεις, είναι «ασκέπαστο», μοιάζει σαν χωρίς περιτύλιγμα.
Το χρεώνω στην έλλειψη συνεννόησης μεταξύ σεναριογράφου και σκηνοθέτη κι ας ήταν το ίδιο πρόσωπο. Εγραψε σενάριο σχολής Α για να το σκηνοθετήσει ως σχολή Β, προφανώς έχοντας κάτι στο μυαλό του, το οποίο όμως στην ταινία δεν φάνηκε, δεν λειτούργησε