Οι κωμωδίες του Φεντώ έχουν ξεχωριστή ιδιαιτερότητα: Είναι φάρσες, πεντακάθαρες, είναι του πόρτες ανοίγουν και πόρτες κλείνουν, παρεξηγήσεις προσώπων, μπερδέματα προσώπων, κορύφωση της παρεξήγησης όπου το μπέρδεμα σε κάνει να απορείς πως θα το ξεδιαλύνει ο συγγραφέας, αλλά ω! του θαύματος, γίνεται. Μέσα από την φαρσική οδό κι όχι μέσα από τη λογική οδό.
Συνεπώς, οι κωμωδίες του Φεντώ θέλουν κίνηση και ρυθμό, θέλουν να βγει αυτό το παράλογο στοιχείο της φάρσας, αξιώνουν την προβολή αυτού του στοιχείου κι απαιτούν ρυθμό που θα το κάνει να κινείται σαν μπαλέτο. Διότι αν μείνει κανείς στις υποθέσεις των κωμωδιών, θα πετάξει τον αφορισμό περί «βλακείας» , μόνο που στον Φεντώ το ζητούμενο δεν είναι η υπόθεση αλλά το μπέρδεμα και για να αποδώσει αυτό πρέπει να στηθεί και να παιχθεί ΤΕΛΕΙΑ. Ειδάλλως, αν δεν παιχθεί και δεν σκηνοθετηθεί τέλεια, αν του φύγει ο ρυθμός κι ο αφρός της σαμπάνιας που πρέπει να ισχύει ως γεύση και να μένει κι ως επίγευση στον θεατή, το έργο κινδυνεύει να χαρακτηριστεί πολύ μα πολύ μέτριο.
Στην Ελλάδα, θεωρώ ότι η μεγάλη παρέμβαση πάνω στο έργο του συγγραφέα έγινε μόλις το 1984 όταν ο ΜΙΝΩΣ ΒΟΛΑΝΑΚΗΣ ανέβασε στο νεοσύστατο «Θέατρο Πόρτα» της ΞΕΝΙΑΣ ΚΑΛΟΓΕΡΟΠΟΥΛΟΥ, το «ΨΥΛΛΟΙ ΣΤΑ ΑΥΤΙΑ» με συμπρωταγωνιστές της Ξένιας, τον ΣΤΑΥΡΟ ΠΑΡΑΒΑ που είχε δώσει ρεσιτάλ , και την ΜΠΕΤΤΥ ΑΡΒΑΝΙΤΗ. Κι έναν εκπληκτικό θίασο. Ηταν ίσως η πρώτη φορά που είδαμε τον Φεντώ σε όλο του το παράλογο με όλη την αύρα με την οποία το είχε «διδάξει» ο αείμνηστος και τρισμέγιστος Βολανάκης Ως τα πριν, τα έργα του Φεντώ ανέβαιναν ως φάρσες που ίσα ισα έβγαζαν κάποιο γέλιο , αναλόγως με τον θιασάρχη-πρωταγωνιστή που τα ανέβαζε αλλά δεν άφηναν περιθώρια συγγραφικού κύρους. ‘Η, αν ήταν πιο «εύπορος» ο επιχειρηματίας μπορεί να τα ανέβαζε με μια σκηνογραφική-ενδυματολογική «γκλαμουριά» μια και τα έργα του Φεντώ υπογράφονται κι ως «belle epoque» (Πολλοί, βέβαια, για οικονομικούς λόγους τα ανέβαζαν ως σύγχρονα κι εκεί φαινόταν μια φτήνια που δεν αντιπροσώπευε τον συγγραφέα κι επέτεινε την παρεξήγηση και την παρερμηνεία ….) Από τον Βολανάκη και μετά , κι από εκείνη την παράσταση, η προσέγγιση Φεντώ στο ελληνικό θέατρο έχει αλλάξει, χωρίς να σημαίνει ότι λείπουν κι οι προχειρότητες…
Συνεπώς, πηγαίνοντας κανείς να δει το «ΠΟΥΛΙΑ ΣΤΟΝ ΑΕΡΑ», στη συγκεκριμένη περίπτωση, πρέπει να ξέρει ποιο είναι το «προϊόν» και τι περιλαμβάνει. Διότι αν του το «κρίνουν» ή του το σερβίρουν με τη θεωρία του auteur κι αν δεν του πουν δυο τρία κατατοπιστικά πράγματα περί του εστί παρά του λένε διάφορες ασχετοσύνες, δεν θα γίνει δουλειά.
Και προχωράμε.
Αν λοιπόν, υπήρχαν και στο θέατρο προβλήματα, στον κινηματογράφο τα πράγματα ήταν ακόμα πιο δύσκολα.
Καμία ταινία από έργο του Φεντώ δεν μπόρεσε να γίνει ξεχωριστή. Η πιο υποφερτή, που όμως ο Φεντώ της γινόταν λίγο πιο…εγγλέζικος, ήταν το «ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΟΝ Ο ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ» με τον Σερ ΑΛΕΚ ΓΚΙΝΕΣ και την ΤΖΙΝΑ ΛΟΛΟΜΠΡΙΓΚΙΤΑ, αλλά και πάλι διότι το είχε σκηνοθετήσει ο ΠΗΤΕΡ ΓΚΛΕΝΒΙΛ που ήταν καλός αλλά…βαρύς…Ισως δεν έχει βρεθεί ακόμα ο σκηνοθέτης εκείνος που θα συνεργαστεί με τον κατάλληλο μοντέρ ώστε να βγάλουν επί της οθόνης ΤΟΝ ΡΥΘΜΟ ΤΗΣ ΦΑΡΣΙΚΗΣ ΠΑΡΑΝΟΙΑΣ. Ισως, να μην εμπνέει κινηματογραφικά τους σκηνοθέτες κι ο ίδιος ο Φεντώ, κι είναι θέμα μόνο παραγωγής και χρηματοδότησης επειδή το όνομα του συγγραφέα «πουλάει» και το είδος του , ως ψυχαγωγικό από τη φύση του, θα φέρει κάποιο κόσμο ως τα ταμεία.
Το «ΠΟΥΛΙΑ ΣΤΟΝ ΑΕΡΑ»(είχε ανεβαστεί από τον ΧΡΗΣΤΟ ΧΑΤΖΗΠΑΝΑΓΙΩΤΗ με επιτυχία) είναι μια πολύ ωραία τέτοια φάρσα, όπου κυριαρχούν οι απιστίες και τα συζυγικά μπερδέματα, οι κρεββατοκάμαρες, τα ξενοδοχεία και το «ποιος πλαγιάζει με ποιάν;» είτε ισχύει είτε δεν ισχύει.
Στην ταινία, το έχουν εκσυγχρονίσει επιθυμώντας έτσι να το κάνουν πιο προσιτό. Χάνει, όμως, ένα μέρος του αέρα της εποχής του και των ΚΑΝΟΝΩΝ ΥΠΟΚΡΙΣΙΑΣ (όχι..υποκριτικής) του καιρού που έγραψε ο Φεντώ αλλά και που τα τοποθετεί και διασκεδάζουν με τα καμώματα εκείνων των χρόνων. Για να μη φανεί ¨ξεπερασμένο» , δεν θάλεγα τη λέξη «πρέπει» που για την Τέχνη δεν μου αρέσει, θα έλεγα όμως ότι αν το παίξεις στην εποχή που ανήκει, η κοινωνική υποκρισία βγάζει περισσότερο γέλιο. Στον εκσυγχρονισμό, λιγότερο. Ωστόσο αυτό το «ποιος κοιμάται με ποιάν;» επειδή είναι ωραία πλεγμένο και μπλεγμένο , μπορεί και διασκεδάζει. Δεν θα κατηγορήσω την παραγωγή ότι μπορεί να το εκσυγχρόνισε για λόγους οικονομίας, διότι ως τύπου σύγχρονο (όχι στο 100 ο/ο) το έχει περιποιηθεί σκηνογραφικά, ενδυματολογικά, φωτιστικά κλπ ώστε να βγάζει κάτι καλαίσθητο.
Η σεναριακή μεταφορά έχει κρατήσει τη λογική των τριών πράξεων, την παραδοσιακή πάνω στην οποία γράφτηκαν έργα κι έργα, όπου στην πρώτη πράξη έχουμε το σπίτι του πελαγωμένου κυρίου του οποίου τη σύζυγο παρακολουθεί ένας ενοχλητικός κορτάκιας που μπουκάρει κανονικά και με θράσος.. Αλλά καταφθάνει κι η σύζυγος του κορτάκια ενώ ο πελαγωμένος κύριος έχει κι αυτός την αμαρτία του με μια «ξεπέτα» που είχε κάνει σε ένα επαγγελματικό ταξίδι στη Νέα Υόρκη, και καταφθάνει κι αυτή. Κι έπεται κι ο σύζυγος της, ο οποίος είναι πελάτης του πελαγωμένου οικοδεσπότη. Στη δεύτερη πράξη μεταφέρονται όλοι αυτοί σε ένα ξενοδοχείο όπου θα γίνει το όργιο των παρεξηγήσεων και στο οποίο από το σενάριο έχει γίνει καλός κατατεμαχισμός των σκηνών, έχει γίνει και καλό ντεκουπάζ από τον σκηνοθέτη ΖΑΛΙΛ ΛΕΣΠΕΡ και στην τρίτη πράξη επιστρέφουμε στα διαμερίσματα ώστε να λυθούν οι παρεξηγήσεις.
Δεν καταφέρνει, όμως, στο τέλος να σε βγάλει από την αίθουσα ενθουσιασμένο από τα γέλια και την ανάταση της ψυχής, όπως συνέβαινε σε εκείνη τη μνημειώδη παράσταση του Βολανάκη στο «Ψύλλοι στα αυτιά» ώστε να αντιμετωπίζεις το άκρατο γέλιο ως Υψηλή Τέχνη. Δε βγάζει συμβατικά, με την αίσθηση ότι γέλασες αλλά ότι δεν είδες και κάτι το ξεχωριστό, ειδικά οι απληροφόρητοι κι οι αναγνώστες κάποιων «κριτικών» μπορεί να ξινίσουν και τα μούτρα τους…
Ο ΝΤΑΝΥ ΜΠΟΥΝ έχει το κωμικό χάρισμα ως πελαγωμένος οικοδεσπότης, μορφάζει βέβαια, κάποτε – κάποτε κι αρκετά, ο ΓΚΙΓΙΟΜ ΓΚΑΓΙΕΝ το παίζει με θεατρική λογική, γενικά όλοι οι ηθοποιοί έχουν τον γαλλικό ρυθμό τους αλλά ο σκηνοθέτης δεν έχει καταφέρει να το διαχύσει όλο αυτό στην πλατεία…Ζητά μέρος κι από την καλή διάθεση του θεατή ώστε να λειτουργήσει λίγο παραπάνω..