Είναι ένα feel-good movie, μια ταινία ευχάριστων διαθέσεων και συναισθημάτων, που σου αφήνει γλυκιά γεύση αλλά όλο έχει να κάνει με τον Τομ Χανκς που επιλέχθηκε για το ρόλο του Κυρίου Ρότζερς. Ενός ανθρώπου υπαρκτού !- αν και στη δική μου καλλιτεχνική και κριτική αντίληψη το «πραγματικό» δεν προσδίδει καλλιτεχνική αξία παρά μόνο η διαχείριση του αν έχει γίνει με καλλιτεχνικούς όρους- που έχει δική του εκπομπή στην τηλεόραση , την απευθύνει σε παιδάκια και μέσα από εκεί περνά μηνύματα αγάπης, συμπόνιας, συγχώρεσης.
Κεντρικός ήρωας της ιστορίας ΔΕΝ είναι ο κύριος Ρότζερς αλλά ο δημοσιογράφος Λόυντ Βόγκελ, που τον παίζει έξοχα ο ΜΑΘΙΟΥ ΡΥΣ, ένας άνθρωπος κυνικός, τραχύς, στα όρια του μισανθρωπισμού πολλές φορές, ο οποίος έχει κρυφό μαράζι που τον τρώει και δεν τον αφήνει κι αυτό έχει να κάνει με τη σχέση που έχει με τον πατέρα του- έξοχος κι ο ΚΡΙΣ ΚΟΥΠΕΡ στο ρόλο του πατέρα.
«Εξοχος» ο ένας, «έξοχος» ο άλλος, θα αναρωτηθεί ο αναγνώστης τον λόγο για τον οποίο το επίτευγμα επικεντρώνεται κι αναγνωρίζεται και πιστώνεται αποκλειστικά στον Τομ Χανκς.
Διότι ο ρόλος του κυρίου Ρότζερς είναι ο ρόλος-μοχλός που κινεί την ιστορία. Δεν λέει το σενάριο τη δική του μεν ιστορία, είναι όμως αυτός που βοηθά τον κεντρικό ήρωα να εξελίξει τη δική του.
Κι η εξέλιξη έχει να κάνει με το ζεστό κι ανθρώπινο στοιχείο και με όλα αυτά που εκπροσωπεί κι αποπνέει ο κύριος Ρότζερς τα οποία για τον κεντρικό ήρωα είναι πρωτοφανή.
Ετσι, η θεία έμπνευση να κλείσουν τον ΤΟΜ ΧΑΝΚΣ για το ρόλο του Ρότζερς είναι τα περί Διανομής και Μισής Σκηνοθεσίας.
Ας προσέξουμε, όμως, τώρα κάτι που το είχα ως κυρίαρχο στην ανάλυση των Οσκαρ 2020, στην κατηγορία του β ανδρικού ρόλου, στην παράγραφο που αφιερωνόταν στον υποψήφιο Τομ Χανκς. Ελεγα πως άλλο η «περσόνα» κι άλλο η «μανιέρα». Η διαφορά είναι τεράστια, σχεδόν θεμελιώδης. Η «μανιέρα» έχει να κάνει με κάποιες προσωπικές ευκολίες-κλισέ του ηθοποιού που τα επαναλαμβάνει ως «αναγνωρίσιμα». Η «περσόνα» είναι άλλο πράγμα. Η «περσόνα» ξεκινά και καταλήγει στην καλλιτεχνική ιδιοσυγκρασία του ηθοποιού. Με αυτό έχει να κάνει και με τίποτε άλλο. Ο ηθοποιός, όταν βρεί, όταν ανακαλύψει το καλλιτεχνικό του ταμπεραμέντο ποιο είναι, που θα το ανακαλύψει με αφορμή ένα ρόλο ο οποίος θα τον ξεκλειδώσει ή με ένα είδος που θα αποδειχθεί ότι του πηγαίνει γάντι κι είναι γεννημένος για αυτό, αρχίζει να την κτίζει , να την εμπλουτίζει και να την διαμορφώνει.
Ο Τομ Χανκς ως προσωπικότητα αποπνέει μια γλύκα η οποία ξεκινά από την παιδικότητα του την εσωτερική, έχει ένα παιδικό ταμπεραμέντο. Αυτό επισημάνθηκε στους πρώτους πρωταγωνιστικούς ρόλους τους οποίους έπαιξε στη δεκαετία του 80 κι αυτό το παιδικό στοιχείο το εντόπισε, το δούλεψε, το έκανε ατομική του σχολή. Κι αυτό το στοιχείο τον έχει κάνει ξεχωριστό.
Αυτό, όμως, το στοιχείο θέλει δουλειά!! Όταν το βρεις και το ανακαλύψεις, κι είναι τυχερός διότι το βρήκε νωρίς, θέλει άσκηση, εξάσκηση, γίνεται όπλο προσέγγισης των ρόλων.
Στο «ΕΝΑΣ ΥΠΕΡΟΧΟΣ ΓΕΙΤΟΝΑΣ» το καταθέτει όλο αυτό ως πείρα, ως πλούτο ρεπερτορίου από το οποίο έχει περάσει και δείχνει τη διαφορά «περσόνα» από «μανιέρα» διότι βλέπουμε το στοιχείο πλησιάσματος κι αφομοίωσης του χαρακτήρα μέσα από τον ίδιο και δεν βλέπουμε κάποιο «έτοιμο κουτάκι». Διότι ο κύριος Ρότζερς έχει και τις αυστηρές του πτυχές κι ο Τομ Χανκς τις υποδεικνύει με το λεπτομερειακό τρόπο με τον οποίο δουλεύει την περσόνα του για το ρόλο. Εννοείται πως κι ο ρόλος είναι ωραία γραμμένος από τους σεναριογράφους . Όμως ο αξιαγάπητος Τομ έχει βρει χρώματα προσέγγισης στην κάθε σκηνή κάτω από τη γενική εποπτεία που έχει βρει για το σύνολο του ρόλου. Ο Ηθοποιός Παίζει. Με την συγκεκριμένη προσωπικότητα αλλά όχι με τον Τομ Χανκς μα με τον «Τομ Χανκς» ως ρόλο.
Όλα τα αισθήματα που παίρνουμε από την ταινία, όταν έχει τελειώσει, είναι από το πως τα διαχειρίστηκε ο Τομ Χανκς, από το πως ζωντάνεψε τον χαρακτήρα που είναι καταλύτης για τον κεντρικό ρόλο του δημοσιογράφου, είναι κάτι μοναδικό που δεν μπορεί να το μιμηθεί άλλος κι όποιος το τολμήσει θα φάει τα μούτρα του. Αντι να μιμηθεί, όμως, ένας άλλος ηθοποιός, μπορεί να διδαχτεί από αυτό: Με το να βρει και να ψάχνει να βρει μέσω των ρόλων ποιο είναι το καλλιτεχνικό του ταμπεραμέντο. Ακόμα κι αν καθυστερεί ο ρόλος, κάτι θα έχει πάρει από όλο αυτό το «ωραίο ταξίδι» προς την «Ιθάκη» της Τέχνης του.
Εχω κεντράρει την κριτική πάνω σε αυτό διότι θεωρώ πως είναι ένα φροντιστήριο αξίας για τον κάθε ηθοποιό, κι ειδικότερα το νεότερο, γύρω από αυτό το θέμα. Ο Τομ Χανκς είναι Μέγας Δάσκαλος αυτού.
Η σκηνοθεσία είναι της ΜΑΡΙΕΛ ΧΕΛΕΡ, η οποία βεβαίως και πιστώνεται το παραπάνω, στο μέτρο που της αναλογεί, στο ότι σε αυτό το ρόλο βρέθηκε ο Τομ Χανκς κι εκείνη απέδειξε ότι ξέρει από ηθοποιούς, ξέρει πως πρέπει να τους παρακολουθήσει με το φακό της και τι και πως να τους προβάλει όταν τους βλέπει στην πρόβα να κάνουν αγγέλους.. Και φυσικά δεν το κάνει μόνο στον Τομ Χανκς αλλά και στους άλλους, που τους ανέφερα και πιο πάνω, τον Μάθιου Ρυς και τον Κρις Κούπερ. Στον Χανκς όμως έχει αφήσει το φακό της να τον χαζεύει…