Ειδικά, μάλιστα, όταν πρόκειται περί «κριτικών», εκεί είναι χαμένος κόπος.
Εκεί επειδή δεν έχουν καταλάβει το έργο ή δεν είναι σε θέση να παρακολουθήσουν το είδος , καταφεύγουν σε μύδρους και νομίζουν ότι δι αυτού του τρόπου εναντιώθηκαν. Στο συγκεκριμένο βρίσκουν «πάτημα» με τον Χίτλερ αλλά τους διαφεύγει πως ο ΤΑΪΤΑ ΓΟΥΑΙΚΙΚΙ, ο σεναριογράφος-διασκευαστής και σκηνοθέτης της ταινίας, που κρατά για τον εαυτό του το ρόλο του Χίτλερ, είναι ΕΒΡΑΙΟΣ από τον ένα γονιό, άρα το να του «ανακαλύπτουν» λαβράκι πως βγάζει λάδι τον Χίτλερ, είναι για να είναι..
Ούτε τον Χίτλερ βγάζει λάδι που κι αυτό ακόμα θα ήταν αναφαίρετο καλλιτεχνικό του δικαίωμα αν μπορούσε να το υποστηρίξει ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΚΑ κι όχι προπαγανδιστικά ή πολιτικά υπέρ του Χίτλερ (εδώ μιλάμε για ΛΟΓΟΚΡΙΣΙΑ που βάζει όρια στην ελευθερία της έκφρασης) ούτε έχει τέτοιο σκοπό, ούτε επιτυγχάνει τίποτε τέτοιο- το αντίθετο.
Θα έλεγα μάλιστα, πως αν δύο ταινίες μου φάνηκε ότι ο Γουαιτίτι μελέτησε, δεν είναι τόσο το «Η ζωή είναι ωραία» του Μπενίνι- ίσως από εκεί να «δανείστηκε» αλλά σε ταχέως εξοφλούμενο δάνειο, το θέμα του πιτσιρίκου στον πόλεμο- ούτε φυσικά το «Grand Budapest Hotel» διότι δεν έχει τίποτε από το γκροτέσκο του Γουες Αντερσον ούτε καν σε σκηνικά και κοστούμια, μα δύο άλλες με τις οποίες έχει άμεσα κοινά. Κι αυτές είναι – θέλουν δεν θέλουν- το «Ο Σαρλώ Δικτάτωρ» και η κωμωδία του Μελ Μπρουκς «Αυτοί οι τρελοί παραγωγοί».
Από αυτά τα δύο αντλεί υλικό κωμικής σάτιρας πάνω στην Γερμανία του Χίτλερ και στους Ναζί και στον ίδιο τον Αδόλφο, κι από την άλλη έχει μελετήσει τα παραμύθια. Και φτιάχνει ένα σατιρικό παραμύθι, που διαφέρει αρκετά από τα άλλα.
Διότι το θέμα του έργου είναι τα μάτια κι η ψυχή του παιδιού, ενός «Κοντορεβυθούλη», ένα πιτσιρίκι που έχει ενταχθεί στη Ναζιστική Νεολαία και έχοντας χάσει μυστηριωδώς τον πατέρα του, βλέπει τον Χίτλερ σαν προστάτη και συνομιλεί μαζί του και τον βλέπει μόνο αυτός… Την ίδια ώρα που η μητέρα του κρύβει στο σπίτι μια Εβραία την οποία παρουσιάζει αρχικά στο γιό της σαν.. φάντασμα, διότι κάπου εκεί μέσα κατοικεί και το φάντασμα της πεθαμένης αδελφής του.
Μόνο που ο πιτσιρικάς σιγά σιγά αφυπνίζεται, αφού περάσει από όλα τα στάδια του φόβου , από τη μια οι Ναζί που ασκούν πάνω του έλεγχο και του κάνουν και «μπούλινγκ», από την άλλη η Εβραία η οποία έχει βρει τον τρόπο να τον απειλεί ώστε να μην την καταδώσει κι ενδιαμέσως ο ρόλος της μητέρας η οποία δεν είναι και τόσο συμπαθούσα προς τον Χίτλερ και θα το πληρώσει.. Για τον πιτσιρικά είναι ζήτημα χρόνου η απολύτρωση.
Στο μεταξύ όλα αυτά, δίνονται με κωμικό τρόπο και προπάντων με κάτι που το καθιστά ιδιαίτερο: ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΙΔΙΚΗ ΜΑΤΙΑ. Όλα είναι όπως τα βλέπει ένα παιδί, ένα μικρό παιδί. Εξού κι οι καταστάσεις παίρνουν κωμική διόγκωση, ακριβώς λόγω αυτής της ματιάς, αυτής της παιδικής αφέλειας, από την οποία δεν ξεφεύγει ποτέ το σενάριο κι η υλοποίηση του. Αυτή η παιδική ματιά είναι που γεννά το γέλιο, αυτή η παιδική ματιά είναι που δίνει τρυφερούς τόνους στο ρόλο της μητέρας, αυτή η παιδική ματιά είναι που κατασκευάζει το φάντασμα του Χίτλερ έτσι όπως θέλει η ίδια να πιαστεί από αυτό, αυτή η παιδική ματιά είναι που θα του δώσει μία και θα τον πετάξει από το παράθυρο…
Η αισθητική του παραμυθιού είναι που μεταφέρεται στην ταινία και στα εσωτερικά σκηνικά όπου κυριαρχούν το βαθύ μπεζ και το πράσινο, κάνοντας μια διχρωμία κάθε άλλο παρά ρεαλιστική, τα χτυπητά χρώματα κυριαρχούν και στα κοστούμια, σαν να βλέπαμε ρούχα από εκείνα που φορούν σε παραμύθια, προπαντός αυτά που φορεί η μητέρα, τα εξωτερικά έχουν χρωματική επιλογή που αφαιρούν μέρος από τη ρεαλιστικότητα όταν έρχονται οι βομβαρδισσμοί των Συμμάχων ενώ πριν, οι δρόμοι που έχουν επιλεγεί (η ταινία γυρίστηκε στα στούντιο Μπάραντοφ, στην Πράγα) είναι δρόμοι αισθητικής παλιού σκηνικού, στημένου σκηνικού, που υποδεικνύουν και δεν αναβιώνουν. Και το μοντάζ πετυχαίνει άθλο στο να κόψει ακριβώς στο σημείο που το έργο δεν θα καεί ως κωμωδία αλλά και που δεν θα γελοιοποιηθεί ως υπερβολή ή θα ξεφύγει από τα πλαίσια του δράματος που του έχει χαράξει η αρχική και θεμελιώδης γραμμή.
Στους τόνος του παραμυθιού έχουν προσανατολιστεί κι οι ερμηνείες των ηθοποιών . Ο πιτσιρικάς (ΡΟΜΑΝ ΓΚΡΙΦΙΝ ΝΤΕΗΒΙΣ) με τη φατσούλα του που παίζει σαν κωμικό, πανικοβλημένο παιδάκι το οποίο φοβάται τους δράκους, βλέπει τους γύρω του κι όλοι οι ηθοποιοί που τον πλαισιώνουν παίζουν ΟΠΩΣ ΤΟΥΣ ΒΛΕΠΕΙ ΑΥΤΟΣ. Είναι ολοφάνερη η σκηνοθετική γραμμή ή μάλλον η σεναριακή υπόδειξη. Ο ΣΑΜ ΡΟΚΓΟΥΕΛ, τι θαυμάσιος ηθοποιός, πόσο καταλαβαίνει τι παίζει, και δεν παίζει τον Γερμανό αξιωματικό ως Γερμανό αξιωματικό όπως τον ορίζουν τα στερεότυπα ή κι ο ίδιος ο ρόλος, αν δεν είχε αντιληφθεί ότι «ο ίδιος ο ρόλος» πρέπει να παιχθεί από τη σκοπιά εκείνη όπως τον βλέπει το παιδί. Τόσο οι αρχικές του σκηνές με τον λαγό και το μπούλινγκ όσος κι η τελική σκηνάρα του αλλά κι η ενδιάμεση με την έρευνα των Ναζί στο σπίτι του μικρού, δείχνουν την αντίληψη του. Και φυσικά την σκηνοθετική – σεναριακή κατεύθυνση. Η υπέροχη νεαρή ΤΟΜΑΖΙΝ ΜΑΚΚΕΝΖΙ είναι απειλητική αλλά και ήπια, έτσι όπως θα τη δούμε εμείς μέσα από την ψυχολογία του πιτσιρικά. Ο «Χίτλερ» του σκηνοθέτη ΤΑΪΚΑ ΓΟΥΑΙΤΙΤΙ είναι μια εκπληκτική καρικατούρα των φαντασιώσεων του πιτσιρικά από την οποία αντλεί δύναμη κι ο Γουαιτίτι τον παίζει με τρομερό αυτοέλεγχο. Η δε ΣΚΑΡΛΕΤ ΓΙΟΧΑΝΣΟΝ, που είναι κι αυτή η οποία πήρε την υποψηφιότητα για Οσκαρ από το cast, είναι η μητέρα όπως την έβλεπε και τη βίωνε ο πιτσιρίκος, το πρόσωπο τρυφερότητας κι ασφάλειας και μέσω αυτής περνά ο σκηνοθέτης αυτό τον τόνο στο έργο: Το τρυφερό κομμάτι βγαίνει μέσα από τη θέση της μητέρας. Και της έχει και μια καθοριστική, παραμυθοειδή, κωμική σκηνή, όταν αποφασίζει να φοβερίσει τον μικρό παριστάνοντας τον απόντα πατέρα του.
Αυτή είναι η ταινία.
Τώρα, το κατά πόσο θα αρέσει στον καθένα, δεν είναι δουλειά της κριτικής να καθίσει και να ασχοληθεί. Η κριτική οφείλει να δώσει στον αναγνώστη-θεατή τα στοιχεία , όχι φυσικά ως «δελτίο Τύπου» αλλά ως αναγνώριση είδους προς αποφυγήν συγχύσεων και άλλων μπερδεμένων τινών, να του δώσει την ταινία μέσα από αυτό που είναι η ταινία κι όχι να τον παραπλανήσει μέσω ιδεολογημάτων που μπορεί να είναι κι αβάσιμα, ακόμα κι ως ιδεολογήματα.