Τώρα επαναλαμβάνει κάτι ανάλογο πάνω στο είδος «μυστηρίου» και στο αποτέλεσμα εκείνο που λέγεται «συναρπαστικότητα» ή «ένταση» ή «καθήλωση» κι επιπλέον έχει και μια καινοτομία που ΕΡΓΟΚΕΝΤΡΙΚΑ θα μπορούσε να μην έχει τόσο πολύ σημασία, αφού ως ζητούμενο έχουμε το αποτέλεσμα. Όμως ΕΧΕΙ σημασία και μάλιστα ξεχωριστή διότι ακριβώς στον αριστοτελικό ΕΡΓΟΚΕΝΤΡΙΣΜΟ αυτό ποτ εξετάζουμε είναι τα ΣΥΣΤΑΤΙΚΑ του έργου.
Και στην περίπτωση του «MADRE» ξεκινάμε από ένα συστατικό που μάλλον δεν έχει ιστορικό, κινηματογραφικό προηγούμενο κι εδώ έρχεται να πει πολλά.
Διότι η ταινία η ολοκαίνουργια (στην Ισπανία κυκλοφόρησε στα μέσα Νοεμβρίου), κατάγεται από κάτι παλιό, που δεν έχει να κάνει με το remake, έχει να κάνει με το sequel, με τη συνέχεια, αλλά τίνος sequel;
Λοιπόν, η εισαγωγή της ταινίας, η πρώτη σεκάνς είναι η ολιγόλεπτη ταινία μικρού μήκους του ΡΟΝΤΡΙΓΚΟ ΣΟΡΟΓΚΙΟΓΙΕΝ, παραγωγής 2017, που ΠΡΟΤΑΘΗΚΕ ΓΙΑ ΟΣΚΑΡ ΣΤΗΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΜΙΚΡΟΥ ΜΗΚΟΥΣ, στην απονομή του χρόνου πού πέρασε.
Το μικρού μήκους περιλαμβάνει όλη κι όλη μια σεκάνς, που αποθεώνονται η σεναριακή οικονομία κι η σκηνοθετική ένταση η οποία επιτυγχάνεται ,με τι; Με την κλιμάκωση της έντασης όπως τη δίνει το σενάριο κι όπως ο σκηνοθέτης τη ζωντανεύει βάζοντας τις δύο ηθοποιούς του να ανεβάζουν από φράση σε φράση το δείκτη έντασης κι αγωνίας στη φωνή και στη σύσπαση του προσώπου ή στη σπασμωδική κίνηση του σώματος της μιας και το μαρμάρωμα της άλλης από αγωνία, και μας καταλήγει σε ένα κρεσέντο, όπου σε όλα αυτά η κάμερα έχει αναλάβει τις δύο ηθοποιούς , κυρίως τη βασική που είναι η κόρη, να μας μεταδίδει την κορυφούμενη απελπισία της. Κι από δίπλα τη μάνα να συμπάσχει, να προσπαθεί να φρενάρει την απελπισία της κόρης αλλά και τη δική της. Τι έχει συμβεί; Ποιο είναι το περιεχόμενο; Ένα τηλεφώνημα είναι όλη κι όλη η σεκάνς, που διακόπτεται κι επανέρχεται ενώ μεσολαβεί και μια τηλεφωνική ειδοποίηση στην Αστυνομία που τα κάνει χειρότερα όπου το τηλεφώνημα που δέχεται η ηρωίδα έχει στην άλλη γραμμή τον 6χρονο γιό της. Ο οποίος έχει φύγει διακοπές με τον μπαμπά του, από τα βόρεια της Ισπανίας που κατοικούν κι επισκέπτονται τη Γαλλία.. Με δυο ατάκες που προηγούνται του τηλεφωνήματος, καταλαβαίνουμε ότι η κόρη που στο τηλεφώνημα θα μεταβληθεί σε μάνα κι η μάνα της σε γιαγιά, κι από εκεί που σε δυο ατάκες είχαν ολοκληρώσει και φτιάξει σχέση μάνας και κόρης, τώρα θα γίνουν μάνα και γιαγιά. Διότι ο 6χρονος που τηλεφώνησε λέει ότι είναι μόνος του σε μια παραλία που δεν ξέρει πως τη λένε και που βρίσκεται, ότι ο μπαμπάς του πήγε μέχρι το τροχόσπιτο και δεν λέει να φανεί, η μπαταρία του τελειώνει και στο επαναληπτικό τηλεφώνημα ο μικρός κλαίγοντας που έχει χάσει τον μπαμπά του, λέει πως απέναντι είναι ένας κύριος που κάνει πιπί του.. Η μάνα υποπτεύεται, αντιλαμβάνεται, δίνει οδηγίες, μεταβάλλεται σε μια τρελή, η γιαγιά σχεδόν χάνει την αναπνοή της…cut ,μας δείχνει μια παραλία κι εδώ τελειώνει το μικρού μήκους, που είναι ένα μάθημα γραφής μέσα σε λίγα λεπτά, ένα θρίλερ που από την αγωνία των ανθρώπων εντός δωματίου κι ενός τηλεφωνήματος νιώθουμε την ένταση, την κλιμάκωση, τα συναισθήματα, δεν θα θέλαμε να είμαστε στη θέση τους και το φινάλε μας γεμίζει ανησυχία. Εξού και προτάθηκε για Οσκαρ μικρού μήκους. Τέτοιο μάθημα γραφής!!!
Κι αρχίζει τώρα η συνέχεια, που αναγράφει στους τίτλους «Δέκα χρόνια μετά»
Κι αρχίζει η ιστορία μετά από εκείνο το γεγονός. Η κοπέλα, μεγαλωμένη κατά δέκα χρόνια , έχει μετακινηθεί στη Γαλλία, σε μια παραλιακή περιοχή, σαν κι εκείνη περίπου που της είχε περιγράψει ο τότε 6χρονος γιός της κι εργάζεται ως σερβιτόρα. Περνάμε σε άλλο μάθημα γραφής, όπου σιγά σιγά προσπαθούμε να πάρουμε πληροφορίες για την ηρωίδα και το ζήτημα της εκείνο αλλά ο τρόπος που μας τις δίνει είναι εντελώς… θριλερικός. Με το σταγονόμετρο..
Καταρχάς πόσο ικανός κινηματογραφιστής είναι ο Σορογκόγιεν, πόσο γνώστης σεναρίου και φυσικά σκηνοθετικής μεταφοράς του, ξεκινώντας από τον τρόπο με τον οποίο υποπτευόμαστε το μέρος στο οποίο βρίσκεται η ηρωίδα και μας βάζει σε σκέψεις: Μας τη δείχνει στο σπίτι, με ανοικτή την τηλεόραση, να παίζει ταινία και να μιλούν γαλλικά. Επειδή στην Ευρώπη τα ντουμπλάρουν όλα, ειδικά στην τηλεόραση, μας δίνει μια πρώτη σύσταση πως βρίσκεται στη Γαλλία. Τι τρόπο βρήκε! Αμα μιλάμε για σεναριακή οικονομία κι ελλειπτικότητα..
Και φυσικά μετά, την ακούμε που μιλά γαλλικά στο χώρο εργασίας στην παραλία, κι αρχίζουμε και μπαίνουμε σε σκέψεις. Μας έχει χώσει στο αίνιγμα με τόσο ικανό τρόπο, μα με τόσο ικανό.. Γι αυτό και μίλησα για σταγονόμετρο, επειδή κάθε πληροφορία που έρχεται, κάθε ΣΕΝΑΡΙΑΚΗ πληροφορία, είναι ένα ερέθισμα για το τι έχει μεσολαβήσει σε αυτά τα δέκα χρόνια, τι γυρεύει αυτή ακριβώς, τι δεν έχουμε μάθει και πρέπει να μάθουμε. Βλέπω και καινούργιο σύντροφο, έχει δεσμό, συζεί με κάποιον.. Βλέπουμε όμως και την πέτρα του σκανδάλου.. Ενα αγόρι γαλλικής οικογένειας, να κυκλοφορεί εκεί στο χώρο του μπαρ της παραλίας που σερβίρει η ηρωίδα , το οποίο είναι στην ηλικία που θα ήταν σήμερα ο γιός της κι ανάμεσα τους δημιουργείται μια ανεξήγητη έλξη και συμπάθεια…
Δεν θα πω τίποτε άλλο διότι το έργο συνεχώς ανοίγει πόρτες υποψίας καθώς αναπτύσσει τις σχέσεις. Είμαστε σχεδόν στην ίδια ένταση που ήμασταν και στο μικρού μήκους της εισαγωγής. Εχουμε μείνει καρφωμένοι στο κάθισμα και φοβόμαστε μη χάσουμε και καμία συλλαβή που θα μπορούσε να βοηθήσει ΕΜΑΣ τους θεατές στη λύση του αινίγματος. Διότι έχουμε μπει για τα καλά. Σχεδόν εξ αρχής. Κι όσο προχωράει, τόσο πιο πολύ μας εθίζει.
Το τι γίνεται από κλιμακώσεις δεν περιγράφεται. Εκείνο όμως που αξίζει τα πιο πολλά είναι πως όταν τελειώνει το έργο που κρατά δύο ώρες και λίγα λεπτά χωρίς να καταλάβουμε το χρόνο που πέρασε, συνειδητοποιούμε πως νομίζαμε ότι βλέπαμε θρίλερ αλλά στο φινάλε αποδείχτηκε ότι βλέπαμε ψυχολογικό δράμα.
Τίποτε άλλο δεν έχω να πω, Πέραν του ότι ο ΡΟΝΤΡΙΓΚΟ ΣΟΡΟΓΚΟΓΙΕΝ είναι κινηματογραφιστής από τους λίγους, στο είδος που αυτή τη στιγμή η χώρα του Ισπανία κάνει θαύματα, στο θρίλερ, ο Ροντρίγκο γράφει δική του χρυσή σελίδα, για τη κινηματογραφική αρτιότητα ούτε λόγος, και για την πρωταγωνίστρια ΜΑΡΤΑ ΝΙΕΤΟ, υπόκλιση. Ηθοποιός και Γυναίκα. Πρωταγωνίστρια στο Απόλυτο.
Θέλετε κι άλλα;
YΓ. Ας τη δουν προσεκτικά οι του ελληνικού κινηματογράφου καθώς κι οι «κριτικοί» τους που γράφουν υμνητικές κριτικές για εγχώριες ταινίες όπου το σενάριο απουσιάζει ενώ εκείνοι νομίζουν ότι δίνει παρόν