Θα ξεκινήσω από τα θετικά όπου έχουμε μια μαυρόασπρη φωτογραφία, σκοτεινή και σύνθεση η οποία σε συνεργασία με τη ΣΚΗΝΟΓΡΑΦΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ φτιάχνουν μια ατμόσφαιρα «υποδοχής» που θυμίζει Ινγκμαρ Μπέργκμαν.
Δικαιολογείται απολύτως από το ότι ο σκηνοθέτης και συν- σεναριογράφος του φιλμ ΡΟΜΠΕΡΤ ΕΓΚΕΡΣ (συγγράφει ο αδελφός-;- ΜΑΞ ΕΓΚΕΡΣ) προτάσσει στο βιογραφικό του την ιδιότητα του διευθυντή σκηνογραφίας, του production designer και πράγματι αυτή η ιδιότητα γίνεται σκηνοθετική ταυτότητα της ταινίας.
Ο χώρος που είναι ένας φάρος, απομονωμένος όπως όλοι οι φάροι και λειτουργεί σαν ένα εφιαλτικό τοπίο για τα δύο πρόσωπα του έργου και για το θεατή, έχει όλη την επιτρεπόμενη φαντασία με το μέρος του, για ένα δράμα ερεβώδες που θα μπορούσε να είναι και θρίλερ αφού κι η ίδια η ιστορία έχει στοιχεία θρίλερ από πλευράς απομόνωσης και παρανοϊκών συμπεριφορών – όχι πλοκής. Ο χώρος κι η μαυρόασπρη φωτογραφία που τον φωτίζει αλλά και τον πλανάρει και τον στήνει και του κινεί την κάμερα, σε αρπάζει από το λαιμό.
Ακολουθεί η ΗΘΟΠΟΙΙΑ που είναι και το μεγάλο ατού της ταινίας.
Και οι δύο ερμηνευτές, δίνουν ένα ρεσιτάλ μονομαχίας κι απόγνωσης, ένα «Σλουθ» στον φάρο της απομόνωσης, όπου πραγματικά για αυτούς αξίζει τον κόπο να πάει και να δει κανείς την ταινία.
Ο ΡΟΜΠΕΡΤ ΠΑΤΙΝΣΟΝ είναι αγνώριστος, δίνει ερμηνεία ηθοποιού ολκής, ξεχάστε το παρελθόν του και την προϊστορία του, αναγνωρίστε επιτέλους ότι οι ηθοποιοί αυτού του κόσμου περιμένουν το ρόλο που θα τους λυτρώσει και που θα δείξει το μέγεθος της αξίας τους, αρκεί να είναι τυχεροί κι ο ρόλος αυτός να τους έρθει. Στον Πάτισον ο ρόλος δόθηκε, ήρθε, και παίζει ένα χαρακτήρα απελπισμένο που υποχρεώνεται να ακολουθήσει αυτή την εφιαλτική ζωή και να πάει να απομονωθεί σε ένα βράχο δίπλα σε ένα δύστροπο, σκοτεινό και κακόβουλο φαροφύλακα, με τον οποίο θα συγκρουστεί μέχρι τελικής πτώσεως, σε μια συνύπαρξη κόλασης.
Ο δε φαροφύλακας δίνει μια πολύ μεγάλη ερμηνεία και δεν είναι άλλος από τον ΓΟΥΙΛΕΜ ΝΤΑΦΟ , ο οποίος παίζει ένα ψυχάκια, χυδαίο, βρώμικο και ημιπαράφρονα (ίσως και καθ’ ολοκληρίαν) παράφρονα που ένας πέπλος μυστηρίου σκεπάζει την ταυτότητα του και το πώς βρέθηκε εκεί και ποιο ρόλο τελικά καλείται να παίξει δίπλα του ο βοηθός που έρχεται να εγκατασταθεί στο φάρο και να συνυπάρξει μαζί του. Ο Νταφό δίνει όλο τον εαυτό του κι έχει και μία σκηνή μονολόγου-μονοπλάνου, που λέει ένα κείμενο «σαιξπηρικής» σύλληψης (ή και… απομίμησης) το οποίο προφανώς προοριζόταν ως στιγμιότυπο για τη βραδιά των Οσκαρ αλλά … σε ποιο σημείο θα το κόψουν και θα το σταματήσουν διότι ο μονόλογος τραβάει σε μάκρος κι είναι και μονοπλάνο, όπως είπα, αλλά ο Νταφό εκεί καταθέτει την Τέχνη του, την τεχνική του, τις ανάσες του, τους χρωματισμούς του, την αναπνοή του. Όμως σε τι ρόλο;;;; Αυτό διέφυγε
Και φυσικά, η μαυρόασπρη φωτογραφία και το στήσιμο του πλάνου γύρω από το πρόσωπο του που σκηνοθέτης και διευθυντής φωτογραφίας το μεταβάλουν σε ντεκόρ κι αυτό, όπως έκανε ο Μπέργκμαν στους ηθοποιούς του, είναι από αυτά που σε συναρπάζουν. Και τα ανάλογα επαναλαμβάνω πως ισχύουν και για τον Ρόμπερτ Πάτινσον τον οποίο ο φακός δουλεύει περισσότερο ως συνολική κορμοστασιά συμπεριφοράς και λιγότερο ως close up όπως στον Νταφό, χωρίς, όμως κι αυτόν να τον αφήνει από κοντινά παραπονεμένο.
Όμως κάπου εδώ σιγά σιγά μπαίνουν κι οι απορίες. Οι οποίες ξεκινούν από φαινομενικά επιτεύγματα αλλά που σε κάνουν και να αναρωτιέσαι κατά πόσο είναι επιτεύγματα. Για το ένα, αυτά περί «σαιξπηρικού» κειμένου έγραψα αλλά θα επανέλθω πιό κάτω δριμύτερος διότι εκεί η απορία γιγαντώνεται.
Παραμένω λοιπόν στην πρώτη ένδειξη απορίας φαινομενικού επιτεύγματος κι είναι ο ήχος κι η μουσική. Πολύ δυνατή η μουσική, πολύ εφιαλτική, πολύ θορυβώδης θέλει να ξεσκεπάσει ή να εκδηλώσει, να υπογραμμίσει την άρρωστη και βεβαρυμμένη ψυχολογία του παλιού, του Νταφό δηλαδή και τους κινδύνους που απειλούν το νέο βοηθό, τον Πάτισον; Σαφώς κι είναι μια επιλογή που κάπου εντυπωσιάζει αλλά κι αρκετά ξενίζει. Διότι έρχεται και παντρεύεται με τον συνολικό ήχο κι ο ήχος πλέον δημιουργεί πολλές και σοβαρές απορίες που είναι τόσο εκκωφαντικός διαρκώς και δεν μας επιτρέπει καθόλου να συναισθανθούμε την ατμόσφαιρα της ερημιάς και της απομόνωσης αφού μας έχει διαρκώς σε τόσο μεγάλη εκκωφαντική ένταση. Κι όχι τίποτε άλλο, μα όταν έρχεται η ώρα της θύελλας που πράγματι ο ήχος δημιουργεί και φτιάχνει όλο αυτό που πρέπει να φτιάξει, λόγω των διαρκών ηχητικών εντάσεων δεν κάνει τη δουλειά, δεν φέρνει το αποτέλεσμα του ξαφνιάσματος που θα έπρεπε.
Εκτός αν δεν ήθελαν κάτι τέτοιο κι είναι λογικό πως δεν ήθελαν, η δουλειά δεν είναι αυθαίρετη, πρόκειται για επιλογή που στηρίζει σκηνοθεσία. Η κριτική αυτό ελέγχει, την επιλογή. Ως επιλογή, προσφέρει την υποστήριξη ενός θρίλερ, όμως, εκεί χάνεται η λειτουργία του τοπίου, χάνεται η αίσθηση της νεκρικής σιγής και της απομόνωσης που μπορεί να τρελάνει άνθρωπο.
Για αυτά τα αξεκαθάριστα επιτεύγματα-προβλήματα περιμένω εναγωνίως το πόρισμα των ειδικών εντός Ακαδημίας, να δω τι έχει να πει η κινηματογραφία πάνω σε αυτά, που ακριβώς τα τοποθετεί, αν είδε κάτι ως γνώση δημιουργίας που διέλαθε της κριτικής .(ΣΣ Τελικώς ωμίλησε και απεφάνθη: ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ. Αυτή δίνει διάσταση ακόμα και στις ερμηνείες των ηθοποιών έτσι όπως τους φωτίζει και τον ένα τον «μεγαλουργεί» αλλά δεν του αναγνωρίζει και ρόλο παρά μόνο ατάκες για φωτιστική σύνθεση στο πρόσωπο, τον άλλο τον κάνει αγνώριστο)
Και προχωράμε στο σενάριο. Κι εδώ έχουμε άλλο πρόβλημα. Τόσο με την ιστορία όσο με τον τρόπο γραφής. Διότι ο διάλογος που ακούγεται δεν είναι κινηματογραφικός διάλογος, είναι κείμενο θεατρικής αντίληψης που αν το ακούγαμε σε σκηνή θεάτρου είτε μικρής χωρητικότητος είτε και μεγάλης σκηνής, ενός Εθνικού, αν υπήρχαν ηθοποιών των μεγεθών του πάλαι ποτέ Εθνικού (ο ΜΙΝΩΤΗΣ με τον ΠΑΡΛΑ, ας πούμε) και το έπαιζαν και στην τεράστια σκηνή ως έργο ψυχολογικής σύγκρουσης δύο χαρακτήρων, τότε ναι.. Τότε αυτό το κείμενο που είναι εντελώς λογοτεχνικό και η ιστορία όπως τοποθετείται κι αυτά που λέγονται κι οι δύο άνδρες που συγκρούονται με λόγια λογοτεχνικά και θεατρικής αντίληψης γράψιμο, θα είχαν κάποια άλλη δύναμη. Ως κινηματογραφικό σενάριο, ως υπόθεση που βασίζεται στη σύγκρουση δύο βρώμικων χαρακτήρων, σε ένα φάρο που μοιάζει με φυλακή κατάδικων εγκληματικών ψυχών, αυτός ο διάλογος ..παραείναι!
Και δεν προέρχεται να πεις, από κάποιο θεατρικό έργο, όπου ο σκηνοθέτης δεν θέλησε να πειράξει το θεατρικό κείμενο παρά ήθελε να του δώσει κινηματογραφική διάσταση, εκεί θα το αντιμετωπίζαμε διαφορετικά, επειδή λογικά, κι ο σκηνοθέτης θα έπρεπε να το αντιμετώπιζε διαφορετικά και τότε να χαμήλωνε τους τόνους, να δίδασκε τους ηθοποιούς να το παίξουν πιο χαμηλόφωνα ή πιο ελλειπτικά ώστε ο θεατρικός διάλογος να πάρει την κινηματογραφικότητα που αρμόζει.
Και προχωράμε στην ουσία και κλείνουμε: Κι αυτό όλο το κείμενο, κι αυτή όλη η δουλειά, κι αυτό όλο το ξόδεμα κι αυτός όλος ο προβληματισμός, ΓΙΑ ΤΙ ΑΚΡΙΒΩΣ ΕΧΕΙ ΓΙΝΕΙ: Τι είναι το έργο; Ποια η σημαντικότητα του; Τι καθόμαστε και βλέπουμε επί 107 λεπτά; Πέρα από το ρεσιτάλ του Νταφό και την άξια συμπαράσταση του Πάτισον; Τι λέει το έργο; Τι θέλει να μας πει το έργο; Τα κενά στο τέλος αθροίζονται κι είναι πιο πολλά.
Παραδέχομαι κι αναγνωρίζω ότι σε παρασύρει στη δίνη του αλλά αναρωτιέμαι αν αυτή η δίνη προήλθε από τα ρεύματα που δέρνουν τον έρημο φάρο ή είναι λίγο κατασκασκευασμένη όπως ο σαιξπηρικής απομίμησης μονόλογος του Νταφό κι οι συνολικοί διάλογοι της ταινίας;
Η απορία παραμένει άλυτη .